Τήν Δ΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, 10η Ἀπριλίου 2016, στό χωριό Πάπαρι ἔλαβε χώρα ἡ ἐκδήλωση εἰς ἀνάμνησιν τοῦ γεγονότος τῆς συγκροτήσεως τοῦ πρώτου Ἑλληνικοῦ Στρατοπέδου στό χωριό Πάπαρι ἀπό τόν Πολέμαρχο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη καί τούς συμπολεμιστές αὐτοῦ καί πάντας τούς Ἀρχιερεῖς καί Προκρίτους, τήν 6η Ἀπριλίου 1821, μέ σκοπό τήν ἀνασυγκρότηση καί τήν ἐμψύχωση τῶν ἀγωνιστῶν γιά τήν συνέχιση τῆς μάχης στό Βαλτέτσι, τά Τρίκορφα, τήν Τριπολιτσά καί τήν ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους μας.
Τό πρωί τῆς Κυριακῆς 10ης Ἀπριλίου 2016 τελέσθηκε Ἀρχιερατική Θεία Λειτουργία ὑπό τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μαντινείας καί Κυνουρίας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ στόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Νικολάου Πάπαρι, ὅπου κατά τήν διάρκεια αὐτῆς ὁ Σεβ. Ποιμενάρχης μας προέβη καί στήν εἰς Πρεσβύτερον Χειροτονία τοῦ Ἱεροδιακόνου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γοργοεπηκόου Νεστάνης Μαντινείας π. Νεκταρίου (κατά κόσμον Δημητρίου Παπανικολάου).
Στή Θεία Λειτουργία καί στή Χειροτονία μετεῖχαν πλῆθος Κληρικῶν καί Λαϊκῶν, ὁ Πρόεδρος τῆς Ἕνωσης Κεντρώων κ. Βασίλης Λεβέντης, ὁ Περιφερειάρχης Πελοποννήσου κ. Πέτρος Τατούλης, πολιτικοί καί πολιτειακοί ἄρχοντες, ἐκπρόσωποι τῶν στρατιωτικῶν μονάδων τοῦ νομοῦ μας, τῶν σωμάτων ἀσφαλείας καί ἡ Φιλαρμονική τοῦ Δήμου Τριπόλεως, ἐνῶ ἐν συνεχείᾳ παρέστησαν στίς λοιπές ἐκδηλώσεις, τιμώντας ἔτσι τήν μνήμη τῶν ἡρῴων ἀλλά καί τό χωριό Πάπαρι.
Ἀκολούθησε ἐπιμνημόσυνη Δέηση στό μνημεῖο στή θέση «Βρύση», ἐκφωνήθηκε ὁ πανηγυρικός τῆς ἡμέρας καί κατατέθηκαν στεφάνια ἐκ τῶν ἐκπροσώπων τῶν φορέων τοῦ νομοῦ μας, ἐνῶ τό χορευτικό συγκρότημα τοῦ Συλλόγου τῶν Ἁπανταχοῦ Παπαραίων ἔδωσε μιά ξεχωριστή αἴγλη στήν ἐκδήλωση αὐτή. Τέλος, προσφέρθηκαν γλυκίσματα καί ἀναψυκτικά σέ ὅλους τούς συμμετέχοντες σέ αὐτή τήν ξεχωριστή ἐκδήλωση.
Τό στρατόπεδο τῶν Ἀγωνιστῶν στό χωριό Πάπαρι τό 1821
Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μαντινείας καὶ Κυνουρίας
κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Νά πῶς περιγράφει ὁ ἱστορικός Σπῦρος Μελλᾶς στό βιβλίο του «Ὁ γέρος τοῦ Μωριᾶ» το γεγονός αὐτό.
