Μέ ἰδιαίτερη λαμπρότητα ἐκκίνησαν καί φέτος οἱ λατρευτικές ἐκδηλώσεις ἐπί τῇ ἱερᾷ μνήμῃ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου στήν Ἱερά Μητρόπολη Μαντινείας καί Κυνουρίας.
Μοναδικός Ναός στήν Ἱερά Μητρόπολη Μαντινείας καί Κυνουρίας, ἀφιερωμένος στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, εἶναι ὁ Ἐνοριακός Ναός στό χωριό Λουκᾶ Μαντινείας. Ἀπό τό χωριό Λουκᾶ ἕλκει τήν καταγωγή του ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πατρῶν κ.κ. Χρυσόστομος. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος εἶναι πολιοῦχος τοῦ χωριοῦ καί οἱ εὐσεβεῖς Λουκαΐτες τοῦ ἔχουν ἀφιερώσει λαμπρό Ναό.
Τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς, Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015, στήν Ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ, τίμησαν τήν μνήμη τοῦ Ἁγίου καί λάμπρυναν μέ τήν παρουσία τους τήν ἑορτή, ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Μαντινείας καί Κυνουρίας κ.κ. Ἀλέξανδρος, ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πατρῶν κ.κ. Χρυσόστομος καί ὁ Θεοφιλέστατος Ἐπίσκοπος Κερνίτσης κ.κ. Χρύσανθος.
Πλῆθος κόσμου ἀπό τό χωριό Λουκᾶ, ἀλλά καί ἀπό τή γύρω περιοχή καί τήν Τρίπολη, καθώς καί ἄρχοντες τοῦ τόπου, τίμησαν τήν μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, συμμετέχοντας καί στή λιτάνευση τῆς ἱερᾶς Εἰκόνος τοῦ Ἁγίου.
Στήν Ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ συμμετεῖχαν Ἱερεῖς ἐκ τῆς Μητροπόλεως Πατρῶν, ἀλλά καί ἀπό τήν Τρίπολη.
Ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς, Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015, θά τελεσθεῖ Ἀρχιερατική Θεία Λειτουργία, προεξάρχοντος τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. Χρυσοστόμου.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (354-407).
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γεννήθηκε τό 354 μ.Χ. στήν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας ἀπό χριστιανούς γονεῖς, τόν Σεκοῦνδο καί τήν Ἀνθοῦσα. Ὁ πατέρας του Ἰωάννου, ἀνώτερος ἀξιωματικός στή Συρία, πέθανε λίγους μῆνες μετά τή γέννηση τοῦ Ἰωάννου. Ἡ Ἀνθοῦσα ἦταν τότε εἴκοσι ἐτῶν περίπου, κι ἀφοσιώθηκε στό παιδί της. Εἶναι ἐκείνη πού ἔκανε τόν Λιβάνιο, μέγα φιλόσοφο καί διδάσκαλο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, εἰδωλολάτρη, νά πεῖ ὅταν τή γνώρισε: «Ἀλίμονο! Τί γυναῖκες ὑπάρχουν στόν χριστιανισμό!». Καί πραγματικά, τέτοιες μητέρες, μέ τήν πίστη καί τήν ἁγνότητά τους, σήμαιναν τό τέλος τῆς θρησκείας τῶν εἰδώλων.
Ἡ Ἀνθοῦσα ἀνέθρεψε τό παιδί της χριστιανικά, κι ὁραματιζόταν νά ἀναστήσει τήν ἀνδρεία μορφή τοῦ ἀνδρός της σάν μορφωμένο πρότυπο τοῦ χριστιανοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Λιβάνιος ἦταν ὁ διδάσκαλός του στή ρητορική καί ὁ Ἀνδραγάθιος στή φιλοσοφία. Ὁ Ἰωάννης σπούδασε συνήγορος κι ἔκανε τό ἐπάγγελμα αὐτό λίγους μῆνες στήν Ἀντιόχεια, μέ ἐπιτυχία, ἀφοῦ «ἦταν δεινός στό νά λέει καί νά πείθει». Τότε ζοῦσε κοσμική ζωή καί γνώρισε τίς ἀδυναμίες καί τά πάθη τῆς κοινωνίας. Δέν ἐπηρεάστηκε ὅμως ἀπό αὐτά, γιατί ἡ ψυχή του ἦταν καλά ἁγνισμένη ἀπό τήν Ἀνθοῦσα, καί οἱ ἀκτῖνες ἀπό τόν ἥλιο τοῦ Χριστοῦ φώτιζαν καί ζέσταιναν τήν καρδιά του. Παραιτήθηκε ἀπό τό ἐπάγγελμα τοῦ συνηγόρου, βαφτίστηκε χριστιανός καί ἀποσύρθηκε στήν ἔρημο γιά ἕξι χρόνια, προετοιμαζόμενος μέ τήν προσευχή καί τή μελέτη νά ὑπηρετήσει τόν λαό τοῦ Θεοῦ ὡς κληρικός.
