ΥΔΡΟΜΥΛΟΙ ΣΤΟ ΛΟΥΣΙΟ ΠΟΤΑΜΟ
Ο Λούσιος με τα νερά του πότιζε και ποτίζει τις καλλιεργημένες εκτάσεις γύρω από αυτόν και κινούσε τους αλευρόμυλους και μπαρουτόμυλους που βρίσκονταν κατά μήκος του ποταμού.
Αλευρόμυλοι υπήρχαν από την Καρκαλού μέχρι τον Ατσίχωλο και μπαρουτόμυλοι γύρω από την Δημητσάνα και μέχρι το γεφύρι του Κοντού, κοντά στο Παλαιοχώριο. Επίσης τα ορμητικά νερά του Λουσίου συνετέλεσαν στην ανάπτυξη της περιοχής που διασχίζει. Δεδομένου ότι από ενωρίς οι κάτοικοι της περιοχής συνειδητοποίησαν τη δύναμη του νερού και την εκμεταλλεύτηκαν με την ίδρυση και λειτουργία βυρσοδεψείων, νεροτριβών, αλευρομύλων, αποστακτηρίων και μπαρουτόμυλων. Δημιουργώντας έτσι στην περιοχή ένα ιδιαίτερο είδος βιοτεχνίας που στηρίχθηκε αποκλειστικά στην υδροκίνηση.
Στην περιοχή της Δημητσάνας οι πρώτοι νερόμυλοι άρχισαν να εμφανίζονται το 16ο αιώνα, στο κεφαλάρι του Αγίου Ιωάννου. Τις μυλόπετρες τις έφερναν σε κομμάτια από τη Μήλο και τις συναρμολογούσαν επί τόπου δένοντάς τες με μεταλλικά στεφάνια. Επίσης στην ίδια περιοχή λειτουργούσαν έως τα μέσα του 20ού αιώνα 20 περίπου νεροτριβές. Περίπου την ίδια εποχή λειτούργησαν και οι πρώτοι μπαρουτόμυλοι στη Δημητσάνα, στο κεφαλάρι του Αγίου Ιωάννου. Το έτος 1764 ο Μητροπολίτης Ανανίας Λαμπάρδης κατασκεύασε δύο Μπαρουτόμυλους . Το έτος 1819 οι Σπηλιωτόπουλοι ανακαίνισαν του κατεστραμμένους στα Ορλωφικά μπαρουτόμυλους του Ανανία και μετέτρεψαν πολλούς αλευρόμυλους σε μπαρουτόμυλους.
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 λειτουργούσαν στη Δημητσάνα, δεκατέσσερις (14) μπαρουτόμυλοι, που τροφοδοτούσαν ακατάπαυστα τους μαχητές της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας.
Αλευρόμυλοι και μπαρουτόμυλοι υπήρχαν και λειτουργούσαν στον Λούσιο και στο κεφαλάρι του Αγίου Ιωάννου, 2 χιλιόμετρα έξω από τη Δημητσάνα. Επίσης αλευρόμυλοι λειτούργησαν και σε κάποιους χειμάρρους που εκβάλλουν στον Λούσιο. Ειδικότερα λειτούργησαν:
ΑΛΕΥΡΟΜΥΛΟΙ ΣΤΟΝ ΛΟΥΣΙΟ
Στην Καρκαλού λειτούργησαν δύο αλευρόμυλοι και ένα νεροπρίονο.
Ο ένας ανήκε στην οικογένεια Κουστένη και βρισκόταν στην βόρεια πλευρά του χωριού, εκεί που αρχίζει το μονοπάτι για το χωριό Γαρζενίκο ή Ελάτη, πλησίον του κτήματος του Αποστόλη Μανδρακούκα. Εκεί κοντά και μετά τον αλευρόμυλο υπήρχε και το νεροπρίονο. Σε ένα κτήριο βρισκόταν εγκατεστημένο ένα πριόνι (Κορδέλα) επεξεργασίας ξύλων, που κινείτο με νερό.