«Μετά τό σκόρπισμα τῆς Πιάνας καί τό ντουφεκίδι τῆς Ἁλωνίσταινας ὁ Κολοκοτρώνης μέ τό Δεληγιάννη, τόν Τουρκοβασίλη καί τούς λίγους ἄνδρες πού τούς εἶχαν ἀπομείνει περπατώντας ὅλη τή νύχτα ξημερώθηκαν στό Πάπαρι. Τί γύρευαν ἐκεῖ; Νά φτιάξουν Στρατόπεδο. Γιατί αὐτό εἶναι τό μεγάλο γέλασμα πού ἔχει πάθει ὁ Τοῦρκος. Χτυπάει ἐδῶ, χτυπάει ἐκεῖ νά διαλύσει τά ἐπαναστατικά Στρατόπεδα τῶν Ἑλλήνων καί δέν ξέρει πώς ὑπάρχει ἕνα Στρατόπεδο πού δεν χτυπιέται καί δέν σκορπίζεται κι’ αὐτό εἶναι ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά τοῦ Κολοκοτρώνη. Ἔρχεται στό Πάπαρι στίς 6 Ἀπριλίου, εἶναι Μεγάλη Ἑβδομάδα καί μάλιστα Μεγάλη Τετάρτη, ὁ κόσμος νηστεύει, μά και οἱ ἀγωνιστές εἶναι τόσο πεινασμένοι πού δέν μποροῦν νά σταθοῦν στά πόδια τους. Ὁ Κολοκοτρώνης μπαίνοντας στό χωριό πρωΐ πρωΐ καλεῖ τόν Ἱερέα τοῦ χωριοῦ, Κωνσταντῖνον Παπαδόπουλον καί δίδει ἐντολήν νά σφάξουν τά ἀρνιά πού ἔχουν γιά τό Πάσχα νά τά ψήσουν γιά νά χορτάσουν τήν πείνα τους οἱ Κλέφτες. Ἔτσι καί γίνεται καί ὁ παπᾶς πού ξέρει τή σημασία τοῦ ἀγῶνα καί τήν ἀνάγκη τῶν ἀγωνιστῶν δίδει τήν συγχώρησι γιά τήν κατάλυσι τῆς νηστείας στήν καρδιά τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ξέρει νά παραμερίζει τούς τύπους μπροστά στήν ἀνάγκη καί καταλήγει ὁ Κολοκοτρώνης μέ ἀνακούφισι «καί ἔφαγαν τά παλληκάρια καί στηλωθήκαμε». Κοντά στις φωτιές στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ τοῦ κουμπάρου του Παυλοπανάγου φωνάζει τό γραμματικό του, το Ζαφειρόπουλο καί τοῦ ὑπαγορεύει γράμματα στόν Ἀναγνωσταρᾶ, τό Μούρτζινο, τόν Παπαφλέσσα, τόν Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανό, τό Μαυρομιχάλη καί τούς γράφει· «Ζυγῶστε στήν Τριπολιτσᾶ, ἐλᾶτε νά μέ βρῆτε στό Πάπαρι». Στό κάλεσμα τοῦ Κολοκοτρώνη ἔρχονται ὁ Κονδάκης μέ τούς Ἁγιοπετρίτες καί τούς Δολιανίτες, ὁ Ἐπίσκοπος Βρεσθένης καί ὁ Μπαρμπιτσιώτης μέ τούς Μπαρμπιτσιῶτες καί τους Ἀραχωβίτες, ὁ Κυριακούλης Μαυρομιχάλης μέ τούς Μανιάτες του, ὁ Νικολόπουλος μέ τριακόσιους Μυστριῶτες, ὁ Πλαπούτας, ὁ Νικηταρᾶς, ὁ Ἀρβάλης καί ὁ Μπιλίδας καπεταναῖοι τῆς Τριπολιτσᾶς, οἱ Πετιμεζαῖοι καί ἄλλοι πολλοί καί αὐτό τό μάζωμα στό Πάπαρι ἀποτελεῖ τήν ἀπαρχή τοῦ σχεδίου του νά συσταθῆ βασικό Στρατόπεδο τρεῖς τέσσερες ὧρες ἀπόστασι ἀπό τήν Τριπολιτσᾶ. Μέσα σ’ αὐτό τόν ἀναβρασμό τοῦ συγκεντρωμένου μεγάλου πλήθους τῶν Κλεφτῶν ὁ Κολοκοτρώνης νιώθει χαρά γιατί πέτυχε νά συστήσει αὐτό τό Στρατόπεδο στό Πάπαρι ἀλλά αἰσθάνεται καί ἀνησυχία γιατί θέλει ἑνότητα στή διοίκησι καί στήν