Τήν Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019, στόν Μητροπολιτικό Ἱερό Ναό Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως τελέσθηκε ἱερά Ἀγρυπνία, ἐπί τῇ μνήμῃ τοῦ Ὁσίου πατρός ἡμῶν Γεωργίου, τοῦ ἐπονομαζομένου Καρσλίδη, τοῦ Νέου Ὁμολογητοῦ.
Τήν ἱερά Ἀγρυπνία τέλεσε ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης π. Μελχισεδέκ Γαλάνης, Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς καί Σεβασμίας Μονής Ἁγίου Νικολάου Βαρσῶν Μαντινείας, ὁ ὀποῖος μετέφερε πρός προσκύνησιν καί ἁγιασμό τῶν πιστῶν τεμάχιο ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου.
Πλῆθος εὐλαβῶν καί φιλέορτων Χριστιανῶν προσῆλθαν καί φέτος στήν ἱερά αὐτή Ἀκολουθία, τιμῶντες τόν Ἅγιο.
Ἡ ἱερά αὐτή Ἀγρυπνία τελεῖται κάθε χρόνο ἀπό τά μέλη τῆς Λαογραφικῆς Ἑστίας Τριπόλεως, τῆς ὁποίας ὁ Ἅγιος τελεῖ ἔφορος καί προστάτης.
Ὁ ἅγιος Γεώργιος Καρσλίδης
Ὁ ἅγιος Γεώργιος Καρσλίδης (τό βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Ἀθανάσιος) γεννήθηκε τό 1901 στήν Ἀργυρούπολη τοῦ Πόντου (Γκιουμούς Χανέ). Ὀρφάνεψε πολύ μικρός καί μεγάλωσε μέ μοναδική παρηγοριά τήν καλή καί εὐσεβῆ γιαγιά του. Ὁ μεγάλος ἀδελφός τοῦ Ἁγίου τόν ἔστελνε νά βόσκει πρόβατα καί, παρά τή θλίψη τῆς γιαγιᾶς, τόν μάλωνε καί τόν ἔδερνε. Δυστυχῶς, ἡ γιαγιά κοιμήθηκε ὅταν ὁ Θανάσης ἦταν μόλις ἑπτά χρονῶν. Τότε μιά γειτόνισσα πῆρε ὑπό τήν προστασία της τή μικρή ἀδελφή τοῦ Ἁγίου, τήν Ἄννα, καί τήν ἀρραβώνιασε μέ τόν καλό καί τίμιο γιό της, μέ σκοπό νά τήν παντρευτεῖ ὅταν θά γινόταν δεκατεσσάρων ἐτῶν (συνηθισμένη ἡλικία γάμου τῶν κοριτσιῶν γιά ἐκείνη τήν ἐποχή). Ἡ Ἄννα, ὅμως, κοιμήθηκε σέ μικρή ἡλικία, καί τρία χρόνια ἀργότερα, ἀποκαλύφθηκε ὅτι εἶναι ἅγια. Τά λείψανά της βρίσκονται τώρα στή Σίψα καί φυλάσσονται σέ Ναό μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας.
Ἀκολουθώντας τόν παππού, πού ἦταν χαλκωματᾶς, ἡ οἰκογένεια μετακόμισε στό Ἐρζερούμ καί στή συνέχεια στόν Καύκασο. Μετά τόν θάνατο τοῦ παπποῦ του ὁ μικρός Ἀθανάσιος ἔμεινε πλέον μέ τόν ἀδελφό του καί τή νύφη του. Πληγωμένος, ὅμως, ἀπό τή συμπεριφορά τοῦ ἀδελφοῦ του, ἔφυγε ἀπό κοντά τους μιά χιονισμένη νύχτα. Περιπλανώμενος στήν ἐρημιά, ὅπου σκεπάστηκε ἀπό τά χιόνια, ἀνακαλύφθηκε ἀπό ἕνα καραβάνι καμηλιέρηδων, οἱ ὁποῖοι τόν πῆραν μαζί τους καί, μπαίνοντας στήν Τουρκία, τόν παρέδωσαν σέ ἕνα Τοῦρκο, γιά νά τόν κάνει βοσκό του. Ἐκεῖνος, ὅμως, δέν ἦταν μουσουλμάνος, ἀλλά κρυπτοχριστιανός καί συντηροῦσε κρυφά μία Ἐκκλησία κάτω ἀπό τό σπίτι του.
