Γράφει ο Παναγιώτης Κολλιόπουλος:
"Αρκαδία": Μια περιοχή της αρχαίας Ελλάδας
στην κεντρική Πελοπόννησο. Οι κάτοικοί της σε μεγάλο βαθμό απομονωμένοι από τον
υπόλοιπο κόσμο, ζούσαν μια απλή ποιμενική ζωή. Κάθε περιοχή που προσφέρει αγροτική
απλότητα και ευχαρίστηση. Ο όρος Αρκαδία χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε
ένα φανταστικό και παραδεισένιο τόπο.
"Αrcadia": A region of ancient Greece in the central Peloponnesus. Its inhabitants, somewhat isolated from the rest of the world, proverbially lived a simple, pastoral life. Any region offering rural simplicity and contentment. The term Arcadia is used to refer to an imaginary and paradisal place.
Η Αρκαδία στη φιλοσοφία και λογοτεχνία
Με αναφορά τους κλασσικούς χρόνους η Αρκαδία είναι συνυφασμένη με την είδυλλιακή φύση, αλλά συγχρόνως και με τις θεμελιώδεις αξίες του ανθρωπισμού. Μέσα από το πέρασμα των αιώνων - και ειδικότερα κατά τον Διαφωτισμό και την Αναγέννηση - ο Αρκαδικός Μύθος έμελε να επηρεάσει βαθιά την ευρωπαϊκή κουλτούρα, δημιουργώντας φιλοσοφικά, λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά ρεύματα που αποτελούν τη βάση του ευρωπαϊκού πνεύματος και πολιτισμού.
Από την αρχαιότητα η Αρκαδία ήταν γνωστή σαν μια ιδιαίτερα ορεινή και δυσπρόσιτη χώρα, γεμάτη κοιλάδες και λαγκαδιές που περιβάλλονται από ψηλά βουνά. Οι κάτοικοί της ήταν κυρίως βοσκοί προβάτων και αιγών, ένας λαός αγροτικός και τραχύς που ζούσε απλοϊκά και ξέγνοιαστα μέσα στη φυσική ευφορία των κοιλάδων και των βουνών. Σύντομα όμως ο τοπικός πολιτισμός ήλθε να συνδεθεί με τα τοπικά παραδοσιακά τραγούδια, όπως και με το παίξιμο του αυλού, συνήθεια που οι Αρκάδες απέκτησαν κατά τη διάρκεια της βοσκής. Την τάση αυτή ενσάρκωνε εξ' άλλου ο ντόπιος θεός Πάνας. Ήταν αυτός που σύμφωνα με τη μυθολογία ανακάλυψε τον ομώνυμο αυλό, που τον αποτελούσαν επτά μη ισομήκη καλάμια ενωμένα με κερί και σπάγκο.
Η απλή, συγκοινησιακή και προσιτή μουσική που επινόησαν ο Πάνας και οι Αρκάδες ποιμένες, κέρδισε γρήγορα πλατιά απήχηση σε όλον τον Ελληνικό κόσμο. Έτσι η βουκολική (ποιμενική) αυτή ποίηση και μουσική άρχισε να εμπνέει σημαντικούς ποιητές της εποχής, που έγραψαν στίχους στους οποίους ποιμένες τραγουδούσαν και αντάλασσαν τραγούδια μέσα σε ένα όμορφο, γαλήνιο και γνήσιο φυσικό τοπίο, απαλλαγμένο από κάθε επικίνδυνη εξωτερική παρέμβαση. Το τοπίο αυτό παρέπεμπε σε μια επίγεια "Αρκαδία" συνώνυμη με ένα τόπο παραδείσου όπου ο άνθρωπος μπορεί να βρει γαλήνη, απλότητα, ευδαιμονία και ευτυχία. Έτσι, και με την πάροδο του χρόνου, αναπτύχθηκε το λογοτεχνικό είδος της βουκολικής (ποιμενικής) ποίησης (bucolic poetry - pastoral) που μιμείται την αγροτική ζωή και συχνά τη ζωή μιας φανταστικής εποχής, στην οποία κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι έρωτες μεταξύ ποιμένων. Η μεγάλη δημοτικότητα και διάρκεια που γνώρισε το είδος αυτό - διήρκεσε περίπου 2.000 χρόνια - εξηγείται από το αυτονόητο γεγονός ότι οι βοσκοί, απλοί άνθρωποι με τους οποίους ο καθένας μας μπορεί να ταυτισθεί - ασχολούνται με ένα καθολικό αντικείμενο. Έτσι το πολύπλοκο ανάγεται στο απλό, ενώ το οικουμενικό εκφράζεται στο συγκεκριμένο.
Πατέρας της βουκολικής ποίησης θεωρείται ο Έλληνας ποιητής Θεόκριτος (310-250 π.Χ.) από τις Συρακούσες. Ο Θεόκριτος είχε καταγωγή από τη νήσο Κω και έζησε στην Αίγυπτο στην εποχή του Πτολεμαίου ΙΙ. Ήταν μάλιστα ο τελευταίος ποιητής που έγραψε στη δωρική διάλεκτο. Στα ποιήματά του με τίτλο "Ειδύλλια" (Idylls), που έγραψε ενώ ήταν στην αυλή του Πτολεμαίου στην Αλεξάνδρεια, χρησιμοποίησε ανταλλαγή στίχων μεταξύ μυθιστορηματικών ποιμένων. Αν και άνθρωπος της πόλης ο ίδιος, στο έργο του αναπολεί τη φύση και αναφέρεται με νοσταλγία στους βοσκούς της παιδικής του ηλικίας και στην όμορφη εξοχή της πατρίδας του. Οι ιδεατοί ποιμένες που χρησιμοποιεί αφηγούνται τις ερωτικές τους περιπέτειες και εξυμνούν την αγαπημένη τους ποίηση και τους τραγουδιστές που θαυμάζουν:
..."Στην Αρκαδία τη δασωτή φυτρώνει ένα χορτάρι,
το τρώνε και τρελλαίνονται κι αλόγα και φοράδες
κι ορμούν και παίρνουν τα βουνά και τρέχουνε με λύσσα.
Έτσι το Δέλφι να τον 'δω ν' αφήση την παλαίστρα
κ' έτσι με λύσσα σαν τρελλός στο σπίτι μου να δράμη.
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι." ...
[ απόσπασμα, Θεόκριτου «Φαρμακεύτριαι», Μετάφραση Ι. Πολέμη]
Στο ειδυλλιό του "Θύρσις ή Ωδή", στο οποίο ο Θύρσις τραγουδά το θάνατο του Δάφνι, ο Θεόκριτος εισάγει τη μορφή και το περιεχόμενο της βουκολικής ελεγείας:
"...«Ω Πάν, είτε στ' ατέλειωτου Λυκαίου τα κορφοβούνια,
είτε στου Μαινάλου γυρνάς τα πυκνωμένα δάση,
παράτησε της ξακουστής Ελίκης τ' ακρωτήρι
και του Λυκαονίδη εκεί παράτησε το μνήμα,
αυτό που ακόμα κ' οι θεοί θωρώντας το θαυμάζουν,
κ' έλα σε τούτο το νησί της Σικελίας, έλα».
Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ' αγροτικό τραγούδι.
«Έλα και πάρε, βασιλιά, τούτη μου τη φλογέρα
πούν' ώμορφη, γλυκόφωνη και με κερί δεμένη,
γιατί απ' τον τόσον έρωτα στον Άδη κατεβαίνει
ο Δάφνις που τα βώδια σου βόσκει εδώ πέρα, ο Δάφνις
που τις δαμαλοπούλες σου, τους ταύρους σου ποτίζει».
Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ' αγροτικό τραγούδι...."
