Στη διάρκεια της Κατοχής ο εορτασμός των εθνικών επετείων έδινε το έναυσμα
για μαζικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας ενάντια στον Άξονα. Ο γνωστός συγγραφέας
Ηλίας Βενέζης ο οποίος ήταν και τραπεζικός, καταγράφει στο Χρονικόν της
Τραπέζης της Ελλάδος τη συγκέντρωση μνήμης και αντίστασης των υπαλλήλων κατά
την τρίτη επέτειο της εισβολής:
«Το μεσημέρι της 28 Οκτωβρίου του 1943, αποφάσει του Συλλόγου των υπαλλήλων της Τραπέζης της Ελλάδος και εγκρίσει του Διοικούντος την Τράπεζα Θεοδώρου Τουρκοβασίλη, όλον το προσωπικόν της Τραπέζης είχε συγκεντρωθή εις την μεγάλην αίθουσαν του Κεντρικού Καταστήματος δια μίαν ώραν μνήμης της μεγάλης ημέρας του νεώτερου ελληνισμού, και μνήμης των συναδέλφων που είχαν πέσει εις τα Ηπειρωτικά βουνά εις τον αγώνα των εισβολέων. Οι Γερμανοί οι οποίοι από τριμήνου, μετά την συνθηκολόγησιν της Ιταλίας, ήσαν οι απόλυτοι δυνάσται της Ελλάδος, είχαν απαγορεύσει κάθε συγκέντρωσιν δια παρομοίους σκοπούς. Παρά ταύτα το προσωπικόν της Τραπέζης δεν εφοβήθη την γερμανικήν απειλήν και συνεκεντρώθη.
Η τελετή της μνήμης της 28 Οκτωβρίου επροχωρούσε όταν, έξαφνα, εισέβαλαν εις την Τράπεζαν πάνοπλα τμήματα των S.S., που ήρχισαν αμέσως να πυροβολούν εναντίον του πλήθους των συγκεντρωμένων υπαλλήλων. Εις το μεταξύ, άλλα τμήματα των S.S. απέκλειαν ολόκληρον το τετράγωνον του κτιρίου της Τραπέζης και απηγόρευαν την έξοδον ή την είσοδον οιουδήποτε. Όταν, έτσι, όλον το προσωπικόν απεκλείσθη μέσα εις το κτίριον, οι Γερμανοί το υπεχρέωσαν να συγκεντρωθή και πάλιν, από τα γραφεία όπου είχε καταφύγει, εις την μεγάλην αίθουσαν. Εκεί έβαλαν όλους τους υπαλλήλους να σχηματίσουν ένα γιγαντιαίον κύκλον, τους είπαν να σηκώσουν τα χέρια, και τους εκράτησαν έτσι όρθιους, ώρας ατελειώτους, νέους και γέροντας, υπαλλήλους λευκανθέντας εις την υπηρεσίαν του Ιδρύματος, με τον γέροντα και σχεδόν τυφλόν Γενικό Γραμματέα Δημήτριον Νομικόν επί κεφαλής. Ήρχισαν τας συζητήσεις και τας ανακρίσεις, ζητούντες τους πρωταιτίους, εάν υπήρχαν. Δεν τους έβρισκαν, και κανείς υπάλληλος δεν εδέχετο να μαρτυρήση συνάδελφόν του. Κατέβασαν εις την αίθουσαν και τον Διοικητήν της Τραπέζης Θ. Τουρκοβασίλην, ο οποίος παρεδέχθη ότι τη εγκρίσει του είχε γίνει η συγκέντρωσις.