ἐνέργεια. Τήν ὥρα αὐτή τῆς χαρᾶς καί τῆς ἀγωνίας τοῦ Κολοκοτρώνη στό Πάπαρι, νά πού φθάνουν ἐκεῖ ἀπό τή Ζάκυνθο τά δύο παιδιά τοῦ Κολοκοτρώνη ὁ Πᾶνος καί ὁ Γιάννης αὐτός πού θάπαιρνε σέ λίγο μέσα στίς φλόγες τοῦ πολέμου τό δοξασμένο παρατσούκλι τοῦ Γενναίου. Τρομάζει νά τά γνωρίσει τά λιονταράκια του. Καβάλλα φτάνουν τά παιδιά· εἶναι μαυρισμένα, μπαρουτοκαπνισμένα θά λέγαμε γιατί μόλις βγῆκαν στήν Ἠλεία πιάσανε τό ντουφέκι καί τό μάτωσαν στόν ἀγῶνα. Ὁ ἕνας μόλις μπορεῖ νά πεῖ κανείς εἶναι παλληκαράκι ἐνῶ ὁ ἄλλος εἶναι ὁλότελα παιδόπουλο. Ὁ Γέρος τ’ ἀγκαλιάζει τά φιλεῖ μέ δάκρυα καί τά καμαρώνει. Γιά τρᾶβα τό γιαταγάνι βρέ Γιάννη, λέει τοῦ μικροῦ νά ἰδῶ ἄν σώνει τό χέρι σου νά το ξεθηκαρώσεις; καί ὁ μικρός ἀπαντάει· θά το ἰδῆς πατέρα σάν πιάσουμε τόν πόλεμο, καί κοκκινίζει, ὡς τ’ αὐτιά. Δέκα μέρες μονάχα φτάσανε στόν Κολοκοτρώνη νά φτιάξει τέλειο Στρατόπεδο, νά τό ὀργανώσει, νά τό ἐφοδιάσει, νά τό πειθαρχήσει, νά τό γυμνάσει, νά τοῦ φυσήξει το ὑψηλότερο φρόνημα καί νά ἑτοιμάσει τήν πρώτη μεγάλη νίκη τῶν Ἑλλήνων στό Βαλτέτσι, πού ἀπεφάσισε τή λευτεριά μας. Ἡ ἀρχιστρατηγία πού τού ἔδωσαν στή Σύναξη αὐτή τούχει λύσει τά χέρια, τώρα μπορεῖ νά δουλέψει καί νά δείξει τι εἶναι ἄξιος νά κάνει».
Τίς πληροφορίες γιά τή συγκρότησι τοῦ Στρατοπέδου στοῦ Πάπαρι μᾶς τίς ἀναφέρουν οἱ ἀγωνιστές τοῦ 1821 στά ἀπομνημονεύματά τους ὁ καθένας μέ τόν τρόπο του, ὡς ἑξῆς:
1. ΡΗΓΑΣ ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ, Σχεδίασμα Ἱστορίας τῆς Ἐπαναστάσεως (Μνημοσύνη 1968-1969).
«Μετά δύο ἡμέρας ὁ Ἠλίας Σαλαφαντῖνος καί ὁ Ἀναγνωσταρᾶς ἦλθαν εἰς τά Βρουστοχώρια, ἔνθεν ἔγραψαν τόν Ἠλίαν καί τόν Δικαῖον (Παπαφλέσσα) νά ἔλθουν εἰς το χωρίον Πάπαρι, ὅπου εἶχαν συνέλθει καί ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὁ Κων. Μαυρομιχάλης, ὁ Κανέλλος καί Νικόλαος Δεληγιανναῖοι διά να συσκεφθῶσιν. Ἐλθόντες δέ ἀπεφάσισαν παμψηφεί νά προσκαλέσουν τόν Πέτρον Μαυρομιχάλην δι’ ἀρχιστράτηγον τῆς Πελοποννήσου, γενομένης δέ καί ὑπογραφείσης τῆς ἀποφάσεως, ἔστειλαν 10 ἀντίγραφα αὐτῆς εἰς τάς διαφόρους ἐπαρχίας, διά νά ὑπογράψωσι πολιτικοί καί στρατιωτικοί καί νά τά δείξουν πρός τόν Μαυρομιχάλην, ὥστε νά δυνηθῶσι νά τακτοποιήσουν τά πράγματα εἰς τήν ἀνεξαρτησίαν τους. Ἀπεφασίσθη πρός τούτοις νά συγκροτηθῆ γενικόν στρατόπεδον εἰς Βαλτέτσι, εἰς καταλληλότερον μέρος διά τήν πολιορκίαν τῆς Τριπόλεως καί κατασκόπευσιν τῶν ἐχθρικῶν κινημάτων.
2. ΚΑΝΕΛΛΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ, Ἀπομνημονεύματα».
