To συγκεκριμένο
ζώο είναι ένα έντομο και μάλιστα από τα μεγαλύτερα και πιο εντυπωσιακά έντομα
της Ευρώπης. Το δεύτερο συνθετικό του λατινικού του ονόματος (cervus=ελάφι)
αλλά και το κοινό του όνομα «ελαφοκάνθαρος» μας προϊδεάζει για κάποια σχέση με
τα συμπαθέστατα θηλαστικά, δύσκολα όμως μπορεί να φανταστεί κανείς τη σχέση
ενός ελαφιού με ένα σκαθάρι. Η σχέση των δύο έχει να κάνει με τις ιδιαίτερα
ευμεγέθεις και εντυπωσιακές δαγκάνες του σκαθαριού στο κεφάλι του, που του
προσδίδει την όψη ζώου με εντυπωσιακά κέρατα, εξ’ ού και η ονομασία του. Μια
άλλη κοινή ονομασία του είναι «κεράμβυξ» από τις λέξεις «κέρας» και «άμβυξ», με
τη δεύτερη λέξη να περιγράφει την αρχαία συσκευή απόσταξης με επίμηκες σχήμα που
μπορεί να περιγράψει τις δαγκάνες του σκαθαριού.
Ο ελαφοκάνθαρος
είναι ένα μεγάλο έντομο και μάλιστα το μεγαλύτερο σκαθάρι της Ευρώπης, με το
μήκος των αρσενικών ατόμων να φτάνει τα 8 εκατοστά και των θηλυκών μόλις τα 4
εκατοστά, καθώς μόνο τα αρσενικά έχουν τις τεράστιες και διακλαδισμένες δαγκάνες
στο κεφάλι τους που τις χρησιμοποιούν για να μάχονται μεταξύ τους στην περίοδο
της αναπαραγωγής. Παρόλα αυτά, οι δαγκάνες των αρσενικών δεν είναι καθόλου
δυνατές και σε καμία περίπτωση επικίνδυνες, ενώ τα μικρά και φυσιολογικά
σαγόνια των θηλυκών μπορούν να επιφέρουν ένα οδυνηρό δάγκωμα. Το σώμα του
ελαφοκάνθαρου έχει χρώμα σκούρο καστανό μέχρι κοκκινωπό ή ακόμα και μαύρο. Ο
κύκλος της ζωής του ξεκινά με το θηλυκό να εναποθέτει τα αβγά του στους κορμούς
και τις προνύμφες να τρέφονται με το πλούσιο σε μύκητες ξύλο ανοίγοντας βαθιές
στοές. Με αυτή την τροφή οι προνύμφες ζουν για πέντε ή έξι χρόνια και μπορούν
να φτάσουν σε μήκος τα 10 εκατοστά και τελικά μεταμορφώνονται σε τέλεια έντομα.
Αυτά εμφανίζονται την άνοιξη, ζουν μόνο για λίγους μήνες και είναι δραστήρια
τις νυχτερινές ώρες, οπότε τρέφονται με νέκταρ και χυμούς δέντρων χρησιμοποιώντας
τις γνάθους τους για να τρυπήσουν τον φλοιό των τρυφερών κλαδιών των βελανιδιών
και των καστανιών. Έχουν φτερά και πετούν αλλά οι πτητικές τους ικανότητες δεν
είναι καλές εξαιτίας του μεγάλου μεγέθους τους, ιδιαίτερα στα αρσενικά άτομα. Τους λίγους μήνες της ζωής τους εμφανίζονται σε βιότοπους που μπορούν να
τραφούν, δηλαδή σε δάση φυλλοβόλων.
Η
προστασία του ελαφοκάνθαρου σε εθνικό επίπεδο είναι ανύπαρκτη αλλά σε κοινοτικό
και ευρωπαϊκό επίπεδο είναι περισσότερο ισχυρή καθώς περιλαμβάνεται σε ορισμένους
καταλόγους συμβάσεων και νόμων και σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί
«Είδος Προτεραιότητας» για προστασία. Οι
άμεσες απειλές περιλαμβάνουν κυρίως τη συλλογή του για ιδιωτικές συλλογές
εντόμων ενώ κυριότερες είναι οι έμμεσες πιέσεις που σχετίζονται με τη
συρρίκνωση, υποβάθμιση και κατακερματισμό των οικοτόπων που διαβιεί και τη
συνεχή απώλεια της φυσικότητας του περιβάλλοντος.
Ο ελαφοκάνθαρος
αποτελεί τμήμα της βιοποικιλότητας της προστατευόμενης περιοχής του όρους
Πάρνωνα και υγροτόπου Μουστού, όμως οι μικροί πληθυσμοί του ελαχιστοποιούν τις
πιθανότητες για τον επισκέπτη να τον συναντήσει, ενώ στην περίπτωση που αυτό
συμβεί και ένα εντυπωσιακό αρσενικό άτομο με τις πελώριες δαγκάνες του βρεθεί
στο δρόμο του, ας θυμάται ότι παρά την «άγρια» μορφή του είναι εντελώς
ακίνδυνος, εκτός και αν συναντήσει έναν άλλο αρσενικό αντίζηλο.
Φορέας Διαχείρισης Όρους Πάρνωνα
και Υγροτόπου Μουστού
Τμήμα Προστασίας &
Διαχείρισης
Άστρος
Αρκαδίας, 22001
Τηλ: 27550 22021, Fax: 27550 22806
Δημοσίευση σχολίου