Μιά μέρα ὁ Ἀθανάσιος εἶδε τρεῖς ἄντρες νά ψέλνουν τόσο ὡραῖα, ὥστε ἔτρεξε πρός τό μέρος τους. Ἔνιωσε τόση χαρά καί γαλήνη ἀπό τήν παρουσία τους, ὥστε ἄφησε τά ζῷα καί προχώρησε μαζί τους. Ξαφνικά ὅμως χάθηκαν. Ἄρχισε τότε νά κλαίει καί, γυρίζοντας στό σπίτι, ἀποκάλυψε στόν νοικοκύρη τό περιστατικό. Ἐκεῖνος τόν κατέβασε στήν Ἐκκλησία καί τοῦ ἔδειξε τίς εἰκόνες, μήπως καί τούς ἀναγνωρίσει. Ὁ νέος τους ἀναγνώρισε στήν εἰκόνα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, πού βρισκόταν στό Τέμπλο.
Κατάλαβε τότε ὁ νοικοκύρης ὅτι τό παιδί αὐτό δέν κάνει γιά βοσκός καί τόν συνόδευσε στήν Τυφλίδα. Ἐκεῖ ἀνακάλυψαν ἕναν θεῖο του, πού ἦταν ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος τόν ἀναγνώρισε ἀπό τό πιστοποιητικό γεννήσεώς του (τό μόνο χαρτί πού εἶχε πάρει μαζί του ἀρχικά φεύγοντας). Ἔτσι τόν πῆρε κοντά του. Ὁ Ἀθανάσιος ἐκεῖ ἔμαθε τή γεωργιανή γλῶσσα.
Τό 1917 ἐκάρη μοναχός στήν Ἱερά Μονή Ζωοδόχου Πηγῆς (Γεωργία), παίρνοντας τό ὄνομα Συμεών, ἐνῶ ὅταν χειροτονήθηκε ἱερομόναχος ὀνομάστηκε Γεώργιος, ὅπως τοῦ εἶχε προείπει ὁ ἅγιος Γεώργιος, πού τόν εἶχε δεῖ καβαλάρη στήν παιδική του ἡλικία. Μετά τήν Ὀκτωβριανή Ἐπανάσταση, τό Μοναστῆρι λεηλατήθηκε καί καταστράφηκε, οἱ δέ μοναχοί, ὅσοι δέν ἀρνήθηκαν τήν πίστη τους, θανατώθηκαν. Ὁ Ἅγιος, ἐπίσης, συνελήφθη καί καταδικάστηκε σέ θάνατο. Ἀντιμετώπισε τό ἐκτελεστικό ἀπόσπασμα καί σώθηκε ἐκ θαύματος, γιατί οἱ πρῶτες σφαῖρες στάθηκαν σέ ἕνα ἐγκόλπιο μέ τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, πού φοροῦσε στό στῆθος του, ἐνῶ οἱ ἑπόμενες, καθώς εἶχε πέσει κάτω, τόν βρῆκαν στά πόδια.
Τό πρωί φάνηκε ἕνα αὐτοκίνητο μέ ἐπαναστάτες πού μάζεψε ὅσους εἶχαν γλιτώσει (ἕξι τόν ἀριθμό). Παρόλο πού τούς ἀπείλησαν, τούς μετέφεραν σέ ἕνα νοσοκομεῖο καί, ὅταν ἔγιναν καλά, τούς ἄφησαν ἐλεύθερους. Μετά ἀπό λίγο καιρό, ὅμως, ὁ Ἅγιος φυλακίζεται μαζί μέ ἄλλους κληρικούς κάτω ἀπό ἄθλιες συνθῆκες, ἀπό ὅπου ἀπελευθερώνονται λόγω τῆς ἐπιρροῆς ἑνός εὐσεβοῦς Ρώσου, τοῦ Ἀνδρέα Σιμόνωφ, καί τῆς γυναίκας τοῦ Ἀρτεμισίας.
Περιπλανώμενος καί ταλαιρωπούμενος γιά λίγα χρόνια, ὁ Γεώργιος ἦρθε στήν Ἑλλάδα τό 1929 καί τό 1930 ἐγκαταβίωσε στή Δράμα, στό χωριό Ταξιάρχες, ὅπου, μετά ἀπό παράκληση τῶν κατοίκων, τοῦ παραχωρήθηκε ἀπό τή διεύθυνση Γεωργίας ἕνα ἀγροτεμάχιο 5-6 στρεμμάτων. Ἐκεῖ, μετά ἀπό νέες περιπέτειες, ἀλλά μέ τή βοήθεια τῆς τοπικῆς κοινότητας, ἵδρυσε τό Μοναστῆρι τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος, ὅπου καί ἔζησε τό ὑπόλοιπο τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, ὡς τό 1959.
Λόγω τῆς ἀρετῆς του, ἀλλά καί τῶν ἔντονων ἁγιοπνευματικῶν χαρισμάτων του, ἔγινε εὐρύτατα γνωστός καί ἀναδείχθηκε σέ μεγάλο Γέροντα, διδάσκαλο καί πνευματικό πατέρα πολλῶν ἀνθρώπων.