«Ἐγώ δέ μετά τοῦ Παπατσώνη, Θ. Κολοκοτρώνη, Ν. Μπούκουρα, Λάμπρου Ροϊλοῦ, ἀπεφασίσθη να ἀπέλθωμεν εἰς τοῦ Πάπαρι ὅπου τότε ἦταν συγκεντρωμένοι ἐκεῖ oἱ δύο Μαυρομιχάλαι, Ἀντωνάκης καί Ἠλίας, ὁ Γεωργάκης Γιατράκας, ὁ Ἀντώνης Νικολόπουλος ἀπό την Λογκάστραν, ὁ Βενετσανάκος ἀπό τήν Καστανιά, ὁ Ἀναγνωσταρᾶς, Φλέσιας, Κεφάλας καί ἄλλοι καπετανίσκοι μέ ἐπέκεινα τῶν 1.500, διά νά ὁμιλήσωμεν περί τῆς καταστάσεως τῆς πατρίδος, ἐπειδή βλέπομεν δειλίαν τινά εἰς τούς συμπολίτας μας, νά στείλωμεν μίαν πρεσβείαν εἰς τόν Πετρόμπεην νά τόν προσκαλέσωμεν ὅτι ἐάν δύναται νά βγάλη τουλάχιστον 1.000 Μανιάτας ὡς ἐμπειροπολέμους νά δώσουν τό παράδειγμα τῆς εὐτολμίας εἰς τούς Πελοποννησίους, ὡς πρωτοπείρους νά ἔβγῃ καί ὁ ἴδιος εἰς τό Λεοντάρι νά σχηματίσωμεν ἕνα Γενικόν στρατόπεδον καί ἄν τοῦτο τό κάμῃ θέλομεν τόν ἀποφασίσει ἀρχιστράτηγον καί ἡγεμόνα τῆς Πελοποννήσου. Περί τό μεσονύκτιον ἀνεχώρησαν οἱ Τοῦρκοι ἀπό τήν Ἁλωνίσταιναν (ἀφοῦ τήν κατεπυρπόλησαν) καί ὑπέστρεψαν εἰς Τριπολιτσάν. Ἀνεχωρήσαμεν καί ἡμεῖς ἀμέσως καί ἀπερνῶντες τό Λιμποβίσι, το Ἀρκουδόρευμα, καί τήν Λαγκάδαν διά νυκτός τρέχοντες πεζοί ἐφθάσαμεν τήν πρωΐαν εἰς τούς Ἀραχαμῖτες, ἀλλά δέν εὕρομεν οὐδένα ἄνθρωπον ἐκ τῶν κατοίκων, παρά μόνους τόν Νικηταράν καί ἕνα Τουρκολεκιώτην, κοιμωμένους και ξηρούς ἐκ τῆς μέθης. Ἀπερνῶντες τήν νύκταν εἰς τό Ραπούνι ἐκρύβη ὁ Λάμπρος Ροϊλός καί ἀπῆλθεν εἰς τήν ἐν Στεμνίτσῃ οἰκίαν του. Ἀπήλθαμεν εἰς τοῦ Καντρέβα, ἀλλ’ οὐδέ ἐκεῖ εὕρομεν κανένα· ἐτραβήξαμεν λοιπόν νήστεις καί πεζοί, τρεῖς σχεδόν ἡμέρας, καί τήν Μεγάλην Τετράδην 6 Ἀπριλίου ἐφθάσαμεν εἰς τοῦ Πάπαρι, ὅπου εὕρομεν συναγμένους τούς ἄνω εἰρημένους. Ὡμιλήσαμεν μετ’ αὐτῶν, ἐκάμαμεν ἀρκετάς φιλονικίας, ἀλλά τό κατεπεῖγον τοῦ καιροῦ μᾶς ἐβίαζε διά νά ἐπιστρέψωμεν ἕκαστος εἰς τά ἴδια, ἐπειδή ἅπαντες ἐγνώριζαν, ὅτι τάς ἑορτάς τοῦ Πάσχα ἦτον ἑπόμενον νά κάμουν oἱ Τοῦρκοι ἐπιδρομάς εἰς διάφορα μέρη νά τά καταστρέψουν. Ἐσυμφωνήσαμεν λοιπόν ὅλοι οἱ ἐκεῖ παραυρεθέντες καί διωρίσαμεν μίαν πρεσβείαν συγκειμένην ἀπό τόν Δ. Παπατσώνην, τόν Σπ. Σπηλιωτόπουλον και Πέτρον Σαλαμόναν ἐκ Λεονταρίου, ἐκάμαμεν καί τό, ὡς εἵρηται, ἔγγραφον καί τό ὑπεγράψαμεν, καί ἀνεχώρησαν διά τήν Καλαμάταν. Οἱ ἐναπολειφθέντες ἐσυμφωνήσαμεν ὡς ἑξῆς: Ὁ γέρων Ἀντώνης Νικολόπουλος καί ὁ Βενετσανάκης, ὁπλαρχηγοί μέ τούς περί αὐτῶν 400, και ὁ Κυριακούλης μέ ἄλλους τόσους νά ὑπάγουν νά καταλάβουν τήν Βλαχοκερασιάν, νά ὁχυρωθοῦν εἰς δύο θέσεις, καί ἄν τό Πάσχα