[ απόσπασμα, Θεόκριτου «Θύρσις ή Ωδή», Μετάφραση Ι. Πολέμη]
Τρεις αιώνες αργότερα ο Βιργίλιος (70-19 π.Χ.), ο μεγαλύτερος Ρωμαίος ποιητής, εμπνεύστηκε από τα "Ειδύλλια" για να γράψει στα Λατινικά δέκα ποιητικά αριστουργήματα της βουκολικής ποίησης, γνωστά σαν "Eclogues" ή "Βουκολικά" ("Bucolics"). Αντίθετα από τον Θεόκριτο, ο οποίος είχε τοποθετήσει τους ποιμένες του στη Σικελία, ο Βιργίλιος τους επανέφερε στην Αρκαδία, μια Αρκαδία όμως που έμοιαζε εντυπωσιακά με την Βόρεια Ιταλία, όπου ο ίδιος γεννήθηκε. Η πρώτη εμφάνιση του "Τάφου στην Αρκαδία" εμφανίζεται στο έργο αυτό (V, 42ff):
"A lasting monument to Daphnis raise
With this inscription to record his praise;
'Daphnis, the fields' delight, the shepherds' love,
Renown'd on earth and deifi'd above;
Whose flocks excelled the fairest on the plains,
But less than he himself surpassed the swains."
Οι κάτοικοι της "Αρκαδίας" του Βιργίλιου τραγουδούν για τον έρωτα και για την ποίησή τους, όπως ακριβώς και στην ποίηση του Θεόκριτου. Συγχρόνως όμως κάνουν κρίσιμες αναφορές στην πολιτική πραγματικότητα της πολυτάραχης περιόδου του Βιργίλιου. Πολλοί κατοπινοί μελετητές παρατηρούν πράγματι, πως τα "Βουκολικά" είναι πλήρη αναφορών στην πολιτική και στους πολιτικούς της εποχής, όπως ο Ιούλιος Καίσαρ και ο Οκτάβιος (Καίσαρ Αύγουστος).
Η ποιητική ανωτερότητα του Βιργίλιου έμελε να εξασφαλίσει μια περίοπτη θέση στα "Βουκολικά" στους επερχόμενους αιώνες της Ευρωπαϊκής κουλτούρας. Το έργο αυτό έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές όπως και αντικείμενο μίμησης κατά την περίοδο της Αναγέννησης, ειδικότερα από τον 14ο μέχρι τον 16ο αιώνα, στην Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία και Αγγλία. Ήταν μια περίοδος όπου η ποιητική τάση της "ποιμενικής ποίησης" (pastoral poetry) βρήκε μεγάλη απήχηση στους διανοούμενους και στις πολιτιστικές ελίτ της εποχής.
Κατά το Μεσαίωνα η βουκολική ποίηση περιορίστηκε στην pastourelle - ένα εγχώριο είδος που βασιζόταν στη διαλογική ποίηση - όπως και σε λίγες σκηνές θρησκευτικών έργων. Kατά την Αναγέννηση η Αρκαδία νοήθηκε σαν μια ιδεατή χώρα όπου βασιλεύει η επίγεια ευτυχία και κυριαρχούν οι αρχές του ουμανισμού, η γαλήνη, η ειρήνη, η δικαιοσύνη, η απλότητα. Έτσι, καθ' όλη την πορεία ανάπτυξης του κινήματος του ευρωπαϊκού ουμανισμού η (ιδεατή) Αρκαδία έμελε να εξυμνηθεί σε μια πληθώρα ποιητικών και πεζών έργων βουκολικής έμπνευσης, τα ποιμενικά ειδύλλια (pastoral romance), ορισμένα από τα οποία έφεραν ομώνυμο τίτλο. Τα ποιμενικά ειδύλλια συνήθως έχουν μορφή ενός μακρού πεζού αφηγηματικού λόγου, με σύνθετη πλοκή, διανθισμένου με εμβόλιμους στίχους τραγουδιών (lyrics) και χαρακτήρες που φέρουν ποιμενικά ονόματα. Για ευνοήτους λόγους επικράτησε το ρεύμα αυτό να ονομασθεί "αρκαδισμός" (arcadianism).
Ήδη από τις αρχές του 14ου αι. οι Δάντης, Πετράρχης και Βοκκάκιος, επηρεασμένοι από τον Βιργίλιο, έγραψαν βουκολικά ειδύλλια, προσαρμόζοντάς τα στο πνεύμα της αναγεννησιακής Ιταλίας. Οι συγγραφείς αυτοί συνέχισαν τις αλληγορίες του τελευταίου, επεκτείνοτας και εκλεπτύνοτας την πολιτική και θρησκευτική διάθεση και διάσταση με χρήση τη προσωπική τους γραφή. Αργότερα, στις αρχές του 150υ αι., ο Baptista Spagnuoli Mantuanus (1447 - 1516) έγραψε βουκολικά με έκδηλη σατυρική διάθεση, χρησιμοποιώντας αγροτικούς χαρακτήρες για να γελοιοποιήσει την Αυλή, την εκκλησία και τις γυναίκες της εποχής του.
Με αφετηρία το έργο Ameto του Βοκκάκιου (1342), η τάση αυτή αντιπροσωπεύται κύρια από τις δημιουργίες του Ναπολιτάνου Jacopo Sannazaro (Arcadia, 1504) και του Άγγλου Sir Philip Sidney (Arcadia, 1580 και 1584). Στα έργα αυτά η Αρκαδία νοείται σαν μια ιδεατή και φανταστική χώρα απαλλαγμένη απο τις νοθεύσεις του πολιτισμού. Το πρώτο έργο είναι ένα δημοφιλές ειδύλλιο γραμμένο στην Ιταλική γλώσσα, με βουκολικούς στίχους συνδεδεμένους με πεζή αφήγηση και αναφέρετα στην ανεκπλήρωτη αγάπη του ήρωα Sincero για κάποια γυναίκα που ονομαζόταν Phyllis. Ο Sincero αποσύρεται στην Αρκαδία για να μοιρασθεί την αγροτική ζωή των ποιμένων. Η Arcadia του Sidney είναι ένα ποιμενικό ειδύλλιο γραμμένο σε πεζό λόγο γεμάτο λυρισμό και υπάρχει σε δύο εκδόσεις. Η πρώτη γράφτηκε στο διάστημα 1577-1580, αλλά μεταξύ του 1580 και 1584 ο Sidney πραγματοποίησε μια ριζική αναθεώρηση του έργου προσθέτοντας και ένα τρίτο βιβλίο. Μετά το θάνατό του η έκδοση αυτή κυκλοφόρησε με τον τίτλο "The Countesse of Pembroke's Arcadia" (1590). Honore d' UrfeΚαι στις δύο εκδόσεις κυριαρχεί ο χρυσός κόσμος της Αρκαδίας και οι δοκιμασίες και τα κατορθώματα των πριγκίπων Musidorus και Pyrocles που αγωνίζονται να κερδίσουν τις αγαπημένες τους. Η Αρκαδία του Sidney θα ασκούσε αργότερα έντονη επιρροή και σε άλλους ποιητές, όπως στους Robert Greene (1558?-1592) και Thomas Lodge (1558-1625). Αλλά και ο Shakespeare (1564-1616) εμπνεύστηκε από αυτήν στην περιγραφή του χαρακτήρα του Gloucester στον "Βασιλιά Λήρ".
