Η πρώτη μου επαφή με ψυχωτικό ασθενή ήταν όταν ήμουν
φοιτήτρια στο δεύτερο έτος και έκανα την εργαστηριακή μου πρακτική άσκηση στο
κέντρο ψυχικής υγείας. Οι συνεδρίες εκεί εκτελούνταν κυρίως σε θεραπευτικές
ομάδες με ασθενείς με τα ίδια ψυχικά νοσήματα.
Θα αναφερθώ σε έναν ασθενή με παρανοϊκή σχιζοφρένεια, ο
οποίος υπέφερε από συχνές ακουστικές ψευδαισθήσεις.
Ο κ.Π ήταν 27 χρονών και απόφοιτος πολιτικών επιστημών. Είχε
μια φρέσκια εμφάνιση, ήρεμο πρόσωπο και ένα γαλήνιο βλέμμα που ερχόταν σε
σύγκρουση με το ανησυχητικό ιστορικό που είχα διαβάσει στο ιστορικό του.
Δύο χρόνια νωρίτερα, είχε νοσηλευτεί στη ψυχιατρική κλινική
έπειτα από οξεία φάση ψυχωτικού παραληρήματος. Ιστορικό σχιζοφρένειας δεν είχε
στην οικογένεια του. Ήταν ήσυχο παιδί και συνεπής μαθητής αλλά και φοιτητής.
Μάλιστα, είχε πάρει και υποτροφία στις σπουδές του.
Όταν πήγε σε άλλη πόλη να ξεκινήσει το μεταπτυχιακό του, ενώ
είχε κρατήσει και συνεχίσει μια καλή φοιτητική ζωή με έντονη ζωντάνια, ξαφνικά
εξαφανίστηκε για τέσσερις μέρες. Οι φίλοι του τον έψαξαν αλλά δεν τον βρήκαν.
Το σπίτι του παρέμενε ερμητικά κλειστό και κανένα πουθενά ίχνος του.
Έπειτα από παράπονα
γειτόνων για έντονη δυσοσμία που ερχόταν από το διαμέρισμα, κλήθηκαν οι γονείς
του να έρθουν και να παραβιαστεί το μέρος. Αυτό που αντίκρισαν ήταν άκρως
αποκρουστικό.
Σκισμένα και σπασμένα αντικείμενα και ρούχα, ωμά κοτόπουλα
και κρέας παντού, περιττώματα και ούρα σε όλο το σπίτι και ο νεαρός γυμνός με
πληγές σε όλο του το σώμα, μετρώντας κατσαρίδες και άλλα ζωύφια. Έγινε εισαγωγή
του σε ψυχιατρική κλινική και πήρε φαρμακευτική αγωγή.
Έκτοτε παρακολουθείτε από θεραπευτές στο κέντρο ψυχικής
υγείας και παίρνει φαρμακευτική αγωγή. Ακόμη υποστηρίζει και συνεχίζει να
μιλάει με τη φωνή που ακούει, ένα ελάφι όπως υποστηρίζει το οποίο του δίνει
εντολές αλλά πλέον δεν μπορεί να τις εκτελέσει υπό το φόβο ότι θα εισαχθεί πάλι
στη ψυχιατρική κλινική, κάτι που δεν θέλει να συμβεί.
Πολλοί άνθρωποι,
περισσότεροι από αυτούς που εμείς πιστεύουμε ακούνε φωνές. Οι φωνές αυτές είναι
αληθινές εμπειρίες και όχι φανταστικές, παρά το γεγονός ότι οι άλλοι δεν
μπορούν να τις ακούσουν.
Υπάρχει συνήθως ένα πρότυπο σχετικά με το πότε εμφανίζονται
οι φωνές, πότε σταματούν, πότε επιδεινώνονται και πότε βελτιώνονται. Οι φωνές
συχνά εμφανίζονται ή επιδεινώνονται όταν το άτομο που τις ακούει αισθάνεται
πιεσμένο από διάφορες καθημερινές έγνοιες. ( απώλεια ενός συγγενή, συντρόφου,
φίλου, ανεργία, έντονο άγχος, διαζύγιο κ.α.)