Ο άλλος μύλος βρίσκεται πιο κάτω στο χωριό και αριστερά του αμαξιτού δρόμου και είναι αυτός του Κρατημένου, που λειτουργεί και σήμερα . Αναφέρεται ότι στις Καρκαλούς τον μύλο,κατά τη διάρκεια του εμφυλίου ήταν στρατιωτικό φυλάκιο και διέμενε εκεί μικρός απόσπασμα στρατού. Κατά την διάρκεια επίθεσης των ανταρτών καταστράφηκε ο μύλος. Τον μύλο αυτόν τα προηγούμενα χρόνια δούλευε ο εκ Τροπαίων Γεώργιος Καρβέλας.
Μεταξύ της γέφυρας στο Αγιώργη του Σαρά ή Σερά και της γέφυρας της Σολωμής, στο μέσον περίπου, στην δεξιά όχθη του Λουσίου, υπήρχε αλευρόμυλος που ανήκε στους αδελφούς Θεοδόση και Γεώργιο Σταθόπουλο. Τον αλευρόμυλο αυτόν ο Τάκης Κωνσταντόπουλος, κατά το έτος 1957 ή 1958 μετέτρεψε σε μπαρουτόμυλο.
Μετά την γέφυρας τη Σολωμής σε απόσταση 200 μέτρα περίπου, ήταν ο μύλος της Σολωμής, αλευρόμυλος που ανήκε στην οικογένεια Τσαφαρά.
Ακολουθώντας τον ρουν του ποταμού στο δρόμο Δημητσάνα-Ζάτουνα συναντάμε την γέφυρα του Μπαρπίνη. Αμέσως μετά την γέφυρα υπήρχε ο αλευρόμυλος του Μπαρπίνη. Πιθανολογείται ότι στην ίδια θέση ήσαν προηγούμενα οι μύλοι ή ο μύλος του Ιωσήφ.
Μετά την γέφυρα του Μπαρμπίνη και λίγο πιο κάτω που είναι η γέφυρα του Κοντού, που συνδέει το Παλαιοχώριο με την Ζάτουνα και το χωριό Μάρκου. Πριν φθάσουμε στη γέφυρα και σε απόσταση 100 περίπου μέτρων από αυτήν ήταν ο αλευρόμυλος του Κοντού. Ο αλευρόμυλος αυτός μετετράπη σε μπαρουτόμυλο το έτος 1957 και μερικά χρόνια αργότερα ανατινάχθηκε εξ αιτίας ανάφλεξης της πυρίτιδος με δύο θύματα.
Κάτω από την μονή Προδρόμου υπήρχαν ερείπια αλευρόμυλου και νεροτριβή. Η νεροτριβή υπήρχε και λειτουργούσε μέχρι τελευταία.
Μετά την μονή Προδρόμου, στην αρχαία Γόρτυνα, λίγα μέτρα πριν από την υπάρχουσα γέφυρα του Κόκορη , υπάρχει ο αλευρόμυλος του Κόκορη.
Τέλος μετά την γέφυρα του Κόκορη και μετά την μονή Καλαμίου υπήρχαν οι αλευρόμυλοι του Τσεκούρα και του Χριστόπουλου.