Στην ίδια τάση εντάσσονται και τα δημοφιλή έργα Diana του Jorge Montemayor (1572) στην Πορτογαλία, Galatea του Cervantes (1585) και "A la Arcadia" (1598) του Filix Lope de Vega Caprio στην Ισπανία. Στη Γαλλία επικράτησε το εγχώριο είδος pastourelle, ενώ αργότερα το βουκολικό ειδύλλιο βρήκε την εκφρασή του από τον Remy Belleau (Bergerie, 1572) και κυρίως τον Honoré d' Urfé (1567 - 1625) με το ποιμενικό του ειδύλλιο σε γραφή μπαρόκ "L' Astrée" ("Η Αστρέα"). Το έργο αυτό υπήρξε δημοφιλές και μνημειώδες, με 5 τόμους, 60 βιβλία, 5.399 σελίδες και 40 ιστορίες που συμπλέκονται γύρω από εκατοντάδες πρόσωπα (280), ανάμεσά τους νύμφες και εξιδανικευμένοι βοσκοί. Πρόκειται για μια ερωτική ιστορία ανάμεσα σ' ένα ζευγάρι ποιμένων, τον Celadon - το όνομα σχετίζεται με τον ποταμό Λάδωνα - και την Astrée, που παρουσιάζεται ως κόρη του Δία και της Θέμιδος, γραμμένη κατά την παράδοση των βουκολικών του Βιργίλιου, η οποία εκτυλίσσεται στην περιοχή Forez της Γαλλίας - και κυρίως γύρω από τον πύργο της πόλης Βastie - τον 5ο αιώνα μ. Χ. Το έργο βρίθει περιπετειών, πολεμικών και ερωτικών αγώνων, πραγματειών, διαλογισμών και ποιημάτων. Σαν κεντρικά του μηνύματα προβάλει τις αξίες και ιδεώδη της δικαιοσύνης, της αγάπης και της ειρήνης.
Μια διαφορετική εκδοχή του βουκολικού ειδύλλιου έδωσε ο Ιταλός ποιητής Giambattista Marino (1569-1625), ο οποίος κινήθηκε μεταξύ ευφημισμού και γκονγκορισμού. Το έργο του "Adone" (1623) είναι πλήρες επετηδευμένων λογοπαίγνιων και σκανδαλωδών μεταφορών.
Λίγο αργότερα το αρκαδικό ιδεώδες βρήκε εξέχουσα έκφραση στην περίφημη Ιταλική Αρκαδική Ακαδημία της Ρώμης (Accademia degli Arcadi), ένα αξιόλογο πνευματικό και καλλιτεχνικό κίνημα που ξεκίνησε αρχικά στη Ρώμη το 1656 από μια ομάδα ανθρώπων των γραμμάτων υπό την κηδεμονία της Βασίλισσας Χριστίνας της Σουηδίας. Η Χριστίνα, έχοντας ασπαστεί τον καθολικισμό και παραιτηθεί του θρόνου, εγκαταστάθηκε στη Ρώμη το 1655 όπου υποστήριξε ένθερμα τις τέχνες. Το ρεύμα αυτό πήρε την τελική μορφή και ονομασία του το 1690, ένα χρόνο μετά το θάνατό της. Η Ακαδημία είχε σαν συμβολική κεφαλή της την βασίλισσα και σαν έμβλημα τον αυλό του Πανός. Όλα της μάλιστα τα μέλη έφεραν ποιμενικά ονόματα. Η τάση αυτή αποζητούσε μια ρήξη με το κυρίαρχο την εποχή εκείνη στην Ιταλία ποιητικό ρεύμα του μαρινισμού (marinism), προτείνοντας μια περισσότερο φυσική και απλή ποιητική μορφή βασισμένη στην κλασική γραμματεία και ειδικότερα στην ελληνική και ρωμαϊκή βουκολική ποίηση. Τα επόμενα χρόνια ην Ακαδημία θα σημειώσει μέσα από τα προγράμματα και τις εκδηλώσεις της έντονη δραστηριότητα και θα ενθαρρύνει τη δημιουργία νέων σημαντικών ποιητικών, δραματικών και μουσικών έργων ποιμενικής έμπνευσης. Στους κόλπους της θα φιλοξενήσει επιφανείς εκπροσώπους της ευρωπαϊκής διανόησης από τους χώρους των γραμμάτων, της ζωγραφικής και της μουσικής μπαρόκ. Μεταξύ των επιφανών μελών της ήταν οι συνθέτες Bernardo Pasquini (1637 - 1710), Alessandro Scarlatti (1660 - 1725) και Arcangelo Corelli (1653 - 1713), ενώ μαζύ της συνεργάστηκε και ο George Frideric Handel (1685-1759). Σύμφωνα μάλιστα με το ιδρυτικό της μέλος και πρώτο της πρόεδρο Giovanni Maria Crescimbeni (1663 - 1728), στα 30 πρώτα χρόνια λειτουργίας της η Ακαδημία συγκέντρωνε 1300 μέλη, ενώ διατηρούσε 114 "αποικίες" εκτός Ρώμης. Η Αρκαδική Ακαδημία διήρκεσε δύο περίπου αιώνες.
Τον 19ο αιώνα ο Γκαίτε (Johann Wolfgang von Goethe, 1749-1832) έρχεται να υμνήσει την Αρκαδία στο μνημειώδες του έργο Φάουστ (Faust). Εκφράζοντας ένα έντονο φανταστικό βίωμα, και με έντονη φιλοσοφική και αλληγορική διάθεση, ο συγγραφέας συνδέει ποιητικά τον ρομαντικό μεσαίωνα της Δυτικής Γερμανίας με τη κλασσική ιδιοφυία των Ελλήνων, τοποθετώντας το γάμο του Φάουστ και της Ελένης της Τροίας σε ένα μεσαιωνικό κάστρο "Αρκαδία" της Σπάρτης (τρίτη πράξη του δευτέρου μέρους).
Αναφορά στην Αρκαδία και το αρκαδικό ιδεώδες κάνουν επίσης και οι Schiller (1759-1805) και Friedrich Nietzsche (1844-1900). Σημαντική είναι επίσης η επιρροή της Αρκαδίας στο ποιητικό κίνημα των Ρομαντικών (18ος-19ος αι.). O Schiller ειδικότερα, στο λυρικό του ποίημά του Resignation (εγκαρτέρηση), αναφωνεί:
Yes! even I was in Arcadia born,
And, in mine infant ears,
A vow of rapture was by Nature sworn;--
Yes! even I was in Arcadia born,
And yet my short spring gave me only--tears!
. . .
Αλλά και στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία και δραματουργία δεν είναι λίγοι oι δημιουργοί που έχουν εμπνευστεί από αυτήν. Ειδικότερα η σύγχρονη ποιμενική δραματουργία (ελεγεία, δράμα, ειδύλλιο, ποιμενική ποίηση) αντλεί πάντοτε τις πηγές της από τον αναγεννησιακό ουμανισμό και συχνά έχει άμεσες αναφορές στην Αρκαδία.
Η Ιδεατή Αρκαδία στην Τέχνη
Παράλληλα με την λογοτεχνική τάση της βουκολικής ποίησης, ήκμασε κατά την ίδια περίοδο ένα αξιόλογο ρεύμα ζωγραφικής, σύμφωνα με το οποίο ζωγραφικοί πίνακες και σχέδια αναπαριστούσαν ποιμένες μέσα σε ένα βουκολικό και ειδυλλιακό τοπίο με φόντο δάση και λόφους. Ειδικότερα μάλιστα, τον 17ο αιώνα ο Γάλλος ζωγράφος Νικόλας Πουσέν (Nicolas Poussin, 1594-1665) στηριζόμενος στο καλλιτεχνικό αυτό ρεύμα ζωγράφισε ένα από τους σημαντικότερους πίνακές του, γνωστό σαν "Οι ποιμένες της Αρκαδίας" η "ET IN ARCADIA EGO" (1647), που εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου. Ο πίνακας αυτός αναπαριστά με χαρακτηριστική στοχαστική και μελαγχολική διάθεση τρεις Αρκάδες ποιμένες, ντυμένους με αρχαιοπρέπεια, που στέκονται συμμετρικά γύρω από ένα τάφο με φόντο ένα όμορφο τοπίο. Ένας από αυτούς είναι γονατισμένος στο έδαφος και διαβάζει την λατινική επιγραφή που είναι χαραγμένη πάνω στον τάφο : "Et in Arcadia Ego", που κατά λέξη μεταφράζεται σαν "και εγώ στην Αρκαδία" και προσιδιάζει την κεντρική αλληγορία του έργου. Ο δεύτερος βοσκός φαίνεται να συζητά για την επιγραφή με μια πανέμορφη νέα που στέκεται κοντά του. Ο τρίτος στέκεται δίπλα σκεπτικός. Ο καλλιτέχνης είχε ήδη φιλοτεχνήσει πιο πριν (1629-1630) και έναν άλλον, λιγότερο γνωστό, πίνακα με το ίδιο θέμα. Υπάρχουν δύο κύριες και διαφορετικές ερμηνείες της επιγραφής αυτής. Είτε "Ακόμα και στην Αρκαδία, εγώ, ο Θάνατος, υπάρχω" ή "και εγώ (ο άνθρωπος στον τάφο) στην Αρκαδία έζησα".
