Η Συνθήκη Σένγκεν συνιστά μια από τις θεμελιώδεις βάσεις της ενωμένης Ευρώπης καθώς – θεωρητικά τουλάχιστον – καταργεί τα εσωτερικά σύνορα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), εγγυάται την ελεύθερη κίνηση των πολιτών και αγαθών των χωρών που την υπέγραψαν και εξασφαλίζει την αστυνομική και δικαστική συνεργασία μεταξύ τους. Το «πρόπλασμά» της υπογράφηκε το 1995 στην κωμόπολη του Λουξεμβούργου Schengen (Σένγκεν) από πέντε μέλη της ΕΕ (Γερμανία, Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο) και πέντε χρόνια αργότερα, στις 19 Ιουνίου 1990, στο ίδιο μέρος υπεγράφη η «Σύμβαση Εφαρμογής της Ζώνης Σένγκεν» που συμπλήρωνε και εξειδίκευε την αρχική Συνθήκη.
Τότε θεσπίσθηκε μια σειρά μέτρων για την άρση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα και την ενίσχυση αυτών στα εξωτερικά της ΕΕ, την ανάληψη δράσης για την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου και των ναρκωτικών και την δημιουργίακοινού συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών, γνωστού ως «Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν» (SIS). Η τελική Συμφωνία τέθηκε σε ισχύ την 26η Μαρτίου 1995 και σήμερα συμμετέχουν είκοσι δύο χώρες- μέλη από την ΕΕ και τέσσερεις μη μέλη, η Ισλανδία, η Νορβηγία, η Ελβετία και το Λιχτενστάιν. Εξαίρεση (οptout) από την Συνθήκη έχουν η Βρετανία και η Ιρλανδία που επέλεξαν να διατηρήσουν τους δικούς τους συνοριακούς ελέγχους.
Η Ελλάδα υπέγραψε την Συνθήκη το 1992, την κύρωσε το 1997 και την έθεσε σε εφαρμογή το 2000. Οι πολίτες των χωρών της ζώνης Σένγκεν έχουν δικαίωμα να ταξιδεύουν σε οποιαδήποτε χώρα της ζώνης χωρίς την επίδειξη ταυτότητας ή διαβατηρίου, αλλά οι πολίτες των χωρώνεκτός της ζώνης μπορούν να ταξιδεύσουν σε ένα κράτος- μέλος μόνο για τρείς μήνες, υπό προϋπόθεση ότι πληρούν τους όρους Σένγκεν, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η μη καταχώρησή τους στο SIS.
Δημοσίευση σχολίου