ὁρμήσουν ἐκεῖ οἱ ἐχθροί νά δώσῃ ἐπικουρίον ὁ εἷς πρός τόν ἄλλον. Ὁ Ἀντωνάκης, Ἠλίας καί Ἰωάννης Μαυρομιχάλαι, ὁ Γεωργάκης Γιατράκος, Κεφάλας καί ἄλλοι νά καταλάβουν τά Βέρβαινα μέ χίλιους σχεδόν στρατιώτας, οἱ δέ Φλεσαῖοι, Ἀναγνωσταρᾶς, Θ. Κολοκοτρώνης, Πέτροβας νά ἀπέλθουν εἰς τό Λεοντάρι νά ἐμπορέσουν νά στρατολογήσουν καί τούς τοῦ κάμπου τῆς Καρυταίνης κατοίκους, καί τήν δευτέραν τοῦ Πάσχα νά προφθάσουν νά καταλάβουν τοῦ Δούκα τήν σίκαλιν εἰς τήν Λαγκάδαν. Ἐγώ δέ ν’ ἀπέλθω εἰς τάς κωμοπόλεις καί χωρία τῆς ἐπαρχίας μου να κάμω γενικήν στρατολογίαν». Καί πιό κάτω καταλήγει, «Αὐτά τά διατρέξαντα καί ὅλας τάς πράξεις καί ἀποφάσεις μας εἰς τοῦ Πάπαρι τάς ἐκοινοποίησα ἐσπευσμένως εἰς τέ τόν Ζαΐμην, Χαραλάμπην, Φωτήλαν, Σισίνην, Κ. Πετιμεζᾶν καί τόν ἀρχιερέα Μεθώνης, δι’ ἐπίτηδες ἀπεσταλμένων ἅμα ἔφθασα εἰς Λαγκάδια, γράψας πρός αὐτούς νά μᾶς γνωστοποιήσουν καί αὐτοί τάς ἐδικάς των διά νά φωτιζώμεθα ἀμοιβαίως, νά ἠξεύρωμεν τί γίνεται εἰς ὅλων τῶν μερῶν τά στρατόπεδα νά τρέχωμεν ἐν γνώσει. Οἱ δέ Ἀναγνωσταρᾶς, Κολοκοτρώνης καί συντροφία ἀπῆλθον εἰς τήν Πολιανήν καί Τουρκολέκα διά νά κάμουν τό Πάσχα, ὅπου ἦτον ξενιτευμένοι τόσους χρόνους».
3. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΠΗΛΙΑΔΗΣ, Ἀπομνημονεύματα.
«Καί ὁ μέν Κολοκοτρώνης προυχώρησεν εἰς Καρύταιναν ὁ δέ Νικηταρᾶς, διαβάς ἀπό Λεοντάρι, ἔφθασεν εἰς Πάπαρι, χωρίον ἀπέχον τρεῖς ὥρας καί ἡμίσειαν ἀπό Τριπολιτσάν, καί προσπαθεῖ νά συγκεντρώση δύναμιν, προκαλῶν εἰς τά ὅπλα τούς Ἕλληνας». Καί πιό κάτω· «Ὁ δέ Ἀναγνώστης Ζαφειρόπουλος ἀπό τό Ζυγοβίστι Καρυταίνης τόν χρησιμεύει ὡς γραμματεύς συναγωνιζόμενος, καί δέν παύει γράφων πρός τούς διάφορους ἀρχηγούς καί ἤδη συνεννοοῦνται ὅλοι νά συνδράμωσιν ὅσον τάχους εἰς τήν παλιόρκησιν τῆς Τριπολιτσᾶς, καί τέως συνέρχονται ὁ Ἀναγνωσταρᾶς, ὁ Ἠλίας Μαυρομιχάλης, ὁ Δημήτριος Παπατσιώνης, ὁ Παναγιώτης Κεφάλας καί Μητροπέτροβα εἰς Πάπαρι χωρίον ἀπέχον τῆς Πρωτευούσης τρεῖς ὥρας καί ἡμισείαν. Αὐτόθι συνῆλθε καί ὁ Κολοκοτρώνης, ὅπου ἐδέχθη τούς υἱούς του ἐλθόντας ἀπό τόν Πύργον. Ὑπό τήν ὁδηγίαν τούτων ὅλων διατελοῦσιν ἕως τρεῖς χιλιάδες Ἑλλήνων ὁ δέ Νικηταρᾶς καταλαμβάνει πάλιν τό Καλογεροβούνι μίαν ὥραν ἀπέχον ἀπό τοῦ Πάπαρι πρός τήν πρωτεύουσαν ὡς προσθοφυλακή. Ἔρχεται δέ ὁ Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, ὁ γέρων Ἀντώνιος Νικολόπουλος ἀπό Λογκάστρα καί ὁ Παναγᾶκος Βενετσανάκης ἀπό Καστάνισταν, καί στρατοπεδεύουσι μέ πεντακόσιους εἰς Πάπαρι».
4. ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΙΛΗΜΩΝ, Δοκίμιον ἱστορικόν περί τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως.
«Τότε ὁ Νικήτας, ἐπαναστάτης τῆς ἐπαρχίας, κατέλαβε τό χωρίον Πάπαρι, ἀπέχον ὥρας τρεῖς καί ἡμίσειαν», καί σχολιάζει ὁ Φιλήμων· «Ταχέως δέ ἀπό ἐπαρχιῶν πολλῶν συνέρρευσαν ὅπλα περί την Τρίπολιν, καί ἐτοποθετήθησαν ἐν μέν τῷ Πάπαρι τρισχίλιοι Γορτύνιοι, Λάκωνες, Λακεδαιμόνιοι καί Μεσσήνιοι ὑπό τόν Κολοκοτρώνην, Κανέλλον Δεληνιάννην, Ἠλίαν Μαυρομιχάλην, Παναγιώτην Ἰατράκον καί Ἀναγνωσταρᾶν μετά Κεφάλα, Μητροπέτροβα, Παπατσώνου καί Νικήτα· ἐν δέ τῇ Βλαχοκερασιᾷ πεντακόσιοι Λάκωνες καί Λακεδαιμόνιοι ὑπό τόν Κυριακούλην Μαυρομιχάλην καί Ἀντώνιον Νικολόπουλον· ἐν δέ τῷ Διασέλῳ τοῦ Ἐλισσόντος ἕτεροι πεντακόσιοι Γορτύνιοι ὑπό τόν Δημήτριον Πλαπούταν· ἐν δέ τοῖς Βερβένοις περί τούς χίλιους πεντακόσιους Λακεδαιμόνιοι μέν ὑπό τόν Κρεββατᾶν καί ἐπίσκοπον Θεοδώρητον, Κυνουριεῖς δέ (Ἁγιοπετρῖται) ὑπό τόν Ἰωάννην (ἤ Ἀναγνώστην) Κονδάκην καί Παναγιώτην Ζαφειρόπουλον (Ἄκουρον). Ἀπεῖχον δέ τῆς Τριπόλεως ὥρας τό μέν Πάπαρι τρεῖς, ἡ δέ Βλαχοκερασιά ἰσαρίθμους, τό δέ Διάσελον τεσσάρας καί τά Βέρβενα ὡσαύτως. Διά τούς λόγους αὐτούς ὁ Κολοκοτρώνης ἐθυσίασε μᾶλλον τήν θέσιν ὑπέρ τοῦ ἀριθμοῦ, θέλων ὀλιγωτέρας, ἀλλά πολυπροσωποτέρας τάς συγκεντρώσεις· ὅταν δέ ἔμαθεν ἀποσπασθέντας μετά πεντακοσίων ἀπό τοῦ ἐν Βερβένοις στρατοπέδου καί στρατοπεδεύσαντας ἐν τῇ Βλαχοκερασιᾷ τόν Κυριακούλην Μαυρομιχάλην καί Ἀντώνιον Νικολόπουλον, ἔγραψε παρατηρῶν αὐτοῖς τό ἐπίκαιρον τῆς θέσεως καί τόν κίνδυνον, ὅν τρέχουσιν ὡς ὁλίγοι· προέτρεψε δ’ ἑπομένως, ὅπως ἑνωθῶσι κἄν μετά τοῦ ἐν Πάπαρι σώματος, ἀφ’ οὗ ἅπαξ ἀπεχώρησαν τῆς δυνατῆς θέσεως τῶν Βερβένων, ἐνισχυθείσης τότε καί διά τεσσάρων ἐγερθέντων πύργων. Ἀλλ’ οὗτοι ἠπήντησαν: «Καλό πόστο τεσσάρων κρατοῦμεν καί ἄν ἔλθουν οἱ Τοῦρκοι ἐπάνω μας νά μᾶς ἐλθῆτε μεντάτ»ι. Ἔγραψεν ἐπί τούτοις ὁ Κυριακούλης πρός τούς ἐν Τριπόλει ἀγάδας ἀπαιτῶν, ἵνα ἀποστείλωσιν αὐτῷ τόν Ἀναστάσιον Μαυρομιχάλην μετά τῶν ἀρχιερέων καί προκρίτων, ὡς ἐφορμήσων ἄλλως κατά τῆς πόλεως, μεθ’ οὗ φέρει στρατοῦ δεκατετρακισχιλίων. Καί ἀρχή καί ἰδιῶται, οἱ ἐν Τριπόλει Τοῦρκοι ἤρξαντο σκέπτεσθαι κατά πρῶτον, τό μέγα τοῦ Κυριακούλου βλέποντες θάρρος καί τάς ἄλλας