Τὴν Πέμπτη 1η Δεκεμβρίου 2016 καὶ ὥρα 8.00 τὸ βράδυ, στον Μητροπολιτικὸ Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως τελέσθηκε ἱερὰ Ἀγρυπνία, ἐπὶ τῇ μνήμῃ τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ τοῦ Καυσοκαλυβίτου.
Πλῆθος Τριπολιτῶν, εὐλαβῶν καὶ φιλεόρτων Χριστιανῶν προσῆλθαν στήν ἱερὰ αὐτὴ Ἀκολουθία, τιμῶντες τὸν νεοανακηρυχθέντα Ἅγιον τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁ Ὅσιος Γέρων Πορφύριος
Ὁ Ὅσιος Γέρων Πορφύριος, κατὰ κόσμον Εὐάγγελος Μπαϊρακτάρης, γεννήθηκε στίς 7 Φεβρουαρίου 1906 μ.Χ., στην Εὔβοια, στο χωριὸ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς ἐπαρχίας Καρυστίας. Οἱ γονεῖς του, Λεωνίδας Μπαϊρακτάρης καὶ Ἑλένη, τὸ γένος Ἀντωνίου Λάμπρου, ἦταν εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεοι ἄνθρωποι. Ὁ πατέρας τοῦ, μάλιστα, ἦταν ψάλτης στό χωριὸ καὶ εἶχε γνωρίσει προσωπικὰ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο. Ἡ οἰκογένειά του ἦταν πολυμελὴς καὶ οἱ γονεῖς, φτωχοὶ γεωργοί, δυσκολεύονταν νά τή συντηρήσουν. Γι’ αὐτὸ ὁ πατέρας ὑποχρεώθηκε νά φύγει στήν Ἀμερική, ὅπου δούλεψε στήν κατασκευὴ τῆς διώρυγας τοῦ Παναμᾶ. Ὁ μικρὸς Εὐάγγελος ἦταν τὸ τέταρτο παιδὶ τῆς οἰκογένειας. Φύλαγε πρόβατα στό βουνὸ καὶ εἶχε παρακολουθήσει μόνο τὴν πρώτη τάξῃ τοῦ Δημοτικοῦ, ὅταν ἀναγκάστηκε καὶ αὐτὸς λόγῳ τῆς μεγάλης φτώχειας νά πάει στή Χαλκίδα γιά νά δουλέψει. Ἧταν μόλις ἑπτὰ χρόνων. Ἐργάστηκε δύο – τρία χρόνια σ’ ἔνα κατάστημα. Μετὰ πῆγε στόν Πειραιᾶ, ὅπου δούλεψε δύο χρόνια στό παντοπωλεῖο ἑνὸς συγγενοῦς. Στά δώδεκά του χρόνια ἔφυγε κρυφὰ γιά τὸ Ἅγιον Ὄρος, μὲ τὸν πόθο νά μιμηθεῖ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Καλυβίτη, τὸν ὁποῖο εἶχε ἰδιαίτερα ἀγαπήσει, ὅταν παλαιότερα εἶχε διαβάσει τὸ βίο του. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τὸν ὁδήγησε στήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Καυσοκαλυβίων καὶ στήν ὑποταγὴ δύο Γερόντων, τοῦ Παντελεήμονος, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ πνευματικός, καὶ τοῦ Ἰωαννικίου, ἀδελφῶν κατὰ σάρκα. Ἀφοσιώθηκε στούς δύο Γέροντες, ποὺ κατὰ κοινὴ ὁμολογία ἦταν ἰδιαίτερα αὐστηροί, μὲ μεγάλη ἀγάπη καὶ μὲ πνεῦμα ἀπολύτης ὑπακοῆς. Ἔγινε Μοναχὸς σὲ ἡλικία δεκατεσσάρων ἐτῶν καὶ πῆρε τὸ ὄνομα Νικῆτας. Μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια ἔγινε μεγαλόσχημος. Λίγο ἀργότερα ὁ Θεὸς τοῦ δώρισε τὸ διορατικὸ χάρισμα. Στά δεκαεννέα του χρόνια ὁ Γέροντας ἀρρώστησε πολὺ σοβαρά, γεγονός που τὸν ἀνάγκασε νά ἐγκαταλείψει ὁριστικὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐπέστρεψε τότε στήν Εὔβοια, ὅπου ἐγκαταβίωσε στή Μονὴ τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους Λευκῶν. Ἕνα χρόνο ἀργότερα, τὸ ἔτος 1926, σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν, χειροτονήθηκε Ἱερέας στόν Ἅγιο Χαράλαμπο Κύμης ἀπὸ τὸν Πορφύριο Γ’ , Ἀρχιεπίσκοπο Σινᾶ, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Πορφύριος. Στα εἴκοσι δύο του ἔγινε