Τό 381 μ.Χ. χειροτονήθηκε Διάκονος στήν Ἀντιόχεια καί τό 386 Πρεσβύτερος, ὅπου καί ἔδρασε γιά ἕντεκα χρόνια. Ἡ ἀγάπη του γιά τούς φτωχούς ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε πούλησε ἀκόμη καί τά ἀντικείμενα τοῦ ἐπισκοπικοῦ μεγάρου καί κατάργησε τά ἐπίσημα γεύματα, γιά νά ὑποστηρίξει τή φτωχολογιά τῆς πόλης. Στίς 15 Δεκεμβρίου τοῦ 397 μ.Χ. χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῶ ἡ ἐνθρόνισή του ἔγινε μέ ἐπίσημη τελετή στίς 26 Φεβρουαρίου τοῦ 398 μ.Χ.
Ὁ Ἰωάννης ἀναδείχθηκε μέγας ὀργανωτής τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καί τοῦ κοινωνικοῦ ἔργου. Μέ ἐκλεκτό ἐπιτελεῖο ἀπό μαθητές καί μαθήτριες, μέ προσωπικό κόπο, ἀφάνταστα μεγάλο, μέ πίστη στόν Χριστό κι ἀγάπη γιά τούς ἀνθρώπους, βάλθηκε νά ἐξυγιάνει κάθε νοσηρό, νά δυναμώσει κάθε ἀνίσχυρο, νά διαδώσει τόν Χριστιανισμό στούς ἐθνικούς καί νά ἐπαναφέρει τούς πιστούς στήν ἁπλότητα καί τήν καθαρότητα τοῦ πρώτου χριστιανικοῦ αἰῶνος. Βαθύς ἀνατόμος τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, γνώστης τῶν παθῶν τῆς κοινωνίας, πῆρε τή μάχαιρα τοῦ λόγου καί τῆς ἐξουσίας πού τοῦ χάρισε ὁ Θεός καί χτυποῦσε ζωηρά κάθε κακό. Μέ πόνο καί μ' ἀγάπη, ἀλλά καί μέ θάρρος ἀδίστακτο. Τά κηρύγματά του τά παρακολουθοῦσε πλῆθος κόσμου, Χριστιανοί καί Ἰουδαῖοι, πολλές φορές καί ἐθνικοί, κι ἦταν τόσο τό ἐνδιαφέρον καί ὁ ἐνθουσιασμός τους, πού πολλές φορές τό πλῆθος ξεσποῦσε σέ χειροκροτήματα. Μιλάει γλυκά, ἁπαλά γιά τούς ἀνθρώπινους πόνους, ἀλλά κι αὐστηρά γιά τά πάθη τά ἀνθρώπινα. Ἐλέγχει καί καταδικάζει μέ γλῶσσα ὠμή κάθε ἁμαρτία, μέ σχήματα ρητορικά, πού πηγάζουν χωρίς ἐπιτήδευση ἀπό τό θεόδοτο τάλαντό του, κι αὐτά πού λέει τά στηρίζει στήν ἁπλή λογική, ἀλλά καί στή Γραφή, στήν Παλαιά καί τήν Καινή, ἰδιαίτερα στά κείμενα τοῦ Παύλου, πού συχνά προστρέχει σέ αὐτόν μέ βαθιά σκέψη καί θαυμασμό.