Με βάση αυτήν την παραπάνω ερμηνευτική αντίθεση ο πίνακας του Πουσσέν αντανακλά μια μελαγχολική ενατένιση του θανάτου, επισημαίνοντας το γεγονός ότι η επίγεια ευτυχία είναι πολύ πρόσκαιρη και μεταβατική. Ακόμα και όταν αισθανθούμε ότι ανακαλύψαμε ένα μέρος όπου βασιλεύει η ειρήνη και η ευδαιμονία, θα πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι κάποτε αυτό θα έχει ένα τέλος και ότι όλα τότε θα χαθούν. Η ματαιότητα και το εφήμερο του επίγειου κόσμου και των πρόσκαιρων απολαύσεων και αγαθών φαίνεται έτσι να απηχεί το κεντρικό μήνυμα και νόημα της ρήσης-επιγραφής αυτής όπως και του πίνακα. Σύμφωνα μάλιστα με την ερμηνεία του πρώτου βιογράφου του Poussin Giovannis Pietro Bellori: "O τάφος μπορεί να βρεθεί ακόμα και στην Αρκαδία και αυτός ο θάνατος συμβαίνει μέσα στην ανθρώπινη απόλαυση".
Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η αλληγορική αυτή φράση ήταν γνωστή στην τέχνη από πιο πριν. Συγκεκριμένα εμφανίζεται για πρώτη φορά σε ένα πίνακα του Giovanni Francesco Guercino (Guerchain), που έγινε μεταξύ του 1621 και 1623. Και ο πίνακας αυτός, που παρουσιάζει δύο ανθρώπους να ενατενίζουν με εκστασιασμό ένα ανθρώπινο κρανίο στο δάσος, χαρακτηρίζεται από ανάλογη διάθεση και αλληγορία.
Πολλοί άλλοι καλλιτέχνες έμελαν αργότερα να απεικονίσουν το Αρκαδικό ιδεώδες, όπως και θέματα που περιστρέφονται γύρω από τον Αρκαδικό Μύθο: πίνακες και γκραβούρες που απεικονίζουν ειδυλλιακά βουκολικά τοπία με σκηνές που απηχούν τις ιδέες και τη διάθεση που που χαρακτηρίζει το "αρκαδικό ειδύλλιο", όπως σκηνές όπου πρωταγωνιστούν θεοί και νύμφες - ο Πάνας εδώ έχει ξεχωριστή θέση. Οι σημαντικότεροι δημιουργοί είναι οι Laurent de la Hyre (1606-1656), Peter Scheemakers (1691-1781), Francesco Zuccarelli (1702-1788), Richard Wilson (1714-1782), Sir Joshua Reynolds (1723-1792), Honore Fragonard (1732-1806), Leon Vaudoyer (1803-1872), Aubrey Beardsley (1872-1898), George Wilhelm Kolbe (1877-1947) και Augustus John (1878-1961).
Αναφορές του Βιργίλιου στους Αρκάδες και στην αρχαία Αρκαδία
To σημαντικότερο έργο του Βιργιλίου είναι η «Αινειάδα» (Aeneis), η οποία απηχεί την ιστορική και ηθική αποστολή της Ρώμης. Στο έργο αυτό ο ποιητής περιγράφει το ηρωικό έπος του Αινεία που ταξίδεψε μετά την πτώση της Τροίας και έφτασε ύστερα από πολλές περιπέτειες στο Λάτιο όπου βρήκε μια νέα πατρίδα. Εκεί ίδρυσε τη Ρώμη και έγινε έτσι ο πρόγονος όλων των Ρωμαίων. Η Αινειάδα έγινε έτσι το εθνικό έπος των Ρωμαίων. Αποτέλεσε μάλιστα για μια μακρά χρονική περίοδο (από την αρχαιότητα μέχρι την εποχή του μπαρόκ) σημείο αναφοράς για την ποίηση υψηλού επιπέδου.
Στην Αινειάδα ο Βιργίλιος δίνει μια σημαντική συμβολή στη γνώση των Αρκάδων που είχαν εγκατασταθεί στην Κάτω Ιταλία. Αναφέρει ότι οι Αρκάδες είναι λαός πελασγικός της Αρκαδίας της Πελοποννήσου που με το βασιλιά τους Εύανδρο εγκαταστάθηκαν στην περιοχή γύρω από τον Τίβερη, σε μια πόλη που την ονόμασαν Παλλάντιο, από το όνομα του προγόνου τους Πάλλαντα, που ήταν βασιλιάς και πρόπαππους του Ευάνδρου. Έχουν για προστάτη τους θεό τον Ηρακλή τον οποίο γιορτάζουν κάθε χρόνο με θυσίες και πλούσια τραπέζια.
Οι Αρκάδες βρίσκονται σε εχθρική σχέση με τους Λατίνους, γι' αυτό ο ποταμός Τίβερης συμβουλεύει τον Αινεία να ζητήσει τη συμμαχία τους. Ο Αινείας έρχεται στην πόλη τους και ζητάει βοήθεια από τον Εύανδρο, το βασιλιά τους, και Αρκάδες και Τρώες συμμαχούν (VIII 50,55 κεξ.) Αυτή τη συμμαχία την προφήτεψε η Σίβυλλα (VΙ 97).
Στην πόλη υπάρχει σπήλαιο του Πανός. Το σπήλαιο λατινικά λέγεται Lupercal και ελληνικά Λύκαιο, καθότι οι Αρκάδες τον Πάνα τον έλεγαν Λύκαιο (332 κεξ.). Ο Παν λατινικά λέγεται Lycalus Pan και στη γενική του φέρει ελληνική κατάληξη Lycaei Panos.
Αρκάδες και Τρώες έχουν το ίδιο αίμα, αφού κι ο Εύανδρος είχε πατέρα τον Ερμή, το γιο Μαίας, κόρης του Άτλαντα, και ο Δάρδανος (γενάρχης της Τροίας) είναι γιος της Ηλέκτρας που είναι και αυτή αδερφή της Μαίας δηλ. κόρη του Άτλαντα (VIII 142). Άμαθοι στον πόλεμο τους αναγκάζει ο Πάλλας, γιος του Ευάνδρου, να πολεμήσουν (Χ 364 κεξ.).
Στην ΧΙ ραψωδία φονεύεται ο Πάλλας και οι Αρκάδες ακολουθούν το φέρετρο "με τα όπλα στραμμένα στη γη" (στ. 93). Παραμένουν πιστοί σύμμαχοι των Τρώων μέχρι το τέλος της Αινειάδας.