Εις το μεταξύ ενύκτωσε. Οι Γερμανοί ήναψαν όλα τα φώτα τα εσωτερικά του κτιρίου. Και μέσα εις αυτήν την πάμφωτον ατμόσφαιραν εξηκολούθησαν καρατούντες όρθιον τον μαρτυρικόν ανθρώπινον κύκλον με υψωμένα χέρια. Ώσπου ενεφανίσθη ένας αξιωματικός των S.S. με ένα κατάλογο ονομάτων. Ποιος έδωσε αυτόν τον κατάλογον των θυμάτων που εκαλούντο να πληρώσουν δια λογαριασμόν όλου του προσωπικού; Βέβαια κάποιος από τους ελάχιστους συνεργάτας των Γερμανών, που τον παρακολουθεί έκτοτε η καταισχύνη. Οι Γερμανοί εξεχώρισαν τα θύματα, που αντιπροσώπευον υπαλλήλους όλων των βαθμών της ιεραρχίας της Τραπέζης. Φαίνεται ότι είχαν αποφασίσει να εκτελέσουν τέσσαρας από αυτούς για παράδειγμα, εκεί, επί τόπου, εις την μεγάλην αίθουσαν συναλλαγών της Τραπέζης, εμπρός εις τα μάτια όλων των συναδέλφων των, κάτω από το αδυσώπητον φως. Δεν το έκαμαν, ελπίζοντες ότι από τας ανακρίσεις θα είχαν να κερδίσουν πολλά. Συνέλαβαν και τον Διοικητήν της Τραπέζης. Και όλους μαζί τους ωδήγησαν πρώτον εις την έδραν των S.S. εις την οδόν Μέρλιν, και έπειτα την αυγήν της 29 Οκτωβρίου 1943 εις τας φυλακάς Αβέρωφ».
Πρόκειται για μια πράξη αντίστασης ενάντια στο «πλιάτσικο», μέσα στο ορμητήριο των Γερμανών, στην Τράπεζα της Ελλάδoς, όπου μέρα-νύχτα τυπωνόταν χρήμα για μια οικονομία που έχει καταρρεύσει από τον πληθωρισμό, τη μαύρη αγορά, την πείνα και την ανεργία.
Ο τρόπος που ασκούσαν οι δυνάμεις του Άξονα την εξουσία επαναλαμβάνεται πάλι: βία και τρομοκρατία παντού. Από τις 08/09/1943 βρισκόταν άλλωστε στην Ελλάδα ο Γιούργκεν Στρόοπ, υπεύθυνος για τη σφαγή του Γκέτου της Βαρσοβίας για να αναλάβει την ειδική εκπαίδευση των Γερμανών SS.
Το κύμα αισιοδοξίας για την απελευθέρωση που έχει καταλάβει τους Αθηναίους το 1943, μετά από τις νίκες των Συμμάχων στη Β. Αφρική και τις αναφορές για τις αντάρτικες ομάδες στα βουνά της Ρούμελης, προκάλεσε αγωνιστικές κινητοποιήσεις εντός και εκτός των χώρων εργασίας: Προκηρύξεις, εφημερίδες, έντυπα κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι στους δρόμους και στους χώρους εργασίας. Οι εργαζόμενοι στην Τράπεζα Ελλάδος συμμετείχαν ενεργά με απεργίες, στάσεις εργασίας, συγκεντρώσεις στο χωλ του κτιρίου της Τράπεζας και μαζικές διαμαρτυρίες έξω από τα γραφεία της Διοίκησης. Τα θεσμικά και οικονομικά αιτήματα που προέβαλαν ήταν η κορυφή του παγόβουνου. Στην γενική απεργία των τραπεζικών που ξεκίνησε στα τέλη Μαΐου και διήρκεσε 14 ημέρες η συμμετοχή ήταν καθολική. Συμμετείχαν επίσης σε δύο διαδηλώσεις στις 25 Ιουνίου και στις 22 Ιουλίου ενάντια στην τρομοκρατία, οι οποίες συνοδεύθηκαν και από γενική απεργία. Τον Αύγουστο απήργησαν εκ νέου για τέσσερις ημέρες. Οι υπάλληλοι της Τράπεζας εργάζονταν καθημερινά υπό το άγρυπνο βλέμμα των επιτρόπων των κατακτητών, που ήταν εγκατεστημένοι στο ισόγειο για να ελέγχουν τις εργασίες και προφανώς για να παρακολουθούν την κάθε κίνηση. Οι εργαζόμενοι ήταν πολίτες υπό κατοχή, που ανά πάσα στιγμή καλούνταν να αντιμετωπίσουν τους απρόβλεπτους κινδύνους που διατάρασσαν την καθημερινότητά τους. Ένας κόσμος που υπερέβαινε τα φατριαστικά συμπλέγματα του παρελθόντος, που συμμετείχε, συνέπασχε και εκδήλωνε αλληλεγγύη σε κάθε πράξη αντίστασης. Ζωντανό παράδειγμα: οι μανάδες, οι πατεράδες, οι σύζυγοι και οι συγγενείς των έγκλειστων υπαλλήλων της Τράπεζας που αψήφησαν την απαγόρευση της κυκλοφορίας και μαζεύτηκαν έξω από το κτίριο της Τράπεζας για να τους συμπαρασταθούν.