Μιλάει σέ τακτικές μέρες κι ἐξαντλεῖ τό θέμα του σέ σειρές ἀπό λόγους, μιλάει σέ εὐκαιρίες, πού παρέχονται ξαφνικά, καί τότε πιό πολύ φανερώνει τό θεῖο τοῦ χάρισμα, μιλάει σέ μνῆμες Ἁγίων, σέ ἑορτές, σέ γεγονότα. Ἑρμηνεύει τή Γραφή, συνθέτει πραγματεῖες πάνω σέ πολλά θέματα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καί τοῦ κοινωνικοῦ βίου. Καί πάντοτε δίνει στόν λόγο του τό ἄρωμα τῆς μεγάλης χριστιανικῆς ἀρετῆς, τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη στόν Θεό καί στόν συνάνθρωπο εἶναι πού κινεῖ τή σκέψη καί τό χρυσό στόμα του.
Ὅμως, τά μέτρα πού ἔλαβε καί ἡ αὐστηρή γλῶσσα πού μεταχειρίσθηκε, ἔφεραν ἀντίδραση. Ὁ Χρυσόστομος δέν κολάκευε, δέ μιλοῦσε γιά νά εἶναι εὐχάριστος. Θεωροῦσε ἐπικίνδυνο τό «πρός χάριν δημηγορεῖν». Ξεκινοῦσε ἀπό τή σωστή ἄποψη ὅτι οἱ πληγές πρέπει νά ξεγυμνώνονται γιά νά θεραπευθοῦν κι αὐτό δέν ἦταν ἀρεστό σέ ἐκείνους πού τά καυτερά λόγια πού ἔλεγε ἤ τά μέτρα πού ἔπαιρνε, ἔφερναν ταραχή στή βουρκιασμένη ζωή τους ἤ καί ζημία σέ ὅσους δέν ἀποφάσιζαν νά διορθωθοῦν. Τό πλῆθος ἄκουγε μέ συντριβή κι ὅσο κι ἄν ταρασσόταν, ἀναγνώριζε τήν ἀνάγκη νά μετανοήσει καί πικραινόταν πού τό ξυπνοῦσε ἀπό τῆς ἁμαρτίας τή νάρκη. Ὅμως ἄτομα πολλά δέν ἔνιωθαν καί δέν φέρνονταν ἔτσι κι ἀντιδροῦσαν βίαια, κρυφά ἤ φανερά.
Ἔτσι βγῆκε αὐτοκρατορική διαταγή νά ἀναχωρήσει ἀπό τήν πρωτεύουσα. Κρυφά, γιά νά μή γίνουν ἄλλες ταραχές, παραδόθηκε στίς 20 Ἰουλίου τοῦ 404 κι ὁδηγήθηκε στήν ἐξορία του, ἀφοῦ ἀποχαιρέτησε συγκινητικά τούς κληρικούς καί τίς διακόνισσες, πού ἦταν γύρω του. Τό πλῆθος, ὅταν ἔμαθε ὅτι ὁ Ποιμενάρχης του ἀναχώρησε, ξέσπασε σέ ἐκδηλώσεις ὀργῆς, κι ἔβαλε φωτιά στήν Ἁγία Σοφία καί στό μέγαρο τῆς Γερουσίας. Ἀπό τότε ἄρχισε διωγμός ἐναντίον τῶν φίλων του Ἐπισκόπων, πού ὀνομάσθηκαν Ἰωαννῖται.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης, βαθιά θλιμμένος γιά τόν ἄδικο διωγμό του, ἀλλά μέ γαλήνη ψυχῇς στήν ταραχή αὐτή, ἀφέθηκε στά χέρια τῶν ἐχθρῶν του, δοξολογώντας τόν Θεό. Στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας παρέμεινε λίγες μέρες. Ἀπό ἐκεῖ ὁδηγήθηκε μέ πολλές ταλαιπωρίες πρός τήν Ἀρμενία. Ἐκεῖ ταλαιπωρήθηκε καί στερήθηκε τά πάντα. Δέν ὑπῆρχαν τρόφιμα, δέν εἶχε καμιά εὐκολία, γιατρός δέν βρισκόταν ἐκεῖ, τό κλίμα ἦταν κακό καί βαρύ. Ὁ Ἰωάννης ἀρρώστησε ἐπικίνδυνα δυό φορές. Κοντά στά ἄλλα οἱ Ἴσαυροι ἔκαναν ἐπιδρομές στήν Ἀρμενία. Τόν χειμῶνα τοῦ 406 μ.Χ. ὁ Χρυσόστομος μεταφέρθηκε στό ὀχυρό της Ἀραβισσοῦ, τήν ἄνοιξη τόν γύρισαν πίσω στόν Κουκουσό. Στήν ἐξορία του μελετᾶ, προσεύχεται, γράφει ἐπιστολές νά ἐνθαρρύνει τούς φίλους του, πού καταδιώκονταν. Σῴζονται πολλές ἐπιστολές του ἀπό αὐτή τήν ἐποχή. Οἱ πιστοί ἔρχονται συχνά στόν Ἰωάννη, νά τόν δοῦν, νά δείξουν τήν ἀφοσίωσή τους, νά εὐλογηθοῦν ἀπό αὐτόν, ἀπό τή Βασιλεύουσα, ἀπό τίς ἐπαρχίες, ὅλη ἡ Ἀντιόχεια ἔρχεται στήν Ἀρμενία.
