Όπως διηγείται ο ίδιος στα «Απομνημονεύματά» του, γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1770, κάτω από ένα δέντρο στο βουνό Ραμαβούνι της Μεσσηνίας. Η καταγωγή του ήταν από το Λιμποβίσι Αρκαδίας. Εκεί, κυνηγημένος από τους Τούρκους, έφτασε το 1536, ο γενάρχης των Κολοκοτρωναίων, ο Τριανταφυλλάκος Τσεργίνης. Ο εγγονός του Τριανταφυλλάκου Τσεργίνη, ο Λάμπρος, άλλαξε το πατρικό επίθετο και ονομάσθηκε Μπότσικας, διότι ήταν μικρός στο ανάστημα και μαυριδερός και έτσι άφησε το όνομα της οικογένειας. Τον Μπότσικα διαδέχθηκε ο γιος του Γιάννης, παππούς του Θόδωρου Κολοκοτρώνη, ο οποίος ονομάσθηκε από κάποιον Αρβανίτη, λόγω της ιδιόμορφης σωματικής του διάπλασης (άντρας γεροδεμένος με έντονους γλουτούς) «Μπιθεκούρας» που στα ελληνικά αυτή η λέξη αποδίδεται ως «Κολοκοτρώνης». Το επώνυμο αυτό έμεινε ως επώνυμο του Γιάννη και πέρασε και στους υπόλοιπους Τσεργίνιδες.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ήταν πρωτότοκος γιος του περίφημου Αρματολού Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, που είχε πρωτοστατήσει στο ξεκαθάρισμα της Πελοποννήσου από την μάστιγα των Τουρκαλβανών Αρβανιτών. Έμεινε ορφανός από πολύ μικρός, σε ηλικία 10 ετών, όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε μαζί με δύο αδελφούς και τον φημισμένο Παναγιώταρο στον πύργο της Καστάνιτσας από τους Τούρκους, μετά από προδοσία Τούρκου φίλου του. Από τους Κολοκοτρωναίους διέφυγαν σώοι, ο δεκαετής Θεόδωρος, η μάνα του Ζαμπία (Ζαμπέτα) Κοτσάκη, η αδελφή του, ο νεογέννητος αδελφός του Νικόλαος και ο αδελφός του πατέρα του Αναγνώστης. Τα αδέλφια (του Θεόδωρου): Γιάννης και Χρήστος σκλαβώθηκαν και εξαγοράσθηκαν αργότερα. Οι διαφυγόντες Κολοκοτρωναίοι κατέφυγαν στο χωριό Μηλιά της Μάνης και παρέμειναν επί τρία χρόνια. Κατόπιν ο Αναγνώστης ρίζωσε στον Άκοβο της Φαλαισίας όπου έχτισε σπίτι και συμπεθέρεψε με τον ντόπιο Γεωργάκη Μεταξά, άνθρωπο του ντουφεκιού. Πήγαν στη Μηλιά τα αδέλφια της μάνας του (Κωτσακαίοι) και μετέφεραν προφυλαχτά την ορφανεμένη οικογένεια του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη στην Αλωνίσταινα όπου την φιλοξένησαν επί 2 περίπου χρόνια (1783-1785). Κατόπιν πληροφορήθηκαν οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς ποιοί ήσαν και αναγκάσθηκαν να φύγουν και να πάνε στον Άκοβο (1785).
Η μάνα του Κολοκοτρώνη ξενοϋφαινε, πήγαινε και έκοβε ξύλα και ο μικρός Θόδωρος τα κουβαλούσε στην Τρίπολη και τα πουλούσε. Όταν ο μικρός Θόδωρος ήταν 13 ετών, μια μέρα που είχε βρέξει πολύ, έμπαινε με το γαϊδουράκι του φορτωμένο ξύλα, στη Τρίπολη. Το ζώο γλίστρησε, παραπάτησε σε μια λακούβα με νερά και πιτσίλισαν τα ρούχα μερικών Τούρκων που περνούσαν. Ένας από αυτούς αγριεμένος του έδωσε δύο χαστούκια. Ο Κολοκοτρώνης τον κοίταξε με βουρκωμένα μάτια και ορκίστηκε μέσα του να το γυρίσει πίσω το χαστούκι. Και το γύρισε με το χέρι του και με το χέρι όλων των Ελλήνων στο πρόσωπο του Σουλτάνου και της αυτοκρατορίας του. Από την ημέρα που έφαγε το χαστούκι δεν ξαναπήγε στην Τρίπολη. Μπήκε για πρώτη φορά από τότε το '21, στρατηγός των Ελλήνων, πορθητής και εκδικητής.
Ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν μετρίου αναστήματος, είχε φαρδείς ώμους, κεφάλι μεγάλο, χοντρό λαιμό, μάτια βαθουλωτά και σπινθηροβόλα, καμπυλωτή μύτη με μουστάκι παχύ, μαλλιά πυκνά και μακριά, φωνή βροντώδη, σχεδόν αγράμματος, μόλις κατόρθωνε να συλλαβίζει, παρ΄ όλα αυτά γνώριζε αρκετά καλά την Ιστορία του Γένους του και ήταν ο μόνος από τους αγωνιστές που φορούσε κόκκινη φουστανέλα και περικεφαλαία στο κεφάλι. Πιθανότατα για να διακρίνεται στις μάχες. Ήταν αυτοδίδακτος, λιγόλογος, έξυπνος, γενναίος, φρόνιμος.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εισχώρησε στα σώματα των Κλεφτών της Πελοποννήσου στα 15 του και στα 17 του (1787) οι κάτοικοι του Ακόβου τον διόρισαν οπλαρχηγό της περιοχής. Το 1790 και σε ηλικία 20 χρονών παντρεύτηκε στο Λιοντάρι, τη μικρότερη κόρη του προεστού του Ακόβου Καρούτσου (τον οποίο σκότωσαν οι Τούρκοι στο Ναύπλιο), την Κατερίνα Καρούσου και έζησε άλλα επτά χρόνια στον Άκοβο, όπου εγκατέστησε το σπιτικό του, κάνοντας 6 παιδιά (3 γιους και 3 κόρες, ενώ όπως λέγεται, αργότερα απέκτησε κι άλλον έναν γιο, τον Πάνο, που ήταν καρπός της σχέσης του με μια ερωμένη του στην Ύδρα). Έχτισε σπίτι στον Άκοβο, πήρε προίκα χωράφια, αμπέλια και ελιές, στην περιφέρεια του χωριού αυτού και στους Γιανναίους, χωράφια με αλώνι και αγροικία στην τοποθεσία Πετραίικο ή Μιάρεση και νερόμυλο στην παρυφή του Καρνίωνα ποταμού. Έζησε ήρεμο βίο ως αγρότης, κτηνοτρόφος και μυλωνάς, λαμβάνοντας πάντοτε μέτρα αυτοπροστασίας μέχρι το τέλος του 1797. Έγινε σύγαμπρος με το Σταματελόπουλο, τον πατέρα του Νικηταρά (επονομαζόμενου και «Τουρκοφάγου»). Στο μεταξύ εντάχτηκε στα σώματα των κλεφτών της Πελοποννήσου και ειδικότερα στο σώμα του Ζαχαριά, όπου γρήγορα διακρίθηκε και έγινε πρωτοπαλίκαρο. Στη συνέχεια συγκρότησε δικό του σώμα και ανέπτυξε πλούσια δράση.
Δημοσίευση σχολίου