Γιώργου Η. Παπαηλιού
Δικηγόρου-Διδάκτορα Νομικής
Βουλευτή Αρκαδίας-ΣΥΡΙΖΑ
1) Η πρωτοβουλία για αναθεώρηση του ισχύοντος Συντάγματος συνδέεται με την ανάγκη διαμόρφωσης σταθερών, ώστε η χώρα να θωρακιστεί προκειμένου να μην περιπέσει και πάλι σε καθεστώς χρεωκοπίας και στη μέγγενη «μνημονίων» αλλά και στην ανάγκη απόκτησης ενός ευέλικτου βασικού πλαισίου συνταγματικών κανόνων που να επιτρέπουν την προσαρμογή των συνταγματικών θεσμών στις σύγχρονες, διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες.
Το ελληνικό Σύνταγμα είναι αυστηρό και υπόκειται σε αναθεώρηση σε δύο φάσεις. Η πρώτη ολοκληρώθηκε με την ψήφιση των προς αναθεώρηση διατάξεων από την προηγούμενη Βουλή.
Δεδομένου ότι το Σύνταγμα αποτελεί τον βασικό νόμο της πολιτείας, για την αναθεώρησή του απαιτούνται ευρύτερες συναινέσεις, που, με τη σειρά τους, προϋποθέτουν και συνεπάγονται συνθέσεις και διάρκεια. Αυτό προκύπτει και από τη διαδικασία αναθεώρησης που εκτείνεται στη διάρκεια δύο κοινοβουλευτικών περιόδων. Δηλαδή, η συναίνεση για να έχει διάρκεια καλύπτεται από δύο βουλές, στις οποίες μπορεί να υφίστανται διαφορετικές πλειοψηφίες, όπως συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπωση.
Ταυτόχρονα η εκάστοτε αναθεώρηση έχει ιδεολογικό-πολιτικό πρόσημο, προοδευτικό ή συντηρητικό. Ο χαρακτήρας του προσήμου δεν εξαρτάται μόνον από τα έχοντα την πλειοψηφία κόμματα, αλλά και από τις απαιτήσεις της ευρύτερης συγκυρίας. Η περίοδος μετά την πτώση της δικτατορίας απαιτούσε προοδευτικά προτάγματα και επιλογές, οι οποίες εν μέρει αποτυπώθηκαν στο Σύνταγμα του 1975, παρά το γεγονός ότι στη διακυβέρνηση του τόπου βρίσκονταν η συντηρητική παράταξη.
Σήμερα μετά τη χρεοκοπία, τη «μνημονιακή» λαίλαπα και την έξοδο της χώρας από τα «μνημόνια», η αναθεώρηση του Συντάγματος απαιτεί προοδευτικές επιλογές, που να ανταποκρίνονται στην ανάγκη απεγκλωβισμού από επιβληθείσες «μνημονιακές» ρυθμίσεις και βάρη αλλά και στις σύγχρονες απαιτήσεις, οι οποίες χρήζουν προοδευτικών-ρηξικέλευθων απαντήσεων.
2) Τα τελευταία χρόνια, η κυριαρχία της «τεχνοκρατικής» ιδεολογίας έχει οδηγήσει τη δημοκρατία σε θεσμική κρίση, σε ένα είδος «μεταδημοκρατίας», μέσω της διαρκούς αφαίρεσης πεδίων από την ύλη της δημοκρατικής πολιτικής αντιπαράθεσης-σύγκρουσης. Έτσι, κρατικοί μηχανισμοί, ιδιωτικοί φορείς, υπερεθνικοί οργανισμοί, ανεξάρτητες αρχές επιβάλλουν πολιτικές που παρουσιάζονται ως μονόδρομος, ως αναγκαιότητες.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ που ψηφίστηκε από την προτείνουσα βουλή περιλαμβάνει συγκεκριμένες θεσμικές αιχμές, διατάξεις :
-) για την αναβάθμιση της δημοκρατίας, την ενίσχυση της λαϊκής κυριαρχίας ως θεμελίου του πολιτεύματος, την ενδυνάμωση των θεσμών του κοινοβουλευτισμού έναντι εξωθεσμικών και παραθεσμικών κέντρων εξουσίας, ώστε η πολιτική να μη διαπνέεται από αμιγώς (δήθεν ουδέτερο) τεχνοκρατικό πνεύμα και συνακόλουθα να μην είναι υπόθεση δήθεν πολιτικά ουδέτερων τεχνοκρατών, αλλά του λαού (μεταρρυθμίσεις στην αρχιτεκτονική του πολιτεύματος, αναλογικό εκλογικό σύστημα, εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας, αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής, καθιέρωση ορίου θητειών για τους βουλευτές, υποχρεωτική βουλευτική ιδιότητα για τον πρωθυπουργό, αλλαγή του τρόπου εκλογής των ανεξάρτητων αρχών) (καθιέρωση θεσμών άμεσης δημοκρατίας, ενθάρρυνση της λαϊκής συμμετοχής στην πολιτική ζωή της χώρας, μέσω δημοψηφισμάτων και λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας)
