Με ιδιαίτερη
επιτυχία πραγματοποιήθηκε η ομιλία του Καθηγητού κου. Γεωργίου Βαρουφάκη στη
φιλόξενη αίθουσα του “Συλλόγου των Αθηναίων” στην Πλάκα, τη Δευτέρα 09 Μαρτίου
2015.
Το θέμα ήταν: «O έλεγχος της γνησιότητας των Αργυρών Αττικών νομισμάτων κατά
τους κλασικούς χρόνους». Ήταν ενταγμένη στο εαρινό πρόγραμμα των εκδηλώσεων
της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικής Τεχνολογίας (Ε.Μ.Α.Ε.Τ.).
Η ομιλία
βασίστηκε κυρίως σ’ ένα νόμο της πόλεως Αθηνών του 375/374 π.Χ., που έχει
χαραχθεί σε ολόσωμη μαρμάρινη στήλη και αφορούσε σε θέματα αργυρών νομισμάτων.
Η στήλη, έχει βρεθεί σε δύο τεμάχια που ήσαν εντοιχισμένα στο δυτικό τοίχο του
μεγάλου αγωγού μπροστά στην Βασιλική Στοά στην Αθηναϊκή Αγορά. Συνολικά η
στήλη, από άσπρο μάρμαρο, έχει διαστάσεις ύψους: 1,27 μ. και πάχος: 0,13. Το
κείμενο της στήλης αποτελείται από 56 γραμμές και μας παρέχει σημαντικές
πληροφορίες για τον τρόπο θέσπισης των νόμων, τους Νομοθέτες, την κυκλοφορία
των Αργυρών Νομισμάτων στην Αθήνα και στον Πειραιά και τον ρόλο των Δοκιμαστών
(υπαλλήλων) στην αξιολόγηση των νομισμάτων.
Στόχος του νόμου
ήταν η αντιμετώπιση των κιβδήλων νομισμάτων τα οποία κυκλοφορούσαν σε μεγάλο
αριθμό. Για τον έλεγχο των νομισμάτων υπεύθυνος ήταν «ο Δοκιμαστής ο δημόσιος»
(ίδια λέξη στο αρχαίο κείμενο).
Αυτός είχε τη
βάση του, μεταξύ τραπεζιών, κάπου στην Αγορά. Σ’ αυτόν κατέφευγε ο κάτοχος
αργυρών νομισμάτων. Μετά από έλεγχο και εφ’ όσον ήταν γνήσιο το απέδιδαν στον
κάτοχο. Εάν ήταν κίβδηλο «υπόχαλκον, υπάργυρον, κίβδηλο
χρυσίον, ή πονηρά χαλκία κατά τον Αριστοφάνη», το χαράκωνε κατά
μήκος της διαμέτρου και το αφιέρωνε στο ναό της Μητέρας των θεών, μέσω της Βουλής.
Εκεί φυλάσσονταν όλα τα αρχεία της πόλεως, εξ’ ού και η λέξη Μητρώο.
Η χρήση του
νομίσματος στις συναλλαγές και στις πληρωμές δημόσιου και ιδιωτικού χαρακτήρα
απετέλεσε την επικρατέστερη μορφή χρήματος στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο.
Συγχρόνως ήταν σημαντικό μέσο για τη διαμόρφωση Δημοσιονομικής πολιτικής και για
την είσπραξη φόρων.
Πριν παγιωθεί η
κυκλοφορία των Αργυρών νομισμάτων, η οποία άρχισε περίπου το 550 π.Χ. στη Μικρά
Ασία και στην Αίγινα, είχαν ήδη κυκλοφορήσει στις Ελληνικές και στις
εξελληνισμένες αποικίες της Λυδίας, νομίσματα από Ήλεκτρο. Αυτά παράγονταν από
μετάλλευμα και είχαν περιεκτικότητα 73% χρυσό και 27% αργυρό. Στις δύο
επιφάνειες των νομισμάτων ως αντικείμενα ευρείας κυκλοφορίας και χρήσεως,
αποτυπώνονταν σύμβολα και χαρακτηριστικά θέματα της πόλεως στην οποία
παράγονταν και ήσαν εύκολα αναγνωρίσιμα.
Οι πόλεις –
κράτη στην Αρχαία Ελλάδα ανεξάρτητα από την έκταση τους, είχαν αυτόνομη
οικονομία και διαφορετικό νόμισμα. Οι πόλεις έκοβαν δικά τους νομίσματα για να
εδραιώσουν την αυτονομία τους, να διευκολύνουν τις οικονομικές συναλλαγές και
να επωφεληθούν οικονομικά από τη διαδικασία της κοπής. Ιδιαίτερα η κοπή του
νομίσματος, θεωρούνταν κατ’ εξοχή εκδήλωση της κυριαρχίας της πόλεως και
κάλυπτε δημοσιονομικούς σκοπούς.
Κυρίως έκοβαν
αργυρά νομίσματα, λιγότερα χρυσά και από τον 4ο π..Χ. αιώνα πολλά χάλκινα.