Ο τότε Διοικητής της Τράπεζας, Θεόδωρος Τουρκοβασίλης, είναι μια σημαντική πολιτική φυσιογνωμία της εποχής, που με τις παραινέσεις του φίλου του και πρωθυπουργού της εποχής Ι. Ράλλη πέρασε από την πολιτική στο οικονομικό προσκήνιο. Βουλευτής Αρκαδίας με το Λαϊκό Κόμμα το 1920, Υπουργός Δικαιοσύνης το 1927, Υπουργός Παιδείας δύο φορές το 1933 και το 1935, υπήρξε συνεργάτης του Ι. Μεταξά στο κόμμα των Ελευθεροφρόνων και ιδρυτής του κόμματος των Εθνικοφρόνων· είχε εξοριστεί από τον Ι. Μεταξά στην Άνδρο, ενώ με την κήρυξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου μεταφέρθηκε στην Ασφάλεια Αθηνών, όπου και παρέμεινε μέχρι την είσοδο του Γερμανικού στρατού στην Αθήνα.
Ο Τουρκοβασίλης, φαίνεται ότι γνώριζε πολλά και δεν δίστασε να πει στο λόγο που εκφώνησε στις 19/04/1943 προς τους υπαλλήλους της Τράπεζας της Ελλάδος και προς το Γερμανό Επίτροπο, όταν ανέλαβε τα καθήκοντα του Διοικητή, ότι η διαμονή του θα ήταν βραχεία και ότι η αναχώρησή του θα σήμαινε την ελευθερία της Ελλάδας. Ο Τουρκοβασίλης δεν δίστασε στο λόγο του να δώσει το στίγμα της ιδεολογίας του. Δήλωσε με υπερηφάνεια ότι «Η Ελλάδα θα συνεχίσει την πολιτιστικήν της αποστολήν, την οποίαν πιστεύομεν ότι ανέθηκεν εις αυτήν η θεία Πρόνοια, κατεκύρωσεν η μακρά ιστορία της και ανεγνώρισεν η παγκόσμιος συνείδησις.» Παράλληλα, προέτρεψε τους εργαζόμενους: «Αφοσιωθήτε λοιπόν εις την Τράπεζαν και κλείσατε τα ώτα σας προς κηρύγματα τα οποία είναι ξένα και αντίθετα προς τας ωραίας ελληνικάς παραδόσεις αι οποίαι συνίστανται εις την αγάπην προς την Πατρίδα, την θρησκείαν, την οικογένειαν, το καθήκον».