Τέλος, ο Βιργίλιος αποκαλεί την Αρκαδία της Πελοποννήσου ψυχρή, γιατί είναι ορεινή. Στο (VIII 353 κεξ.) γίνεται υπαινιγμός ότι επειδή οι Αρκάδες κατοικούσαν σε υψηλούς τόπους, πρώτοι ίδρυσαν ναούς και καθιέρωσαν θρησκεία.
"Αrcadia": A region of ancient Greece in the central Peloponnesus. Its inhabitants, somewhat isolated from the rest of the world, proverbially lived a simple, pastoral life. Any region offering rural simplicity and contentment. The term Arcadia is used to refer to an imaginary and paradisal place.
Η Αρκαδία στη φιλοσοφία και λογοτεχνία
Με αναφορά τους κλασσικούς χρόνους η Αρκαδία είναι συνυφασμένη με την είδυλλιακή φύση, αλλά συγχρόνως και με τις θεμελιώδεις αξίες του ανθρωπισμού. Μέσα από το πέρασμα των αιώνων - και ειδικότερα κατά τον Διαφωτισμό και την Αναγέννηση - ο Αρκαδικός Μύθος έμελε να επηρεάσει βαθιά την ευρωπαϊκή κουλτούρα, δημιουργώντας φιλοσοφικά, λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά ρεύματα που αποτελούν τη βάση του ευρωπαϊκού πνεύματος και πολιτισμού.
Από την αρχαιότητα η Αρκαδία ήταν γνωστή σαν μια ιδιαίτερα ορεινή και δυσπρόσιτη χώρα, γεμάτη κοιλάδες και λαγκαδιές που περιβάλλονται από ψηλά βουνά. Οι κάτοικοί της ήταν κυρίως βοσκοί προβάτων και αιγών, ένας λαός αγροτικός και τραχύς που ζούσε απλοϊκά και ξέγνοιαστα μέσα στη φυσική ευφορία των κοιλάδων και των βουνών. Σύντομα όμως ο τοπικός πολιτισμός ήλθε να συνδεθεί με τα τοπικά παραδοσιακά τραγούδια, όπως και με το παίξιμο του αυλού, συνήθεια που οι Αρκάδες απέκτησαν κατά τη διάρκεια της βοσκής. Την τάση αυτή ενσάρκωνε εξ' άλλου ο ντόπιος θεός Πάνας. Ήταν αυτός που σύμφωνα με τη μυθολογία ανακάλυψε τον ομώνυμο αυλό, που τον αποτελούσαν επτά μη ισομήκη καλάμια ενωμένα με κερί και σπάγκο.
Η απλή, συγκοινησιακή και προσιτή μουσική που επινόησαν ο Πάνας και οι Αρκάδες ποιμένες, κέρδισε γρήγορα πλατιά απήχηση σε όλον τον Ελληνικό κόσμο. Έτσι η βουκολική (ποιμενική) αυτή ποίηση και μουσική άρχισε να εμπνέει σημαντικούς ποιητές της εποχής, που έγραψαν στίχους στους οποίους ποιμένες τραγουδούσαν και αντάλασσαν τραγούδια μέσα σε ένα όμορφο, γαλήνιο και γνήσιο φυσικό τοπίο, απαλλαγμένο από κάθε επικίνδυνη εξωτερική παρέμβαση. Το τοπίο αυτό παρέπεμπε σε μια επίγεια "Αρκαδία" συνώνυμη με ένα τόπο παραδείσου όπου ο άνθρωπος μπορεί να βρει γαλήνη, απλότητα, ευδαιμονία και ευτυχία. Έτσι, και με την πάροδο του χρόνου, αναπτύχθηκε το λογοτεχνικό είδος της βουκολικής (ποιμενικής) ποίησης (bucolic poetry - pastoral) που μιμείται την αγροτική ζωή και συχνά τη ζωή μιας φανταστικής εποχής, στην οποία κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι έρωτες μεταξύ ποιμένων. Η μεγάλη δημοτικότητα και διάρκεια που γνώρισε το είδος αυτό - διήρκεσε περίπου 2.000 χρόνια - εξηγείται από το αυτονόητο γεγονός ότι οι βοσκοί, απλοί άνθρωποι με τους οποίους ο καθένας μας μπορεί να ταυτισθεί - ασχολούνται με ένα καθολικό αντικείμενο. Έτσι το πολύπλοκο ανάγεται στο απλό, ενώ το οικουμενικό εκφράζεται στο συγκεκριμένο.
Πατέρας της βουκολικής ποίησης θεωρείται ο Έλληνας ποιητής Θεόκριτος (310-250 π.Χ.) από τις Συρακούσες. Ο Θεόκριτος είχε καταγωγή από τη νήσο Κω και έζησε στην Αίγυπτο στην εποχή του Πτολεμαίου ΙΙ. Ήταν μάλιστα ο τελευταίος ποιητής που έγραψε στη δωρική διάλεκτο. Στα ποιήματά του με τίτλο "Ειδύλλια" (Idylls), που έγραψε ενώ ήταν στην αυλή του Πτολεμαίου στην Αλεξάνδρεια, χρησιμοποίησε ανταλλαγή στίχων μεταξύ μυθιστορηματικών ποιμένων. Αν και άνθρωπος της πόλης ο ίδιος, στο έργο του αναπολεί τη φύση και αναφέρεται με νοσταλγία στους βοσκούς της παιδικής του ηλικίας και στην όμορφη εξοχή της πατρίδας του. Οι ιδεατοί ποιμένες που χρησιμοποιεί αφηγούνται τις ερωτικές τους περιπέτειες και εξυμνούν την αγαπημένη τους ποίηση και τους τραγουδιστές που θαυμάζουν:
..."Στην Αρκαδία τη δασωτή φυτρώνει ένα χορτάρι,
το τρώνε και τρελλαίνονται κι αλόγα και φοράδες
κι ορμούν και παίρνουν τα βουνά και τρέχουνε με λύσσα.
Έτσι το Δέλφι να τον 'δω ν' αφήση την παλαίστρα
κ' έτσι με λύσσα σαν τρελλός στο σπίτι μου να δράμη.
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι." ...
[ απόσπασμα, Θεόκριτου «Φαρμακεύτριαι», Μετάφραση Ι. Πολέμη]
Στο ειδυλλιό του "Θύρσις ή Ωδή", στο οποίο ο Θύρσις τραγουδά το θάνατο του Δάφνι, ο Θεόκριτος εισάγει τη μορφή και το περιεχόμενο της βουκολικής ελεγείας:
"...«Ω Πάν, είτε στ' ατέλειωτου Λυκαίου τα κορφοβούνια,
είτε στου Μαινάλου γυρνάς τα πυκνωμένα δάση,
παράτησε της ξακουστής Ελίκης τ' ακρωτήρι
και του Λυκαονίδη εκεί παράτησε το μνήμα,
αυτό που ακόμα κ' οι θεοί θωρώντας το θαυμάζουν,
κ' έλα σε τούτο το νησί της Σικελίας, έλα».
Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ' αγροτικό τραγούδι.
«Έλα και πάρε, βασιλιά, τούτη μου τη φλογέρα
πούν' ώμορφη, γλυκόφωνη και με κερί δεμένη,
γιατί απ' τον τόσον έρωτα στον Άδη κατεβαίνει
ο Δάφνις που τα βώδια σου βόσκει εδώ πέρα, ο Δάφνις
που τις δαμαλοπούλες σου, τους ταύρους σου ποτίζει».
Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ' αγροτικό τραγούδι...."