Εκτός από του ανωτέρω αναφερόμενους αλευρόμυλους πρέπει να υπήρχαν και άλλοι κατά μήκος του Λουσίου. Όπως επίσης υπήρχαν αλευρόμυλοι και στους παρακείμενους προς τον Λούσιο Χειμάρρους και συγκεκριμένα υπήρχε αλευρόμυλος στο ρέμα του Βουρλάγκαδου, πάνω στο δρόμο που οδηγεί από τη Δημητσάνα στη Ζάτουνα. Ήταν ο αλευρόμυλος του Μπαρκούρα, πριν από την ομώνυμη γέφυρα. Ιδιοκτήτης ο Γεώργιος Μπαρκούρας από την Ζάτουνα, ο ίδιος είχε και μηχανοκίνητο αλευρόμυλο στην Ζάτουνα. Επίσης στην Ζάτουνα και στο ρέμα της Τούρκας, που συγκέντρωνε τα νερά της πάνω βρύσης ,της πέρα βρύσης και άλλων μικρο χειμάρρων της περιοχής, στο κάτω μέρος του χωριού και μετά τα τελευταία σπίτια της Ράχης υπήρχε ο μύλος του Γιατρού. Μέχρι την δεκαετία του 1950 υπήρχαν ακόμα τμήματα των τοιχίων του κτίσματος και η κρέμαση του μύλου, καθώς και ίχνη του υδραύλακα, που έφερνε το νερό στην κρέμαση.
Αλευρόμυλοι υπήρχαν και στο ρέμα του Σαβαλά, που ανήκαν σε Στεμνιτσιώτες. Στους αλευρόμυλους συνήθως λειτουργούσε και νεροτριβή. Έως τα μέσα του 20ου αιώνα λειτουργούσαν 20 νεροτριβές.
ΑΛΕΥΡΟΜΥΛΟΙ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ
· Αμέσως μετά την πηγή και σε μικρή απόσταση από αυτήν υπήρχαν δύο αλευρόμυλοι ο πάνω μύλος και ο κάτω μύλος. Στον επάνω μύλο υπήρχε και νεροτριβή. Οι αλευρόμυλοι αυτοί ανήκουν στην μονή Αιμυαλών και κατά την διάρκεια της λειτουργίας των εκμισθώνονταν σε κατοίκους της Δημητσάνας. Ανάμεσα στους δύο αυτούς μύλους υπήρχε και το βυρσοδεψείο του Παγιάντα. Αυτά όλα έχουν ενσωματωθεί και απαρτίζουν το Μουσείο Υδροκίνησης.
· Κατά μήκος της ροής του νερού της πηγής και μέχρι το Παλαιοχώριο υπήρχαν και άλλοι αλευρόμυλοι ερείπια των οποίων σώζονταν. Ήσαν οι αλευρόμυλοι της Καλόγριας, του Μαρτάκου, που σώζονταν ως τοπωνύμια, ενδεχομένως δε και άλλοι που μετετράπησαν σε μπαρουτόμυλους. Υπήρχε και ο αλευρόμυλος του Κωνσταντή Κουστένη (Μυλωνά), ο οποίος λειτουργούσε μέχρι το έτους 1957. Το έτος αυτό ή λίγο αργότερα ο μύλος αυτός περιήλθε στον Αθανάσιο Παπασταθόπουλο, ο οποίος και τον μετέτρεψε σε Μπαρουτόμυλο.
Ο Βασ. Χαραλαμπόπουλος σε έρευνά του για τα παραδοσιακά επαγγέλματα των Γορτυνίων κατά τους δύο περασμένους αιώνες (1750-1950), αναφέρει την ύπαρξη : Στη ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ επτά (7) αλευρόμυλων και μιας (1) νεροτριβής .Στην ΖΑΤΟΥΝΑ: τριών (3) αλευρόμυλων.