Στην Τράπεζα κατά το σύντομο διάστημα της θητείας του Τουρκοβασίλη συνέβησαν πολλά: Εμπόδισε τη σύλληψη 4 ατόμων από την Ειδική Ασφάλεια γνωστοποιώντας παράλληλα τα ονόματά τους στον Πρόεδρο του Συλλόγου των Υπαλλήλων, ικανοποίησε πολλά από τα θεσμικά και οικονομικά αιτήματα των εργαζομένων, έκανε προαγωγές, προσλήψεις και αυξήσεις στους μισθούς. Οι κυνηγημένοι από το ΕΑΜ αξιωματικοί που είχαν καταφύγει στην Αθήνα συμπεριλήφθηκαν στα συσσίτια των εργαζομένων στην Τράπεζα. Έδωσε δάνειο στους πρόσφυγες της Μακεδονίας και της Θράκης που εκδιώχθηκαν από τους Βούλγαρους και ήλθε σε ρήξη με το Γερμανό επίτροπο της Τράπεζας που δεν ήθελε να επικυρώσει το δάνειο. Ταυτόχρονα ενίσχυε χρηματικά όλες τις εθνικιστικές οργανώσεις. Όπως ισχυρίστηκε ο ίδιος, γι' αυτό το λόγο αντάρτες εκτέλεσαν τον αδελφό του και αυτός ήταν επίσης ο λόγος που δεν εκτελέστηκε ο ίδιος από τους Γερμανούς όταν οδηγήθηκε μετά από το γεγονός της 28ης Οκτωβρίου του '43 στη φυλακή.
Ένα χρόνο αργότερα, η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου εορτάσθηκε επίσημα. Ο λόγος που εκφώνησε ο εκπρόσωπος του ΕΑΜ αναφέρεται με υπερηφάνεια στη συμμετοχή των υπαλλήλων στις αγωνιστικές κινητοποιήσεις, αποδίδει τιμή στους υπαλλήλους που αντιστάθηκαν σθεναρά στα S.S. και σχολιάζει τη στάση του Θ. Τουρκοβασίλη «που καίτοι είχε έλθει με σκοπόν να κτυπήση το απελευθερωτικό Μέτωπο στην Τράπεζα, καίτοι ήτο Διοικητής της Κατοχής, την τραγική εκείνη ημέρα στάθηκε Έλληνας σε δύσκολες για τους υπαλλήλους στιγμές παίρνοντας μέρος της ευθύνης επάνω του, ευθύνης που δεν είχε».
Ο απολογισμός των θυμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, που έγινε τον Οκτώβριο του 1944: 22 νεκροί στο μέτωπο, 6 νεκροί στον απελευθερωτικό αγώνα (1 με βασανιστήρια της ασφάλειας, 1 στον αντάρτικο αγώνα, 4 εκτελέσεις), φυλακίσεις και συλλήψεις, 6 εξόριστοι στη Γερμανία και στην Αυστρία. Από τους εξόριστους 2 δεν επέστρεψαν ποτέ.
http://archive.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=501501
«Το μεσημέρι της 28 Οκτωβρίου του 1943, αποφάσει του Συλλόγου των υπαλλήλων της Τραπέζης της Ελλάδος και εγκρίσει του Διοικούντος την Τράπεζα Θεοδώρου Τουρκοβασίλη, όλον το προσωπικόν της Τραπέζης είχε συγκεντρωθή εις την μεγάλην αίθουσαν του Κεντρικού Καταστήματος δια μίαν ώραν μνήμης της μεγάλης ημέρας του νεώτερου ελληνισμού, και μνήμης των συναδέλφων που είχαν πέσει εις τα Ηπειρωτικά βουνά εις τον αγώνα των εισβολέων. Οι Γερμανοί οι οποίοι από τριμήνου, μετά την συνθηκολόγησιν της Ιταλίας, ήσαν οι απόλυτοι δυνάσται της Ελλάδος, είχαν απαγορεύσει κάθε συγκέντρωσιν δια παρομοίους σκοπούς. Παρά ταύτα το προσωπικόν της Τραπέζης δεν εφοβήθη την γερμανικήν απειλήν και συνεκεντρώθη.