[ απόσπασμα, Θεόκριτου «Θύρσις ή Ωδή», Μετάφραση Ι. Πολέμη]
Τρεις αιώνες αργότερα ο Βιργίλιος (70-19 π.Χ.), ο μεγαλύτερος Ρωμαίος ποιητής, εμπνεύστηκε από τα "Ειδύλλια" για να γράψει στα Λατινικά δέκα ποιητικά αριστουργήματα της βουκολικής ποίησης, γνωστά σαν "Eclogues" ή "Βουκολικά" ("Bucolics"). Αντίθετα από τον Θεόκριτο, ο οποίος είχε τοποθετήσει τους ποιμένες του στη Σικελία, ο Βιργίλιος τους επανέφερε στην Αρκαδία, μια Αρκαδία όμως που έμοιαζε εντυπωσιακά με την Βόρεια Ιταλία, όπου ο ίδιος γεννήθηκε. Η πρώτη εμφάνιση του "Τάφου στην Αρκαδία" εμφανίζεται στο έργο αυτό (V, 42ff):
"A lasting monument to Daphnis raise
With this inscription to record his praise;
'Daphnis, the fields' delight, the shepherds' love,
Renown'd on earth and deifi'd above;
Whose flocks excelled the fairest on the plains,
But less than he himself surpassed the swains."
Οι κάτοικοι της "Αρκαδίας" του Βιργίλιου τραγουδούν για τον έρωτα και για την ποίησή τους, όπως ακριβώς και στην ποίηση του Θεόκριτου. Συγχρόνως όμως κάνουν κρίσιμες αναφορές στην πολιτική πραγματικότητα της πολυτάραχης περιόδου του Βιργίλιου. Πολλοί κατοπινοί μελετητές παρατηρούν πράγματι, πως τα "Βουκολικά" είναι πλήρη αναφορών στην πολιτική και στους πολιτικούς της εποχής, όπως ο Ιούλιος Καίσαρ και ο Οκτάβιος (Καίσαρ Αύγουστος).
Η ποιητική ανωτερότητα του Βιργίλιου έμελε να εξασφαλίσει μια περίοπτη θέση στα "Βουκολικά" στους επερχόμενους αιώνες της Ευρωπαϊκής κουλτούρας. Το έργο αυτό έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές όπως και αντικείμενο μίμησης κατά την περίοδο της Αναγέννησης, ειδικότερα από τον 14ο μέχρι τον 16ο αιώνα, στην Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία και Αγγλία. Ήταν μια περίοδος όπου η ποιητική τάση της "ποιμενικής ποίησης" (pastoral poetry) βρήκε μεγάλη απήχηση στους διανοούμενους και στις πολιτιστικές ελίτ της εποχής.
Κατά το Μεσαίωνα η βουκολική ποίηση περιορίστηκε στην pastourelle - ένα εγχώριο είδος που βασιζόταν στη διαλογική ποίηση - όπως και σε λίγες σκηνές θρησκευτικών έργων. Kατά την Αναγέννηση η Αρκαδία νοήθηκε σαν μια ιδεατή χώρα όπου βασιλεύει η επίγεια ευτυχία και κυριαρχούν οι αρχές του ουμανισμού, η γαλήνη, η ειρήνη, η δικαιοσύνη, η απλότητα. Έτσι, καθ' όλη την πορεία ανάπτυξης του κινήματος του ευρωπαϊκού ουμανισμού η (ιδεατή) Αρκαδία έμελε να εξυμνηθεί σε μια πληθώρα ποιητικών και πεζών έργων βουκολικής έμπνευσης, τα ποιμενικά ειδύλλια (pastoral romance), ορισμένα από τα οποία έφεραν ομώνυμο τίτλο. Τα ποιμενικά ειδύλλια συνήθως έχουν μορφή ενός μακρού πεζού αφηγηματικού λόγου, με σύνθετη πλοκή, διανθισμένου με εμβόλιμους στίχους τραγουδιών (lyrics) και χαρακτήρες που φέρουν ποιμενικά ονόματα. Για ευνοήτους λόγους επικράτησε το ρεύμα αυτό να ονομασθεί "αρκαδισμός" (arcadianism).
Ήδη από τις αρχές του 14ου αι. οι Δάντης, Πετράρχης και Βοκκάκιος, επηρεασμένοι από τον Βιργίλιο, έγραψαν βουκολικά ειδύλλια, προσαρμόζοντάς τα στο πνεύμα της αναγεννησιακής Ιταλίας. Οι συγγραφείς αυτοί συνέχισαν τις αλληγορίες του τελευταίου, επεκτείνοτας και εκλεπτύνοτας την πολιτική και θρησκευτική διάθεση και διάσταση με χρήση τη προσωπική τους γραφή. Αργότερα, στις αρχές του 150υ αι., ο Baptista Spagnuoli Mantuanus (1447 - 1516) έγραψε βουκολικά με έκδηλη σατυρική διάθεση, χρησιμοποιώντας αγροτικούς χαρακτήρες για να γελοιοποιήσει την Αυλή, την εκκλησία και τις γυναίκες της εποχής του.
Με αφετηρία το έργο Ameto του Βοκκάκιου (1342), η τάση αυτή αντιπροσωπεύται κύρια από τις δημιουργίες του Ναπολιτάνου Jacopo Sannazaro (Arcadia, 1504) και του Άγγλου Sir Philip Sidney (Arcadia, 1580 και 1584). Στα έργα αυτά η Αρκαδία νοείται σαν μια ιδεατή και φανταστική χώρα απαλλαγμένη απο τις νοθεύσεις του πολιτισμού. Το πρώτο έργο είναι ένα δημοφιλές ειδύλλιο γραμμένο στην Ιταλική γλώσσα, με βουκολικούς στίχους συνδεδεμένους με πεζή αφήγηση και αναφέρετα στην ανεκπλήρωτη αγάπη του ήρωα Sincero για κάποια γυναίκα που ονομαζόταν Phyllis. Ο Sincero αποσύρεται στην Αρκαδία για να μοιρασθεί την αγροτική ζωή των ποιμένων. Η Arcadia του Sidney είναι ένα ποιμενικό ειδύλλιο γραμμένο σε πεζό λόγο γεμάτο λυρισμό και υπάρχει σε δύο εκδόσεις. Η πρώτη γράφτηκε στο διάστημα 1577-1580, αλλά μεταξύ του 1580 και 1584 ο Sidney πραγματοποίησε μια ριζική αναθεώρηση του έργου προσθέτοντας και ένα τρίτο βιβλίο. Μετά το θάνατό του η έκδοση αυτή κυκλοφόρησε με τον τίτλο "The Countesse of Pembroke's Arcadia" (1590). Honore d' UrfeΚαι στις δύο εκδόσεις κυριαρχεί ο χρυσός κόσμος της Αρκαδίας και οι δοκιμασίες και τα κατορθώματα των πριγκίπων Musidorus και Pyrocles που αγωνίζονται να κερδίσουν τις αγαπημένες τους. Η Αρκαδία του Sidney θα ασκούσε αργότερα έντονη επιρροή και σε άλλους ποιητές, όπως στους Robert Greene (1558?-1592) και Thomas Lodge (1558-1625). Αλλά και ο Shakespeare (1564-1616) εμπνεύστηκε από αυτήν στην περιγραφή του χαρακτήρα του Gloucester στον "Βασιλιά Λήρ".