Οι περισσότερες γνώσεις μας και ο
τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την εμπειρία του να «ακούει κάποιος φωνές»
βασίζονται κυρίως σε άτομα που ακούνε φωνές, τα οποία έχουν, ή είχαν,
μία ψυχική ασθένεια. Παρόλα αυτά δεν ακούνε φωνές μόνο οι σχιζοφρενείς. Άτομα
με νευρική ανορεξία- βουλιμία, δυσθυμία, κατάθλιψη με παρανοϊκά στοιχεία,
κατάχρηση αλκοόλ, ναρκωτικών, γενικευμένη αγχώδη διαταραχή, ψυχαναγκαστική
διαταραχή και διαταραχή πανικού είναι κάποιες ασθένειες που οι ασθενείς ακούνε
φωνές.
Η εμπειρία του να ακούει κάποιος φωνές είναι πολύ
δυσάρεστη και αγχώδη κατάσταση. Οι φωνές έχουν συνήθως την μορφή μουρμουρητών,
ψιθύρων, θροίσματα φύλλων, θόρυβος από σωλήνες ή και απλή ομιλία. Μπορεί να
προέρχονται από γυναίκες, άντρες, παιδιά ή και όλα μαζί.
Μερικές φορές οι φωνές λένε ευχάριστα πράγματα, ακόμα και
σοφά πράγματα, σε άλλες στιγμές οι «φωνές» μπορεί να λένε κακά πράγματα ή να
βρίζουν. Οι «φωνές» μπορούν ακόμη, κατά καιρούς, να «διατάζουν» αυτόν που τις
ακούει να κάνει πράγματα ή να μην κάνει πράγματα που ο ίδιος μπορεί να θέλει ή
να μη θέλει να κάνει.
Οι πιο συνηθισμένες ερμηνείες από άτομα που ακούνε «φωνές»
είναι ότι οι φωνές είναι από πνεύματα νεκρών ανθρώπων, αγγέλους, δαίμονες,
άγνωστης ταυτότητας αόρατα όντα κ.α.
Παραδοσιακά,
η μόνη λύση σε κάποιον που έχει ακουστικές ψευδαισθήσεις είναι τα φάρμακα. Νέα
δεδομένα όμως οδηγούν ότι η γνωσιακή – συμπεριφορική ψυχοθεραπεία είναι εξίσου
αποτελεσματική. Η τελευταία λειτουργεί μέσω της εξέτασης των πεποιθήσεων και
των πράξεών σου και προσπαθεί να τις τροποποιήσει κάνοντάς τες πιο
«ρεαλιστικές».
Φανταστείτε ότι στέκεστε στον
διάδρομο ενός άγνωστου κτιρίου, με πάρα πολλούς διαδρόμους, ασανσέρ και πολλές
πόρτες. Εσείς προσπαθείτε να κατανοήσετε πως θα πάτε στην αίθουσα που
επιθυμείτε. Αρχίζετε να κάνετε ένα πλάνο
οδηγιών στο μυαλό σας.
<< Ανεβαίνετε
τη πρώτη σκάλα, έπειτα βρίσκετε ένα διάδρομο δίπλα από τη πόρτα 211 και
προχωράτε ευθεία όπου βρίσκετε το ασανσέρ που οδηγεί στην απέναντι πλευρά του
κτιρίου >>
Όσο αναλογίζεστε που βρίσκετε η
πόρτα 211, αρχίζοντας να αμφισβητείτε την ακεραιότητα των ικανοτήτων της
πλοήγησης σας, νιώθετε ένα άγγιγμα στον ώμο σας.
«Το ασανσέρ είναι προς τα εκεί, όπου
εκεί είναι και το δωμάτιο 211». Ένας περαστικός σας δείχνει τη σωστή
κατεύθυνση. Προφανώς θα σκεφτόσασταν τόσο έντονα τις κατευθύνσεις που τις
μουρμουράγατε φωναχτά. Ο διανοητικός αυτός διάλογος προοριζόταν να παραμείνει
μόνο στο μυαλό σας και όμως καταλήξατε να μεταδίδετε τις σκέψεις σας σε έναν
πλήρη ξένο.
Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται
υποφωνητική ομιλία και συμβαίνει σε κάθε άνθρωπο.