Η τελετή της μνήμης της 28 Οκτωβρίου επροχωρούσε όταν, έξαφνα, εισέβαλαν εις την Τράπεζαν πάνοπλα τμήματα των S.S., που ήρχισαν αμέσως να πυροβολούν εναντίον του πλήθους των συγκεντρωμένων υπαλλήλων. Εις το μεταξύ, άλλα τμήματα των S.S. απέκλειαν ολόκληρον το τετράγωνον του κτιρίου της Τραπέζης και απηγόρευαν την έξοδον ή την είσοδον οιουδήποτε. Όταν, έτσι, όλον το προσωπικόν απεκλείσθη μέσα εις το κτίριον, οι Γερμανοί το υπεχρέωσαν να συγκεντρωθή και πάλιν, από τα γραφεία όπου είχε καταφύγει, εις την μεγάλην αίθουσαν. Εκεί έβαλαν όλους τους υπαλλήλους να σχηματίσουν ένα γιγαντιαίον κύκλον, τους είπαν να σηκώσουν τα χέρια, και τους εκράτησαν έτσι όρθιους, ώρας ατελειώτους, νέους και γέροντας, υπαλλήλους λευκανθέντας εις την υπηρεσίαν του Ιδρύματος, με τον γέροντα και σχεδόν τυφλόν Γενικό Γραμματέα Δημήτριον Νομικόν επί κεφαλής. Ήρχισαν τας συζητήσεις και τας ανακρίσεις, ζητούντες τους πρωταιτίους, εάν υπήρχαν. Δεν τους έβρισκαν, και κανείς υπάλληλος δεν εδέχετο να μαρτυρήση συνάδελφόν του. Κατέβασαν εις την αίθουσαν και τον Διοικητήν της Τραπέζης Θ. Τουρκοβασίλην, ο οποίος παρεδέχθη ότι τη εγκρίσει του είχε γίνει η συγκέντρωσις.
Εις το μεταξύ ενύκτωσε. Οι Γερμανοί ήναψαν όλα τα φώτα τα εσωτερικά του κτιρίου. Και μέσα εις αυτήν την πάμφωτον ατμόσφαιραν εξηκολούθησαν καρατούντες όρθιον τον μαρτυρικόν ανθρώπινον κύκλον με υψωμένα χέρια. Ώσπου ενεφανίσθη ένας αξιωματικός των S.S. με ένα κατάλογο ονομάτων. Ποιος έδωσε αυτόν τον κατάλογον των θυμάτων που εκαλούντο να πληρώσουν δια λογαριασμόν όλου του προσωπικού; Βέβαια κάποιος από τους ελάχιστους συνεργάτας των Γερμανών, που τον παρακολουθεί έκτοτε η καταισχύνη. Οι Γερμανοί εξεχώρισαν τα θύματα, που αντιπροσώπευον υπαλλήλους όλων των βαθμών της ιεραρχίας της Τραπέζης. Φαίνεται ότι είχαν αποφασίσει να εκτελέσουν τέσσαρας από αυτούς για παράδειγμα, εκεί, επί τόπου, εις την μεγάλην αίθουσαν συναλλαγών της Τραπέζης, εμπρός εις τα μάτια όλων των συναδέλφων των, κάτω από το αδυσώπητον φως. Δεν το έκαμαν, ελπίζοντες ότι από τας ανακρίσεις θα είχαν να κερδίσουν πολλά. Συνέλαβαν και τον Διοικητήν της Τραπέζης. Και όλους μαζί τους ωδήγησαν πρώτον εις την έδραν των S.S. εις την οδόν Μέρλιν, και έπειτα την αυγήν της 29 Οκτωβρίου 1943 εις τας φυλακάς Αβέρωφ».
Πρόκειται για μια πράξη αντίστασης ενάντια στο «πλιάτσικο», μέσα στο ορμητήριο των Γερμανών, στην Τράπεζα της Ελλάδoς, όπου μέρα-νύχτα τυπωνόταν χρήμα για μια οικονομία που έχει καταρρεύσει από τον πληθωρισμό, τη μαύρη αγορά, την πείνα και την ανεργία.
Ο τρόπος που ασκούσαν οι δυνάμεις του Άξονα την εξουσία επαναλαμβάνεται πάλι: βία και τρομοκρατία παντού. Από τις 08/09/1943 βρισκόταν άλλωστε στην Ελλάδα ο Γιούργκεν Στρόοπ, υπεύθυνος για τη σφαγή του Γκέτου της Βαρσοβίας για να αναλάβει την ειδική εκπαίδευση των Γερμανών SS.