Τα πρώτα αργυρά
νομίσματα στον ελλαδικό χώρο κόπησαν στην Αίγινα, Αθήνα, Κόρινθο και από εκεί
διαδόθησαν στον γνωστό κόσμο. Η εκμετάλλευση των αργυροφόρων κοιτασμάτων
μεταλλείων του Λαυρίου στην Αττική, έδινε πάντοτε σημαντικό πλεονέκτημα στην
Αθήνα.
Το βάρος των
νομισμάτων σε πολύτιμο μέταλλο ήταν ακόμα μια βασική παράμετρος και απετέλεσε
τη βάση για όλες τις συναλλαγές. Οι ονομασίες των νομισμάτων που αντιπροσώπευαν
αντίστοιχες αξίες είχαν ληφθεί από τα βάρη της πρακτικής του ζυγίσματος, π.χ.
στατήρας, μνας, οβολός.
Η κιβδηλεία ήταν
διαδεδομένη στην αρχαιότητα, προσπόριζε κέρδη σε βάρος της δημόσιας οικονομίας.
Τα κίβδηλα νομίσματα έφεραν σε μεγάλο βάρος πυρήνα από μολύβι ή χαλκό και
εξωτερικά αυτών το πολύτιμο μέταλλο.
Η υποτίμηση της
πραγματικής αξίας των νομισμάτων μιας πόλεως γινόταν μέσω των κιβδήλων
νομισμάτων. Υπήρχαν όμως και υποτιμήσεις, οι οποίες έγιναν βάση οικονομικού
σχεδιασμού. Αναφέρεται η πρώτη γνωστή υποτίμηση αυτή του Σόλωνος στην Αθήνα
υποτιμώντας τη μία μνά από 70δρχ σε
100δρχ.
Η κιβδηλεία δε
γινόταν μόνο από ιδιώτες αλλά και από πολλές πόλεις. Οι Αθηναίοι ουδέποτε
αλλοίωναν τη γνησιότητα των αργυρών νομισμάτων, τα οποία είχαν επικρατήσει σ’ όλο
το γνωστό κόσμο. Παραποιημένα αθηναϊκά, άργυρα τετράδραχμα κυκλοφόρησαν ιδίως
στον χώρο της Ανατολής, όπως στη Λυκία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο. Το βάρος του
Αθηναϊκού τετραδράχμου ήταν 4.367gr. Η σημασία του αθηναϊκού τετραδράχμου ως διεθνές νόμισμα
μειώθηκε με την άνοδο της Ρώμης, η οποία είχε το δικό της νομισματικό σύστημα
για να επιβάλλει στις περιοχές που κατακτούσε.
Κύρια θέση στο
σύστημα αυτό είχε το Δηνάριο, ένα ασημένιο νόμισμα με τις διαιρέσεις του
απετέλεσε τη βάση των συναλλαγών, χωρίς βέβαια να παύσει η χρήση και των
ελληνικών τετραδράχμων.
Γίνεται σήμερα
αποδεκτό ότι τετράδραχμα της Τύρου ή της Αντιόχειας, κοπής πριν το 34μ.Χ. ήταν
τα Αργύρια με τα οποία δωροδοκήθηκε ο Ιούδας για να προδώσει τον Ιησού Χριστό.
Και ενώ το ρωμαϊκό Δηνάριο κοπής το 268 π.Χ. ήταν καθαρά αργυρό, σταδιακά
άρχισε η περιεκτικότητα αυτού σε άργυρο να μειώνεται προσθέτοντας αντίστοιχη
ποσότητα χαλκού. Την εποχή του Αυγούστου (31 π.Χ.-14μ.Χ.), η περιεκτικότητα σε
χαλκό γίνεται 5% για να αυξηθεί την περίοδο του Τραϊανού σε 15-18%, να
συνεχίσει την περίοδο του Αδριανού σε 18-20%, να ανέλθει την περίοδο του Μάρκου
Αυρήλιου σε 20-25%, να συνεχίσει στην περίοδο του Κόμοδου 25-30% και να
καταλήξει στα χρόνια του Σεπτήμιου Σεβήρου 30-35%. Συγχρόνως μεταβάλλονται τα
βάρη από 4,50gr. στην
αρχή, σε λιγότερο από 4gr.
και η διάμετρος του νομίσματος γίνεται 0,20μ.
Παρά το ότι οι
Ρωμαίοι γνώριζαν ότι η προσθήκη χαλκού στα νομίσματα θα προκαλέσει απομείωση
της αξίας και θα οδηγούσε σε πληθωρισμό ήταν όμως μια δελεαστική διέξοδος για
να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες της Αυτοκρατορίας σε χρήματα. Όταν όμως το νόμισμα
νοθεύεται, τότε το κράτος ασθενεί.
Υπήρξαν όμως και
νομισματικές επεμβάσεις για να ξεπερασθούν τα προβλήματα της κιβδηλείας. Έτσι ο
αυτοκράτορας Καρακάλας (211-217μ.Χ.) εισήγαγε ένα καινούργιο νόμισμα, τα
λεγόμενα από τους νομισματολόγους, «Αντωνινιανό» για να αποκαταστήσει την
εμπιστοσύνη των πολιτών στα ασημένια νομίσματα. Στην αρχή αυτά περιείχαν 50%
άργυρο με βάρος 5gr και
διάμετρο D=21χιλ.