Ο εγκέφαλός μας επεξεργάζεται όλες τις γλώσσες, ακόμη και την ιδιωτική γλώσσα στο μυαλό μας, χρησιμοποιώντας διακριτές γλωσσικές περιοχές και τεράστιες νευρικές οδούς που μεταδίδουν οδηγίες προς τους μύες της ομιλίας. Οι σκέψεις μας μετατρέπονται σε υποφωνητική ομιλία, όταν ο μηχανισμός στρεσάρεται και κάνει τους εν λόγω μύες να συσταλούν, παρόλο που αυτή η διέγερση είναι συνήθως πολύ αδύναμη για να δημιουργήσει μια φωνή που ο καθένας θα μπορούσε πραγματικά να ακούσει.
Ο εγκέφαλός μας επεξεργάζεται όλες τις γλώσσες, ακόμη και την ιδιωτική γλώσσα στο μυαλό μας, χρησιμοποιώντας διακριτές γλωσσικές περιοχές και τεράστιες νευρικές οδούς που μεταδίδουν οδηγίες προς τους μύες της ομιλίας. Οι σκέψεις μας μετατρέπονται σε υποφωνητική ομιλία, όταν ο μηχανισμός στρεσάρεται και κάνει τους εν λόγω μύες να συσταλούν, παρόλο που αυτή η διέγερση είναι συνήθως πολύ αδύναμη για να δημιουργήσει μια φωνή που ο καθένας θα μπορούσε πραγματικά να ακούσει.
Μια θεωρία λοιπόν έχει να κάνει ότι
οι ακουστικές ψευδαισθήσεις έχουν να κάνουν με το φαινόμενο της υποφωνητικής
ομιλίας. Οι εμπειρίες δηλαδή που
περιγράφουν οι άνθρωποι που ακούνε φωνές είναι μόνο τα ακούσια μουρμουρητά των
μυών της ομιλίας τους. Αν ναι όμως, γιατί οι σχιζοφρενείς ή αυτή η ομάδα
ανθρώπων τυχαίνει να παρατηρούν την υποφωνητική ομιλία τους, ενώ οι υγιείς
άνθρωποι δεν το κάνουν;
Κάθε φορά που ένα άτομο ακούει τη φωνή του, ένα ασυνείδητο κύκλωμα αναγνώρισης ανάβει στον εγκέφαλο. Λειτουργεί, συγκρίνοντας τον ήχο που ακούει με τον αναμενόμενο ήχο της φωνής του. Εάν η πραγματική φωνή ταιριάζει με την πρόβλεψη, ο εγκέφαλος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η φωνή ήταν αυτο-δημιούργητη. Εναλλακτικά, αν η φωνή δεν ταιριάζει με την πρόβλεψη, ο εγκέφαλος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι κάποιος άλλος μιλάει.
Στους ανθρώπους που ακούνε φωνές, πιστεύεται ότι υπάρχει ένα ελάττωμα σε αυτό το κύκλωμα. Ακόμη όμως δεν υπάρχουν σαφή ευρήματα για το από πού προέρχονται οι φωνές που μερικοί άνθρωποι ακούνε και δεν είναι η δική τους.
Έρευνες καταλήγουν ότι περίπου το 5% του γενικού πληθυσμού
ακούει φωνές και ότι αυτές τις φωνές μπορούμε να τις ανιχνεύσουμε σε σαρωτές
εγκεφάλου, σε σημεία που υπό κανονικές συνθήκες παράγονται οι λεκτικές σκέψεις
ή ο εσωτερικός διάλογος. Ωστόσο τα άτομα που έχουν ακουστικές ψευδαισθήσεις
βασανίζονται από αυτές. Τα φάρμακα σπάνια είναι αρκετά και η ψυχοθεραπεία (
θεραπεία μέσω της ομιλίας), συχνά διευκολύνει περισσότερο αυτά τα άτομα και
υπάρχει καλύτερο θεραπευτικό πλαίσιο.
Εν ολίγοις, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ αυτών που
θεωρούνται φυσιολογικοί και αυτών που θεωρούνται διαταραγμένοι δεν είναι τόσο
ξεκάθαρη γιατί και << φυσιολογικοί >> κάποια στιγμή της ζωής του παρουσιάζουν
ψευδαισθήσεις και πιο σπάνια ακουστικές ψευδαισθήσεις.
Ανθή Κυριακοπούλου
Δημοσίευση σχολίου