Το κύμα αισιοδοξίας για την απελευθέρωση που έχει καταλάβει τους Αθηναίους το 1943, μετά από τις νίκες των Συμμάχων στη Β. Αφρική και τις αναφορές για τις αντάρτικες ομάδες στα βουνά της Ρούμελης, προκάλεσε αγωνιστικές κινητοποιήσεις εντός και εκτός των χώρων εργασίας: Προκηρύξεις, εφημερίδες, έντυπα κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι στους δρόμους και στους χώρους εργασίας. Οι εργαζόμενοι στην Τράπεζα Ελλάδος συμμετείχαν ενεργά με απεργίες, στάσεις εργασίας, συγκεντρώσεις στο χωλ του κτιρίου της Τράπεζας και μαζικές διαμαρτυρίες έξω από τα γραφεία της Διοίκησης. Τα θεσμικά και οικονομικά αιτήματα που προέβαλαν ήταν η κορυφή του παγόβουνου. Στην γενική απεργία των τραπεζικών που ξεκίνησε στα τέλη Μαΐου και διήρκεσε 14 ημέρες η συμμετοχή ήταν καθολική. Συμμετείχαν επίσης σε δύο διαδηλώσεις στις 25 Ιουνίου και στις 22 Ιουλίου ενάντια στην τρομοκρατία, οι οποίες συνοδεύθηκαν και από γενική απεργία. Τον Αύγουστο απήργησαν εκ νέου για τέσσερις ημέρες. Οι υπάλληλοι της Τράπεζας εργάζονταν καθημερινά υπό το άγρυπνο βλέμμα των επιτρόπων των κατακτητών, που ήταν εγκατεστημένοι στο ισόγειο για να ελέγχουν τις εργασίες και προφανώς για να παρακολουθούν την κάθε κίνηση. Οι εργαζόμενοι ήταν πολίτες υπό κατοχή, που ανά πάσα στιγμή καλούνταν να αντιμετωπίσουν τους απρόβλεπτους κινδύνους που διατάρασσαν την καθημερινότητά τους. Ένας κόσμος που υπερέβαινε τα φατριαστικά συμπλέγματα του παρελθόντος, που συμμετείχε, συνέπασχε και εκδήλωνε αλληλεγγύη σε κάθε πράξη αντίστασης. Ζωντανό παράδειγμα: οι μανάδες, οι πατεράδες, οι σύζυγοι και οι συγγενείς των έγκλειστων υπαλλήλων της Τράπεζας που αψήφησαν την απαγόρευση της κυκλοφορίας και μαζεύτηκαν έξω από το κτίριο της Τράπεζας για να τους συμπαρασταθούν.
Ο τότε Διοικητής της Τράπεζας, Θεόδωρος Τουρκοβασίλης, είναι μια σημαντική πολιτική φυσιογνωμία της εποχής, που με τις παραινέσεις του φίλου του και πρωθυπουργού της εποχής Ι. Ράλλη πέρασε από την πολιτική στο οικονομικό προσκήνιο. Βουλευτής Αρκαδίας με το Λαϊκό Κόμμα το 1920, Υπουργός Δικαιοσύνης το 1927, Υπουργός Παιδείας δύο φορές το 1933 και το 1935, υπήρξε συνεργάτης του Ι. Μεταξά στο κόμμα των Ελευθεροφρόνων και ιδρυτής του κόμματος των Εθνικοφρόνων· είχε εξοριστεί από τον Ι. Μεταξά στην Άνδρο, ενώ με την κήρυξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου μεταφέρθηκε στην Ασφάλεια Αθηνών, όπου και παρέμεινε μέχρι την είσοδο του Γερμανικού στρατού στην Αθήνα.