Πνευματικός-Ἐξομολόγος καὶ λίγο ἀργότερα, Ἀρχιμανδρίτης. Για ἕνα διάστημα ἐργάστηκε ὡς Ἐφημέριος στους Τσακαίους, χωριὸ τῆς Εὐβοίας. Στην Εὔβοια, στήν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Χαραλάμπους, ἔζησε δώδεκα χρόνια, διακονώντας τοὺς ἀνθρώπους ὡς Πνευματικὸς καὶ Ἐξολόγος, καὶ τρία χρόνια στήν Ἄνω Βαθειά, στήν ἐγκαταλελειμμένη Μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Τὸ 1940, παραμονὲς τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ὁ Γέροντας Πορφύριος ἐγκαταστάθηκε στήν Ἀθήνα, ὅπου ἀνέλαβε καθήκοντα Ἐφημερίου στην Πολυκλινικὴ Ἀθηνῶν. Ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε, ἔζησε ἐκεῖ τριάντα τρία χρόνια σὰν μία μέρα, ἀσκώντας ἀκαταπόνητα τὸ πνευματικὸ ἔργο καὶ ἀνακουφίζοντας τὸν πόνο καὶ τὴν ἀσθένεια τῶν ἀνθρώπων. Ἀπὸ τὸ 1955 εἶχε ἐγκατασταθεῖ στά Καλλίσια, ὅπου εἶχε μισθώσει ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Πεντέλης τὸ ἐκεῖ εὑρισκόμενο Μονύδριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου μὲ τὴν ἀγροτικὴ περιοχή πού τὸ περιέβαλλε, τὴν ὁποία καλλιεργοῦσε μὲ μεγάλη ἐπιμέλεια. Ἐδῶ, παράλληλα ἐξασκοῦσε τὸ πλούσιο πνευματικὸ του ἔργο. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1979, ἐγκαταστάθηκε στό Μήλεσι μὲ τὸ ὄνειρο νά χτίσει Μοναστῆρι. Ἐκεῖ ζοῦσε στΉν ἀρχὴ σὲ ἕνα τροχόσπιτο, κάτω ἀπὸ ἰδιαίτερα ἀντίξοες συνθῆκες καὶ μετὰ σὲ ἕνα ἀπέριττο κελλάκι ἀπὸ τσιμεντόλιθους, ὅπου καὶ ὑπέμενε ἀγόγγυστΑ τις πολλὲς δοκιμασίες τῆς ὑγείας του. Τὸ 1984 μεταφέρθηκε σὲ κτίσμα τοῦ ὑπὸ ἀνέγερση Μοναστηρίου, γιά τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ ὁποίου ὁ Γέροντας, παρόλο πού ἤταν πολὺ ἄρρωστος καὶ τυφλός, ἐργαζόταν ἀκατάπαυστα καὶ ἀκαταπόνητα. Μὲ τή θεμελίωση τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς Μεταμορφώσεως, στις 26 Φεβρουαρίου 1990, ἀξιώθηκε να δεῖ τὸ ὄνειρό του να γίνεται πραγματικότητα. Τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ἐπιγείας ζωῆς του ἄρχισε νά προετοιμάζεται γιά τὴν κοίμησή του. Ἐπιθυμοῦσε νά ἀποσυρθεῖ στό Ἅγιον Ὄρος, στα ἀγαπημένα του Καυσοκαλύβια, ὅπου μυστικὰ καὶ ἀθόρυβα, ὅπως ἔζησε, θὰ ἔδιδε τὴν ψυχὴ του στο Νυμφίο τῆς. Πολλὲς φορὲς τὸν ἄκουσαν νά λέει: «Ἐπιδιώκω καὶ τώρα πού ἐγήρασα νά πάω καὶ νά πεθάνω ἐκεῖ πάνω». Πράγματι, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1991, προαισθανόμενος τὸ τέλος του, καὶ μὴ θέλοντας νά κηδευθεῖ μὲ τιμές, ἀναχώρησε γιά τήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στά Καυσοκαλύβια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου εἶχε καρεῖ Μοναχὸς πρὶν ἀπὸ περίπου 70 χρόνια, καὶ στίς 4:31΄ τὸ πρωὶ τῆς 2ας Δεκεμβρίου 1991 παρέδωσε τὸ πνεῦμα στόν Κύριο, ποὺ τόσο ἀγάπησε στή ζωὴ του. Στήν ἁγιοκατάταξη τοῦ Γέροντος Πορφυρίου προχώρησε ἡ Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, κατὰ τὴν συνεδρίαση τῆς 27ης Νοεμβρίου 2013 μ.Χ., ὑπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Βαρθολομαῖο.
+π.Ι.Σ.
Δημοσίευση σχολίου