ἐν Πάπαρι, Λεβιδίῳ καί Βερβένοις μανθάνοντες πολυαρίθμους συγκεντρώσεις. Πονηρευόμενοι δέ ἐμέθυσαν τόν χωρικόν γραμματοκομιστήν τοῦ Κυριακούλου, και οὕτω βεβαιωθέντες παρ’ αὐτοῦ την πραγματικήν δύναμιν τῆς Βλαχοκερασιᾶς, εὐθύς ἐξεστράτευσαν περί τούς τρισχιλίους, ἅμα διέφαυσεν ἡ ἡμέρα τῆς 10 Ἀπριλίου. Και αὐτοί, ὡς καί οἱ ἐν Ναυπλίᾳ καί ἐν Πύλῳ Τοῦρκοι, ἐγνώριζον, ὅτι κατά τήν ἡμέραν τοῦ Πάσχα οἱ Ἕλληνες ἐπιδίδονται πρῶτον πρός τά θρησκευτικά καθήκοντα αὐτῶν, καί ἔπειτα οἱ κοινοί ἐκ τούτων τρέπονται εἰς τήν οἰνοποσίαν». Καί πιό κάτω γράφει ὁ Φιλήμων· «Δι’ ὅλας τάς περιστάσεις ταύτας ὑπεχρεώθησαν ὅ τε Κολοκοτρώνης καί Κανέλλος Δεληγιάννης, ὅπως συγκαλέσωσιν ἐν τῷ Πάπαρι διαφόρους τῶν ὁπλαρχηγῶν καί συσκεφθῶσι περί τῶν ληπτέων καταλληλότερων μέτρων. Τοιοῦτοι ἀπεστάλησαν ἄλλοι ἀλλαχόθεν καί ἐκ τῶν Βερβένων ὁ Ἀνδρέας Παπαδιαμαντόπουλος. Πρό πάσης δέ ἄλλης προταθείσης γνώμης ἀπεφασίσθη ἡ ἐκ τῶν Καλαμῶν πρόσκλησις τοῦ Πέτρου Μαυρομιχάλου ὑπό τόν τίτλον τοῦ ἀρχιστράτηγου τῆς Πελοποννήσου. Ἐν ταῖς δεινοτέραις τῶν περιστάσεων πολλήν τά ὀνόματα ἠθικήν ἐπιρροήν ἔχουσι, καί ὡς ἐπί πολύ ἀντιζυγίζουσιν αὐτάς ἐπί πολύν ἤ ὀλίγον χρόνον. Ἐντεῦθεν παρεκλήθη κοινῶς ὁ Μαυρομιχάλης, ὅπως ἀναβῇ τάχιον εἰς τήν Ἀρκαδίαν, μεθ’ ὅσων δυνηθῇ πλειοτέρων Λακώνων, ὧν ὑπισχνοῦντο oἱ Πελοποννήσιοι τήν τροφήν καί μισθοδοσίαν. Τήν ἀρχιστρατηγίαν ταύτην τοῦ Μαυρομιχάλου ἑτοίμως ὑπέγραψαν καί οἱ Ἀχαιοί. Ἡ τοιαύτη τοῦ Μαυρομιχάλου θέσις ὑπισχνεῖτο, οὐχί εὐκινησίαν καί προσωπικην διεύθυνσιν ἐνεργόν, ἀλλά δύο τινά, ὧν οἱ Πελοποννήσιοι εἶχον πρωτίστην ἀνάγκην· πρῶτον μεγάλην ἐμψύχωσιν ἠθικήν, καί δεύτερον μᾶλλον ἐλπιζομένην τήν διατήρησιν τῶν στρατοπέδων διά τῆς πολυπροσώπου οἰκογενείας αὐτοῦ καί τῶν Λακώνων μισθοφορουμένων. Συγχρόνως ἐλήφθησαν ἐν τῷ Πάπαρι καί μέτρα αὐστηρά πρός στρατολογίαν νέαν ἐκ διαφόρων ἐπαρχιῶν. Ἰδίως δέ εἰς τήν Γόρτυνα ἐπέμφθησαν ὁ ἴδιος Δεληγιάννης καί Πάνος Κολοκοτρώνης, ἀπόλυτον φέροντες ἄδειαν τοῦ τιμωρεῖν καί καίειν τήν οἰκίαν παντός μή στρατολογουμένου χωρικοῦ. Ἀμέσως δ’ ἐπήνεγκεν ἡ δραστηριότης αὐτή ἀποτέλεσμα ἀγαθόν, διότι καί ἐκ τῆς Γόρτυνος καί ἐκ τῆς Λακεδαίμονος καί ἐκ τῆς Μεσσηνίας δισχίλιοι προέφθασαν ἔνοπλοι νέοι, ἐνισχύσαντε.ς οὐσιωδῶς τά περί τήν Τρίπολιν στρατόπεδα».
5. ΦΩΤΙΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ ἤ ΦΩΤΑΚΟΣ, Ἀπομνημονεύματα Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως.
«Ἐπειδή δέ δέν ἠμπόρεσαν οἱ Τοῦρκοι νά περάσουν τό Διάσελον ἐγύρισαν ὀπίσω καί ἐπῆγαν πάλιν εἰς τήν Τριπολιτσᾶν. Ὁ δέ Κολοκοτρώνης, Κ. Δεληγιάννης καί Β. Δημητρακόπουλος ἐκεῖθεν ἐτράβηξαν διά τόν κάμπον τῆς Καρύταινας καί ἐκεῖθεν αὐθημερόν εὑρέθησαν εἰς τό χωρίον Πάπαρι. Ἐκεῖ ἐσυνάχθησαν οἱ Μαυρομιχαλαῖοι καί οἱ ἄλλοι καπεταναῖοι καί αὐτοῦ ἦλθαν ἀπό Ζάκυνθον τότε καί τά παιδιά τοῦ Κολοκοτρώνη, ὁ Πάνος καί ὁ Ἰωάννης ὁ μετά ταῦτα ὀνομασθείς Γενναῖος. Ἀπό ἐδῶ ὁ Κολοκοτρώνης ἔστειλεν ἀμέσως τόν Πάνον εἰς τά χωριά τῆς Καρύταινας μέ γραπτήν διαταγήν του νά βγάλῃ ὅλους τούς Καρυτινούς εἰς τά ἄρματα καί να ἔλθουν εἰς τήν Πιάναν, Χρυσοβίτσι καί Διάσελον διά νά συστήσουν ἐκεῖ τό στρατόπεδον· εἶχε δε τήν ἄδειαν ὁ Πάνος νά σκοτώνῃ, νά καίῃ τά σπίτια των καί νά δημεύῃ τά πράγματά των πρός ὄφελος τῶν στρατιωτῶν, ἄν κανένας ἤθελε παρακούσει. Ἀφοῦ ἐσκέφθησαν μαζύ εἰς τό Πάπαρι διά νά πιάσουν τάς θέσεις Χρυσοβίτσι, Διάσελον καί Βαλτέτσι, ὁ Κολοκοτρώνης καί οἱ ἄλλοι ἐπῆγαν εἰς τό Βαλτέτσι, ὁ δέ Κανέλ. Δεληγιάννης ἐτράβηξε διά τά Λαγκάδια τήν πατρίδα του και ἐπῆρε μαζύ του καί τόν Ἠ. Τσαλαφατῖνον μέ ὀλίγους Μανιάτας».
6. ΙΩΣΗΦ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ Ἱερομόναχος, Οἱ Ἀρχιερεῖς καί οἱ Προύχοντες ἐντός τῆς ἐν Τριπόλει φυλακῆς.
«Μετά τήν ἀπό τό Διάσελον τῆς Ἁλωνισταίνης ὑποχώρησιν τῶν Ὀθωμανῶν οἱ ἀρχηγοί συνῆλθον εἰς Πάπαρι, ἵνα συσκεφθῶσι περί τῆς στενωτέρας πολιορκίας τῆς Τριπόλεως, δηλαδή πότε ἤθελον ἀρχίσει αὐτήν καί τίνα θέσιν ὤφειλεν ἕκαστος νά καταλάβῃ καί φυλάξῃ. Σκέψεως δέ γενομένης ὁ Κανέλλος Δελιγιάννης παραλαβών, μετέβη πάραυτα εἰς τάς κωμοπόλεις τῆς Καρυταίνης (Γόρτυνος) καί ἐμψυχώσας τούς πολίτας συνήθροισε τούς διασκορπισθέντας».
+ π. Ι. Σ.
+
https://www.youtube.com/watch?v=nsNjP6ay-Bc
Δημοσίευση σχολίου