Ἦταν ἄνθρωπος μέ βαθιά ἀνησυχία γιά τήν ψυχή τῶν συνανθρώπων του, εὐγενής, ἀφανάτιστος, μέ ὑψηλό ἦθος, δάσκαλος ἀγάπης, αὐστηρός μέ τήν ἀμετανόητη κακία καί τήν ὑποκριτική εὐσέβεια, πού συχνά ἀντιμετώπιζε, ἀλλά χωρίς σκληρότητα πρός τούς ἁμαρτωλούς ἤ πρός ἐκείνους πού ἐμεῖς, οἱ «ἀκριβοδίκαιοι» θά χαρακτηρίζαμε κακούς ἀνθρώπους. Ὡστόσο, ὅπως ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ἦταν ἀπαιτητικός σέ θέματα ἤθους καί πίστευε ὅτι πρέπει νά εἴμαστε αὐστηροί μέ τή συνείδησή μας.
Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ κανόνας ταπείνωσης πού ζητοῦσε, μέ πίκρα κι ὄχι μέ ἠθικιστικό μῖσος, ἀπό τίς μητέρες πού εἶχαν κάνει ἔκτρωση ἤ μαῖες πού εἶχαν συνεργήσει σέ ἔκτρωση (τό ἀναγνώριζε καί τούς τό ἀποκάλυπτε ὁ ἴδιος μέ τό διορατικό του χάρισμα): νά ζητιανέψουν γιά ἑφτά μέρες σέ ἑφτά χωριά (μία μέρα σέ κάθε χωριό) καί, ὅ,τι συγκεντρώσουν ἀπό τίς ἐλεημοσύνες, νά τό δώσουν στούς φτωχούς.
Διέθετε ἐξαιρετικά ἰσχυρό διορατικό καί προφητικό χάρισμα. Διέβλεπε τήν ταυτότητα, τό παρελθόν καί τίς ἀνάγκες τῶν προσκυνητῶν τοῦ Μοναστηριοῦ του, ἀντιλαμβανόταν γεγονότα ἀπό χιλιόμετρα μακριά, ἀσθενεῖς θεραπεύονταν μέσῳ τῆς προσευχῆς τοῦ κ.λπ., ἐνῶ μαρτυροῦνται συγκλονιστικές ὀπτασίες καί ἐπαφές του μέ ἱερά πρόσωπα, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Σέ περιόδους ὅπου τό Μοναστῆρι του δεχόταν μεγάλες ὁμάδες προσκυνητῶν, πού περνοῦσαν μέ τή σειρά καί ἀσπάζονταν τόν Ἅγιο, παίρνοντας τήν εὐλογία του, συνέβαινε νά σταματήσει ὁ Ἅγιος κάποιον καί νά τόν ρωτήσει: «Ἐσύ τόν φοβᾶσαι τόν Θεό;». «Βεβαίως καί τόν φοβᾶμαι», ἀπαντοῦσε κατά κανόνα ὁ ἐπισκέπτης. «Ἄν Τόν φοβόσουν», ἔλεγε ὁ Ἅγιος, «δέ θά εἶχες κάνει αὐτό, ἤ ἐκεῖνο» καί τοῦ ἀποκάλυπτε σοβαρά ἁμαρτήματα, ἀδικίες κατά τῶν συγγενῶν του ἤ τῶν ἀνήμπορων γερόντων τοῦ σπιτιοῦ του, ἀκόμη καί κρυφά ἐγκλήματα.
Ὁ Ἅγιος ἐτάφη χωρίς φέρετρο, κατά τήν τάξη τῶν μοναχῶν. Στήν κηδεία του, μετά ἀπό ἐπιθυμία του, οἱ γυναῖκες φοροῦσαν ἄσπρα κεφαλομάντηλα. Τήν ἡμέρα τῆς κοίμησής του, δυό κυπαρίσσια πού βρίσκονταν στήν αὐλή τοῦ Μοναστηριοῦ λύγισαν καί παρέμειναν λυγισμένα γιά σαράντα μέρες. Μετά τήν κοίμησή του ἔχουν σημειωθεῖ πλῆθος θαύματα καί ἐμφανίσεις του.
Ὁ ἅγιος Γεώργιος Καρσλίδης ἐντάχθηκε ἐπίσημα στό Ὀρθόδοξο Ἁγιολόγιο τό 2008 καί ἡ μνήμη τοῦ τιμᾶται στίς 4 Νοεμβρίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του.
Εὐχόμαστε οἱ πρεσβεῖες καί ἡ προστασία τοῦ ἁγίου Γεωργίου Καρσλίδη, νά σκέπουν τά μέλη τῆς Λαογραφικῆς Ἑστίας Τριπόλεως καί πάντας τούς εὐσεβεῖς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι τιμοῦν τήν μνήμη τοῦ ἑορταζομένου Ἁγίου.
Χ Α Μπίτας
Δημοσίευση σχολίου