Ταχέως όμως κατέληξε το 270μ.Χ. η περιεκτικότητα σε άργυρο να γίνει 3%.
Το 296 μ.Χ., ο
Διοκλητιανός έφερε σε πέρας μια σημαντική μεταρρύθμιση στο υπάρχον νομισματικό
σύστημα. Αφορούσε στην έκδοση νομισμάτων ιδίου γενικού τύπου, ιδίας
νομισματικής αξίας. Συγχρόνως επενέβη και στο δίκτυο των νομισματοκοπείων σ’ όλη
την αυτοκρατορία. Τα νέα νομίσματα ήταν χρυσά και αργυρά με ιδιαίτερα γράμματα
και σημάδια χαρακτηριστικά της αξίας, του νομισματοκοπείου και του γραφείου
διαθέσεως τους.
Τα «Αντωνινιανά»
νομίσματα αποτελούν το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα πληθωρισμού στον ρωμαϊκό
κόσμο. Πολλές φορές η μείωση της περιεκτικότητας σε άργυρο ή ακόμα σε χαλκό
ήταν συνειδητή πράξη της αυτοκρατορίας και στόχευε στην πληρωμή των χρεών που
είχε η Διοίκηση, κυρίως στους ιδιώτες. Γινόταν δε μία νομισματική μεταρρύθμιση
της οποίας τα αποτελέσματα για τους δανειστές ήταν καταστρεπτικά ενώ για τους
οφειλέτες ήσαν κερδοφόρα.
Γενικά τα αρχαία
νομίσματα κυκλοφορούσαν πάντα σε υψηλότερη ονομαστική αξία από αυτή της αξίας
του πολύτιμου μετάλλου κατασκευής.
Στη σχέση αυτή
της ονομαστικής τιμής του νομίσματος και της αξίας του μετάλλου, συμμετείχε
πέρα από το κέρδος της πόλεως που έκοβε τα νομίσματα και η δημόσια πίστη των
ανθρώπων στο νόμισμα. Όρος ο οποίος σήμερα αποδίδεται με την λέξη
«καταπιστευσιμότητα».
Εάν η αξία του
νομίσματος οριζόταν μικρότερη από την αξία του μετάλλου τότε είναι σίγουρο ότι
οι άνθρωποι θα έλιωναν τα νομίσματα για να πάρουν το πολύτιμο μέταλλο. Αν την
όριζαν ίση με την αξία του υλικού θα δημιουργούσε αποπληθωρισμό (μείωση τιμών).
Γενικά η
Οικονομική πολιτική του αρχαίου κόσμου πρέπει να μελετηθεί ξεχωριστά, των αρχαίων
πόλεων-κρατών της Ελλάδας και της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Οι γνώσεις μας είναι
περιορισμένες και οι πληροφορίες για τα δημοσιονομικά πολιτικά και τα πράγματα
του αρχαίου κόσμου είναι ελάχιστες. Η νομισματική, ως επιστήμη συμμετέχει μαζί
με άλλες, όπως η Αρχαιολογία, η Επιγραφική, η Ιστορία, η Ιστορία της Τέχνης, η
Αρχιτεκτονική, στη μελέτη αυτή. Οι πληροφορίες που λαμβάνουμε από αυτή είναι
σημαντικές και συμπληρώνουν κενά των άλλων επιστημών.
Ο αρχαίος
κόσμος, μας κληροδότησε πλούσια νομισματοκοπία σε χρυσό, άργυρο, χαλκό ως
αποτέλεσμα κοινωνικού μετασχηματισμού.
Η ίδια δεν είναι
ένας ξερός κατάλογος νομισμάτων, ούτε αυτά είναι μόνο αντικείμενα των οποίων η
χρονολόγηση διευκολύνουν και ορίζουν χρονικά την εποχή και θεμελιώνουν το
ιστορικό υπόβαθρο. Είναι δημιουργήματα που φέρουν στοιχεία για την τεχνολογία,
τα υλικά κατασκευής, το τεχνολογικό κόσμο της εποχής τους, την οικονομική
πολιτική, τις σχέσεις κρατών, την εξωτερική πολιτική, τις επιτυχίες και
αποτυχίες του νομισματικού συστήματος, την οργάνωση ορυχείων, τις οικονομικές
υπηρεσίες και πολλά άλλα.
Την γνώση του
αρχαίου κόσμου είχε στόχο η ανωτέρω διάλεξη της Ε.Μ.Α.Ε.Τ., γνώση, η οποία
αποτελεί για όλους εμάς αντικείμενο μελέτης. Προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε
ο πρόεδρος της ΕΜΑΕΤ, καθηγητής κος. Θεοδ. Τάσιος αναφέροντας συγχρόνως την
ενδιαφέρουσα και ποικίλη θεματολογία των διαλέξεων, με στόχο την γνώση της
τεχνολογίας και των πολλών εφαρμογών της στον αρχαίο κόσμο.
Δημοσίευση σχολίου