Ἡ κίνηση αὐτή ἐνοχλεῖ τούς ἐχθρούς τοῦ Χρυσοστόμου. Ἀποφασίζουν καί προκαλοῦν διαταγή νά μεταφερθεῖ ὁ ἐξόριστος πιό μακριά, στήν Πιτυούντα, «τόπον πανέρημον», στή θάλασσα τοῦ Πόντου. Ὁ Ἰωάννης εἶναι κουρασμένος καί ἄρρωστος. Εἶναι στήν ἡλικία τῶν πενήντα δύο ἐτῶν, μά ἡ τόσο καταπονημένη ζωή του τόν δείχνει γέροντα πολύ. Τό «ἀραχνῶδες σωμάτιόν» του φανερώνει τά ὅρια τῆς ἀντοχῆς του ἐξαντλημένα. Δοξάζει ὅμως τόν Θεό καί προχωρεῖ.
Τρεῖς μῆνες ὁδοιπορεῖ μέ ἀφάνταστο κόπο. Οἱ στρατιῶτες πού τόν ὁδηγοῦν βιάζονται κι ἀδιαφοροῦν πού ὁ Ἰωάννης δέν ἀντέχει, ὁμολογοῦν πώς ἔχουν ἐντολές, ὅτι ἄν πεθάνει αὐτοί θά προαχθοῦν. Βρέχει καί τρέχουν τά νερά πάνω στό σῶμα τοῦ Ἁγίου, ὕστερα ὁ ἥλιος καίει τό γυμνό κεφάλι του.
Στά Κόμανα τοῦ Πόντου, κοντά στόν τάφο τοῦ ἁγίου Βασιλίσκου, πού ἦταν Ἐπίσκοπος στά Κόμανα κι εἶχε μαρτυρήσει στόν διωγμό τοῦ Μαξιμιανοῦ, βλέπει τή νύχτα τόν Βασιλίσκο νά τοῦ λέει: «Θάρρος, ἀδελφέ Ἰωάννη, γιατί αὔριο θά εἴμαστε μαζί».
Ὁ Ἰωάννης πίστεψε στό μήνυμα αὐτό καί παρακαλοῦσε τούς στρατιῶτες τήν ἄλλη μέρα νά μή φύγουν ἀπό κεῖ. Αὐτοί τόν παίρνουν καί προχωροῦν. Μά σέ λίγες ὧρες γύρισαν, γιατί ἡ κατάστασή του ἦταν βαριά. Ἐκεῖ, κοντά στόν τάφο τοῦ ἁγίου Βασιλίσκου, κοινώνησε γιά τελευταία φορά τά ἄχραντα Μυστήρια, προσευχήθηκε, εἶπε γιά τελευταία φορά τό «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν, Ἀμήν» καί παρέδωσε τό πνεῦμα του στά χέρια τοῦ Χριστοῦ. Ἦταν 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 407 μ.Χ.. Πέθανε στά Κόμανα τοῦ Πόντου, στόν δρόμο τῆς ἐξορίας του.
Οἱ ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἁγίων Του, μπόρεσαν κι αὐτή τή φορά νά νικήσουν. Προσωρινά κι ἐφήμερα ὅμως, ὅπως πάντα, διότι «καί πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Διότι ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ὑπάρχει πάντοτε σάν μεγάλη μορφή καί πάντοτε τό ἔργο του θά στέκει ἀντίθετο στήν ἁμαρτία καί στό κακό καί θά γίνεται φῶς στόν κόσμο. «Δίκαιοι εἰς τόν αἰῶνα ζῶσιν»
Δημοσίευση σχολίου