Στην ίδια τάση εντάσσονται και τα δημοφιλή έργα Diana του Jorge Montemayor (1572) στην Πορτογαλία, Galatea του Cervantes (1585) και "A la Arcadia" (1598) του Filix Lope de Vega Caprio στην Ισπανία. Στη Γαλλία επικράτησε το εγχώριο είδος pastourelle, ενώ αργότερα το βουκολικό ειδύλλιο βρήκε την εκφρασή του από τον Remy Belleau (Bergerie, 1572) και κυρίως τον Honoré d' Urfé (1567 - 1625) με το ποιμενικό του ειδύλλιο σε γραφή μπαρόκ "L' Astrée" ("Η Αστρέα"). Το έργο αυτό υπήρξε δημοφιλές και μνημειώδες, με 5 τόμους, 60 βιβλία, 5.399 σελίδες και 40 ιστορίες που συμπλέκονται γύρω από εκατοντάδες πρόσωπα (280), ανάμεσά τους νύμφες και εξιδανικευμένοι βοσκοί. Πρόκειται για μια ερωτική ιστορία ανάμεσα σ' ένα ζευγάρι ποιμένων, τον Celadon - το όνομα σχετίζεται με τον ποταμό Λάδωνα - και την Astrée, που παρουσιάζεται ως κόρη του Δία και της Θέμιδος, γραμμένη κατά την παράδοση των βουκολικών του Βιργίλιου, η οποία εκτυλίσσεται στην περιοχή Forez της Γαλλίας - και κυρίως γύρω από τον πύργο της πόλης Βastie - τον 5ο αιώνα μ. Χ. Το έργο βρίθει περιπετειών, πολεμικών και ερωτικών αγώνων, πραγματειών, διαλογισμών και ποιημάτων. Σαν κεντρικά του μηνύματα προβάλει τις αξίες και ιδεώδη της δικαιοσύνης, της αγάπης και της ειρήνης.
Μια διαφορετική εκδοχή του βουκολικού ειδύλλιου έδωσε ο Ιταλός ποιητής Giambattista Marino (1569-1625), ο οποίος κινήθηκε μεταξύ ευφημισμού και γκονγκορισμού. Το έργο του "Adone" (1623) είναι πλήρες επετηδευμένων λογοπαίγνιων και σκανδαλωδών μεταφορών.
Λίγο αργότερα το αρκαδικό ιδεώδες βρήκε εξέχουσα έκφραση στην περίφημη Ιταλική Αρκαδική Ακαδημία της Ρώμης (Accademia degli Arcadi), ένα αξιόλογο πνευματικό και καλλιτεχνικό κίνημα που ξεκίνησε αρχικά στη Ρώμη το 1656 από μια ομάδα ανθρώπων των γραμμάτων υπό την κηδεμονία της Βασίλισσας Χριστίνας της Σουηδίας. Η Χριστίνα, έχοντας ασπαστεί τον καθολικισμό και παραιτηθεί του θρόνου, εγκαταστάθηκε στη Ρώμη το 1655 όπου υποστήριξε ένθερμα τις τέχνες. Το ρεύμα αυτό πήρε την τελική μορφή και ονομασία του το 1690, ένα χρόνο μετά το θάνατό της. Η Ακαδημία είχε σαν συμβολική κεφαλή της την βασίλισσα και σαν έμβλημα τον αυλό του Πανός. Όλα της μάλιστα τα μέλη έφεραν ποιμενικά ονόματα. Η τάση αυτή αποζητούσε μια ρήξη με το κυρίαρχο την εποχή εκείνη στην Ιταλία ποιητικό ρεύμα του μαρινισμού (marinism), προτείνοντας μια περισσότερο φυσική και απλή ποιητική μορφή βασισμένη στην κλασική γραμματεία και ειδικότερα στην ελληνική και ρωμαϊκή βουκολική ποίηση. Τα επόμενα χρόνια ην Ακαδημία θα σημειώσει μέσα από τα προγράμματα και τις εκδηλώσεις της έντονη δραστηριότητα και θα ενθαρρύνει τη δημιουργία νέων σημαντικών ποιητικών, δραματικών και μουσικών έργων ποιμενικής έμπνευσης. Στους κόλπους της θα φιλοξενήσει επιφανείς εκπροσώπους της ευρωπαϊκής διανόησης από τους χώρους των γραμμάτων, της ζωγραφικής και της μουσικής μπαρόκ. Μεταξύ των επιφανών μελών της ήταν οι συνθέτες Bernardo Pasquini (1637 - 1710), Alessandro Scarlatti (1660 - 1725) και Arcangelo Corelli (1653 - 1713), ενώ μαζύ της συνεργάστηκε και ο George Frideric Handel (1685-1759). Σύμφωνα μάλιστα με το ιδρυτικό της μέλος και πρώτο της πρόεδρο Giovanni Maria Crescimbeni (1663 - 1728), στα 30 πρώτα χρόνια λειτουργίας της η Ακαδημία συγκέντρωνε 1300 μέλη, ενώ διατηρούσε 114 "αποικίες" εκτός Ρώμης. Η Αρκαδική Ακαδημία διήρκεσε δύο περίπου αιώνες.
Τον 19ο αιώνα ο Γκαίτε (Johann Wolfgang von Goethe, 1749-1832) έρχεται να υμνήσει την Αρκαδία στο μνημειώδες του έργο Φάουστ (Faust). Εκφράζοντας ένα έντονο φανταστικό βίωμα, και με έντονη φιλοσοφική και αλληγορική διάθεση, ο συγγραφέας συνδέει ποιητικά τον ρομαντικό μεσαίωνα της Δυτικής Γερμανίας με τη κλασσική ιδιοφυία των Ελλήνων, τοποθετώντας το γάμο του Φάουστ και της Ελένης της Τροίας σε ένα μεσαιωνικό κάστρο "Αρκαδία" της Σπάρτης (τρίτη πράξη του δευτέρου μέρους).
Αναφορά στην Αρκαδία και το αρκαδικό ιδεώδες κάνουν επίσης και οι Schiller (1759-1805) και Friedrich Nietzsche (1844-1900). Σημαντική είναι επίσης η επιρροή της Αρκαδίας στο ποιητικό κίνημα των Ρομαντικών (18ος-19ος αι.). O Schiller ειδικότερα, στο λυρικό του ποίημά του Resignation (εγκαρτέρηση), αναφωνεί:
Yes! even I was in Arcadia born,
And, in mine infant ears,
A vow of rapture was by Nature sworn;--
Yes! even I was in Arcadia born,
And yet my short spring gave me only--tears!
. . .
Αλλά και στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία και δραματουργία δεν είναι λίγοι oι δημιουργοί που έχουν εμπνευστεί από αυτήν. Ειδικότερα η σύγχρονη ποιμενική δραματουργία (ελεγεία, δράμα, ειδύλλιο, ποιμενική ποίηση) αντλεί πάντοτε τις πηγές της από τον αναγεννησιακό ουμανισμό και συχνά έχει άμεσες αναφορές στην Αρκαδία.
Η Ιδεατή Αρκαδία στην Τέχνη
Παράλληλα με την λογοτεχνική τάση της βουκολικής ποίησης, ήκμασε κατά την ίδια περίοδο ένα αξιόλογο ρεύμα ζωγραφικής, σύμφωνα με το οποίο ζωγραφικοί πίνακες και σχέδια αναπαριστούσαν ποιμένες μέσα σε ένα βουκολικό και ειδυλλιακό τοπίο με φόντο δάση και λόφους. Ειδικότερα μάλιστα, τον 17ο αιώνα ο Γάλλος ζωγράφος Νικόλας Πουσέν (Nicolas Poussin, 1594-1665) στηριζόμενος στο καλλιτεχνικό αυτό ρεύμα ζωγράφισε ένα από τους σημαντικότερους πίνακές του, γνωστό σαν "Οι ποιμένες της Αρκαδίας" η "ET IN ARCADIA EGO" (1647), που εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου. Ο πίνακας αυτός αναπαριστά με χαρακτηριστική στοχαστική και μελαγχολική διάθεση τρεις Αρκάδες ποιμένες, ντυμένους με αρχαιοπρέπεια, που στέκονται συμμετρικά γύρω από ένα τάφο με φόντο ένα όμορφο τοπίο. Ένας από αυτούς είναι γονατισμένος στο έδαφος και διαβάζει την λατινική επιγραφή που είναι χαραγμένη πάνω στον τάφο : "Et in Arcadia Ego", που κατά λέξη μεταφράζεται σαν "και εγώ στην Αρκαδία" και προσιδιάζει την κεντρική αλληγορία του έργου. Ο δεύτερος βοσκός φαίνεται να συζητά για την επιγραφή με μια πανέμορφη νέα που στέκεται κοντά του. Ο τρίτος στέκεται δίπλα σκεπτικός. Ο καλλιτέχνης είχε ήδη φιλοτεχνήσει πιο πριν (1629-1630) και έναν άλλον, λιγότερο γνωστό, πίνακα με το ίδιο θέμα. Υπάρχουν δύο κύριες και διαφορετικές ερμηνείες της επιγραφής αυτής. Είτε "Ακόμα και στην Αρκαδία, εγώ, ο Θάνατος, υπάρχω" ή "και εγώ (ο άνθρωπος στον τάφο) στην Αρκαδία έζησα".