Ο Τουρκοβασίλης, φαίνεται ότι γνώριζε πολλά και δεν δίστασε να πει στο λόγο που εκφώνησε στις 19/04/1943 προς τους υπαλλήλους της Τράπεζας της Ελλάδος και προς το Γερμανό Επίτροπο, όταν ανέλαβε τα καθήκοντα του Διοικητή, ότι η διαμονή του θα ήταν βραχεία και ότι η αναχώρησή του θα σήμαινε την ελευθερία της Ελλάδας. Ο Τουρκοβασίλης δεν δίστασε στο λόγο του να δώσει το στίγμα της ιδεολογίας του. Δήλωσε με υπερηφάνεια ότι «Η Ελλάδα θα συνεχίσει την πολιτιστικήν της αποστολήν, την οποίαν πιστεύομεν ότι ανέθηκεν εις αυτήν η θεία Πρόνοια, κατεκύρωσεν η μακρά ιστορία της και ανεγνώρισεν η παγκόσμιος συνείδησις.» Παράλληλα, προέτρεψε τους εργαζόμενους: «Αφοσιωθήτε λοιπόν εις την Τράπεζαν και κλείσατε τα ώτα σας προς κηρύγματα τα οποία είναι ξένα και αντίθετα προς τας ωραίας ελληνικάς παραδόσεις αι οποίαι συνίστανται εις την αγάπην προς την Πατρίδα, την θρησκείαν, την οικογένειαν, το καθήκον».
Στην Τράπεζα κατά το σύντομο διάστημα της θητείας του Τουρκοβασίλη συνέβησαν πολλά: Εμπόδισε τη σύλληψη 4 ατόμων από την Ειδική Ασφάλεια γνωστοποιώντας παράλληλα τα ονόματά τους στον Πρόεδρο του Συλλόγου των Υπαλλήλων, ικανοποίησε πολλά από τα θεσμικά και οικονομικά αιτήματα των εργαζομένων, έκανε προαγωγές, προσλήψεις και αυξήσεις στους μισθούς. Οι κυνηγημένοι από το ΕΑΜ αξιωματικοί που είχαν καταφύγει στην Αθήνα συμπεριλήφθηκαν στα συσσίτια των εργαζομένων στην Τράπεζα. Έδωσε δάνειο στους πρόσφυγες της Μακεδονίας και της Θράκης που εκδιώχθηκαν από τους Βούλγαρους και ήλθε σε ρήξη με το Γερμανό επίτροπο της Τράπεζας που δεν ήθελε να επικυρώσει το δάνειο. Ταυτόχρονα ενίσχυε χρηματικά όλες τις εθνικιστικές οργανώσεις. Όπως ισχυρίστηκε ο ίδιος, γι' αυτό το λόγο αντάρτες εκτέλεσαν τον αδελφό του και αυτός ήταν επίσης ο λόγος που δεν εκτελέστηκε ο ίδιος από τους Γερμανούς όταν οδηγήθηκε μετά από το γεγονός της 28ης Οκτωβρίου του '43 στη φυλακή.
Ένα χρόνο αργότερα, η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου εορτάσθηκε επίσημα. Ο λόγος που εκφώνησε ο εκπρόσωπος του ΕΑΜ αναφέρεται με υπερηφάνεια στη συμμετοχή των υπαλλήλων στις αγωνιστικές κινητοποιήσεις, αποδίδει τιμή στους υπαλλήλους που αντιστάθηκαν σθεναρά στα S.S. και σχολιάζει τη στάση του Θ. Τουρκοβασίλη «που καίτοι είχε έλθει με σκοπόν να κτυπήση το απελευθερωτικό Μέτωπο στην Τράπεζα, καίτοι ήτο Διοικητής της Κατοχής, την τραγική εκείνη ημέρα στάθηκε Έλληνας σε δύσκολες για τους υπαλλήλους στιγμές παίρνοντας μέρος της ευθύνης επάνω του, ευθύνης που δεν είχε».
Ο απολογισμός των θυμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, που έγινε τον Οκτώβριο του 1944: 22 νεκροί στο μέτωπο, 6 νεκροί στον απελευθερωτικό αγώνα (1 με βασανιστήρια της ασφάλειας, 1 στον αντάρτικο αγώνα, 4 εκτελέσεις), φυλακίσεις και συλλήψεις, 6 εξόριστοι στη Γερμανία και στην Αυστρία. Από τους εξόριστους 2 δεν επέστρεψαν ποτέ.
http://archive.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=501501
Δημοσίευση σχολίου