-) για την αποκατάσταση του κύρους της πολιτικής και της αξιοπιστίας των πολιτικών, την ενδυνάμωση του κράτους δικαίου (μεταρρύθμιση του θεσμού της βουλευτικής ασυλίας, κατάργηση της ασφυκτικής αποσβεστικής προθεσμίας για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά υπουργών, καθιέρωση της αρχής της επιείκειας)
-) για την καθιέρωση διακριτών ρόλων στις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας
-) για την κατοχύρωση του κοινωνικού κράτους και την προστασία των κοινών αγαθών (νερό, ηλεκτρική ενέργεια) και των κοινωνικών και συλλογικών δικαιωμάτων (συλλογική αυτονομία με την
εμπέδωση των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων, των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και της διαιτησίας).
3) Στην παρούσα β΄ αναθεωρητική βουλή ολοκληρώνεται η αναθεώρηση του Συντάγματος. Στην α΄ αναθεωρητική (προτείνουσα) βουλή έχουν ψηφιστεί τα προς αναθεώρηση άρθρα και η ουσιαστική πολιτική κατεύθυνση η οποία πρέπει να προσδοθεί σ΄ αυτά. Το ερώτημα που τίθεται είναι, αν η παρούσα β΄ αναθεωρητική βουλή δεσμεύεται από την κατεύθυνση της αναθεώρησης των άρθρων που προτείνεται να αναθεωρηθούν ή είναι απολύτως ελεύθερη να προβεί σε αναθεώρησή τους χωρίς να λαμβάνει υπόψη την κατεύθυνση και να προσδώσει σε αυτά οποιοδήποτε περιεχόμενο.
Η αναθεώρηση του Συντάγματος αποτελεί ενιαία διαδικασία. Υπ΄ αυτό το πρίσμα και στο πλαίσιο της γραμματικής, της συστηματικής-τελολογικής ερμηνείας και της λογικής του Συντάγματος επιβάλλεται η πρώτη εκδοχή.
Ως αναθεωρητικές, και οι δύο βουλές συνιστούν μία ενότητα. Διαφορετικά, για την αναθεώρηση δεν θα προβλέπονταν δύο βουλές. Το Σύνταγμα θα αρκούνταν σε μία, η οποία θα αποφάσιζε κατά το δοκούν και για τις αναθεωρητέες διατάξεις και για την κατεύθυνση, το ουσιαστικό περιεχόμενό τους.
Η πρόταση για αναθεώρηση συγκεκριμένων διατάξεων-άρθρων εμπεριέχει ένα σκεπτικό που περικλείει αξιολογική κρίση, την αιτιολόγηση της ανάγκης αναθεώρησης και συνεπώς προσδιορίζει την κατεύθυνση, το ουσιαστικό περιεχόμενο της αναθεώρησης,
χωρίς να προσδιορίζει τον τρόπο, τη διατύπωση, το κείμενο των προς αναθεώρηση διατάξεων.
Αυτό προβλέπεται και στο άρθρο 110 παρ. 2 του Συντάγματος, στο οποίο αναφέρεται κατά λέξη : «Η ανάγκη αναθεώρησης του Συντάγματος διαπιστώνεται με απόφαση της Βουλής ...... Σε αυτή την απόφαση καθορίζονται ειδικά οι αναθεωρητέες διατάξεις».
Συμπερασματικά, η κατεύθυνση των αναθεωρητέων διατάξεων του Συντάγματος, που έχει προσδοθεί από την προτείνουσα βουλή, πρέπει να ληφθεί υπόψη από την αναθεωρητική βουλή, ώστε να υπάρξει ευρύτερη συναίνεση που απαιτεί συνθέσεις και διάρκεια.
Από την τοποθέτηση του βουλευτή Αρκαδίας του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργου Παπαηλιού-μέλους της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή επί της αρχής (25.9.2019
Δημοσίευση σχολίου