Με βάση αυτήν την παραπάνω ερμηνευτική αντίθεση ο πίνακας του Πουσσέν αντανακλά μια μελαγχολική ενατένιση του θανάτου, επισημαίνοντας το γεγονός ότι η επίγεια ευτυχία είναι πολύ πρόσκαιρη και μεταβατική. Ακόμα και όταν αισθανθούμε ότι ανακαλύψαμε ένα μέρος όπου βασιλεύει η ειρήνη και η ευδαιμονία, θα πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι κάποτε αυτό θα έχει ένα τέλος και ότι όλα τότε θα χαθούν. Η ματαιότητα και το εφήμερο του επίγειου κόσμου και των πρόσκαιρων απολαύσεων και αγαθών φαίνεται έτσι να απηχεί το κεντρικό μήνυμα και νόημα της ρήσης-επιγραφής αυτής όπως και του πίνακα. Σύμφωνα μάλιστα με την ερμηνεία του πρώτου βιογράφου του Poussin Giovannis Pietro Bellori: "O τάφος μπορεί να βρεθεί ακόμα και στην Αρκαδία και αυτός ο θάνατος συμβαίνει μέσα στην ανθρώπινη απόλαυση".
Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η αλληγορική αυτή φράση ήταν γνωστή στην τέχνη από πιο πριν. Συγκεκριμένα εμφανίζεται για πρώτη φορά σε ένα πίνακα του Giovanni Francesco Guercino (Guerchain), που έγινε μεταξύ του 1621 και 1623. Και ο πίνακας αυτός, που παρουσιάζει δύο ανθρώπους να ενατενίζουν με εκστασιασμό ένα ανθρώπινο κρανίο στο δάσος, χαρακτηρίζεται από ανάλογη διάθεση και αλληγορία.
Πολλοί άλλοι καλλιτέχνες έμελαν αργότερα να απεικονίσουν το Αρκαδικό ιδεώδες, όπως και θέματα που περιστρέφονται γύρω από τον Αρκαδικό Μύθο: πίνακες και γκραβούρες που απεικονίζουν ειδυλλιακά βουκολικά τοπία με σκηνές που απηχούν τις ιδέες και τη διάθεση που που χαρακτηρίζει το "αρκαδικό ειδύλλιο", όπως σκηνές όπου πρωταγωνιστούν θεοί και νύμφες - ο Πάνας εδώ έχει ξεχωριστή θέση. Οι σημαντικότεροι δημιουργοί είναι οι Laurent de la Hyre (1606-1656), Peter Scheemakers (1691-1781), Francesco Zuccarelli (1702-1788), Richard Wilson (1714-1782), Sir Joshua Reynolds (1723-1792), Honore Fragonard (1732-1806), Leon Vaudoyer (1803-1872), Aubrey Beardsley (1872-1898), George Wilhelm Kolbe (1877-1947) και Augustus John (1878-1961).
Αναφορές του Βιργίλιου στους Αρκάδες και στην αρχαία Αρκαδία
To σημαντικότερο έργο του Βιργιλίου είναι η «Αινειάδα» (Aeneis), η οποία απηχεί την ιστορική και ηθική αποστολή της Ρώμης. Στο έργο αυτό ο ποιητής περιγράφει το ηρωικό έπος του Αινεία που ταξίδεψε μετά την πτώση της Τροίας και έφτασε ύστερα από πολλές περιπέτειες στο Λάτιο όπου βρήκε μια νέα πατρίδα. Εκεί ίδρυσε τη Ρώμη και έγινε έτσι ο πρόγονος όλων των Ρωμαίων. Η Αινειάδα έγινε έτσι το εθνικό έπος των Ρωμαίων. Αποτέλεσε μάλιστα για μια μακρά χρονική περίοδο (από την αρχαιότητα μέχρι την εποχή του μπαρόκ) σημείο αναφοράς για την ποίηση υψηλού επιπέδου.
Στην Αινειάδα ο Βιργίλιος δίνει μια σημαντική συμβολή στη γνώση των Αρκάδων που είχαν εγκατασταθεί στην Κάτω Ιταλία. Αναφέρει ότι οι Αρκάδες είναι λαός πελασγικός της Αρκαδίας της Πελοποννήσου που με το βασιλιά τους Εύανδρο εγκαταστάθηκαν στην περιοχή γύρω από τον Τίβερη, σε μια πόλη που την ονόμασαν Παλλάντιο, από το όνομα του προγόνου τους Πάλλαντα, που ήταν βασιλιάς και πρόπαππους του Ευάνδρου. Έχουν για προστάτη τους θεό τον Ηρακλή τον οποίο γιορτάζουν κάθε χρόνο με θυσίες και πλούσια τραπέζια.
Οι Αρκάδες βρίσκονται σε εχθρική σχέση με τους Λατίνους, γι' αυτό ο ποταμός Τίβερης συμβουλεύει τον Αινεία να ζητήσει τη συμμαχία τους. Ο Αινείας έρχεται στην πόλη τους και ζητάει βοήθεια από τον Εύανδρο, το βασιλιά τους, και Αρκάδες και Τρώες συμμαχούν (VIII 50,55 κεξ.) Αυτή τη συμμαχία την προφήτεψε η Σίβυλλα (VΙ 97).
Στην πόλη υπάρχει σπήλαιο του Πανός. Το σπήλαιο λατινικά λέγεται Lupercal και ελληνικά Λύκαιο, καθότι οι Αρκάδες τον Πάνα τον έλεγαν Λύκαιο (332 κεξ.). Ο Παν λατινικά λέγεται Lycalus Pan και στη γενική του φέρει ελληνική κατάληξη Lycaei Panos.
Αρκάδες και Τρώες έχουν το ίδιο αίμα, αφού κι ο Εύανδρος είχε πατέρα τον Ερμή, το γιο Μαίας, κόρης του Άτλαντα, και ο Δάρδανος (γενάρχης της Τροίας) είναι γιος της Ηλέκτρας που είναι και αυτή αδερφή της Μαίας δηλ. κόρη του Άτλαντα (VIII 142). Άμαθοι στον πόλεμο τους αναγκάζει ο Πάλλας, γιος του Ευάνδρου, να πολεμήσουν (Χ 364 κεξ.).
Στην ΧΙ ραψωδία φονεύεται ο Πάλλας και οι Αρκάδες ακολουθούν το φέρετρο "με τα όπλα στραμμένα στη γη" (στ. 93). Παραμένουν πιστοί σύμμαχοι των Τρώων μέχρι το τέλος της Αινειάδας.
Τέλος, ο Βιργίλιος αποκαλεί την Αρκαδία της Πελοποννήσου ψυχρή, γιατί είναι ορεινή. Στο (VIII 353 κεξ.) γίνεται υπαινιγμός ότι επειδή οι Αρκάδες κατοικούσαν σε υψηλούς τόπους, πρώτοι ίδρυσαν ναούς και καθιέρωσαν θρησκεία.
Δημοσίευση σχολίου