ΟΙ ΜΠΑΡΟΥΤΟΜΥΛΟΙ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΣΑΝΑΣ
Όπως και ανωτέρω αναφέρεται το έτος 1774 ο μητροπολίτης Ανανίας Λαμπάρδης κατασκεύασε στο κεφαλάρι του Αγίου Ιωάννου δύο μπαρουτόμυλους και στη συνέχεια το έτος 1819 οι Σπηλιωτόπουλοι ανακαίνισαν αυτούς και έθεσαν σε λειτουργία και άλλους, ώστε κατά την διάρκεια της επαναστάσεως να λειτουργούν στη Δημητσάνα 14 μπαρουτόμυλοι, με επίκεντρο την περιοχή από το Κεφαλάρι μέχρι το Παλαιοχώρι και τούτο λόγω της υπάρχουσας εκεί υποδομής από τους λειτουργούντες αλευρόμυλους. Οι μπαρουτόμυλοι δεν περιορίστηκαν μόνο στο κεφαλάρι του Αγίου Ιωάννου επεκτάθηκαν και λειτούργησαν και στον Λούσιο ποταμό. Έτσι έχουμε:
ΜΠΑΡΟΥΤΟΜΥΛΟΙ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ
Τους δύο μπαρουτόμυλους του Ανανία το έτος 1764 και αυτούς που λειτούργησαν οι Σπηλιωτόπουλοι κατά μετατροπή των αλευρομύλων. Ερείπια κάποιων μύλων των Σπηλιωτόπουλων υπήρχαν ανατολικά του Παλαιοχωρίου, στη «Δέση», που ξεκινούσε το αυλάκι για το χωριό.
Οι μπαρουτόμυλοι των Λαμπαρδαίων στο κτήμα τους και σε απόσταση 100 μέτρων περίπου από την πηγή. Ο Γεώργιος Ι. Λαμπάρδης λειτούργησε μπαρουτόμυλο μέχρι το έτος 1937 και ο Νικόλαος Ι Λαμπάρδης μέχρι το έτος 1943, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση.
Ο μπαρουτόμυλος του Πανταλέοντος (Πανταλέων). Λειτούργησε προφανώς στην θέση που ήταν οι μύλοι των Λαμπαρδαίων ή πλησίον αυτών, μεταξύ των ετών 1955-1962; Καταστράφηκε από έκρηξη εξ αιτίας ανάφλεξης της πυρίτιδας και είχε δύο θύματα, πατέρα και γιό.
Ο μπαρουτόμυλος των αδελφών Φιλοποίμενος (Φιλοποίμην) και Μιχαήλ Παρασκευόπουλου, που έφεραν το παρώνυμο Γιαννακούλης. Ο Μιχαήλ σκοτώθηκε, στην έκρηξη που έγινε στον μύλο του Κοντού.
Ο μπαρουτόμυλος του Αθανασίου Παπασταθόπουλου, ο οποίος προήλθε από μετατροπή του αλευρόμυλου του Κωνσταντή Κουστένη ή Μυλωνά, όπως ανωτέρω αναφέρεται.
Ο μπαρουτόμυλος του Γεωργίου Παρασκευόπουλου που έφερε το παρώνυμο Πιλιτζής.
ΜΠΑΡΟΥΤΟΜΥΛΟΙ ΣΤΟΝ ΛΟΥΣΙΟ
· Μετά τη γέφυρα του Σαρά ή Σερά ο αλευρόμυλος των Θεοδόση και Γεωργίου Σταθόπολου, που μετετράπη σε μπαρουτόμυλο από τον Τάκη Κωνστανσταντόπουλο, την δεκαετία του 1950.
· Κάτω από την Μπολιάνα ο μπαρουτόμυλος του Χαραλαμπόπουλου ή Μαλάμη, λειτουργούσε την δεκαετία του 1960, καταστράφηκε από έκρηξη εξ αιτίας ανάφλεξης της πυρίτιδας και είχε θύμα ένα μικρό παιδί.
· Ο μπαρουτόμυλος του Μαλεβίτη, στη θέση Μαυρογιάννη, λίγο πιο πάνω από το γεφύρι του Κοντού. Είχε καταστραφεί και αναγέρθηκε εκ νέου και λειτουργεί μέχρι σήμερα.
· Ο μπαρουτόμυλος του Κοντού, που προήλθε από μετατροπή του ομώνυμου αλευρόμυλου το έτος 1957.
Εκτός των ανωτέρω ενδεχομένως να υπήρχαν και άλλοι μπαρουτόμυλοι, που δεν είναι γνωστοί ή δεν υπάρχουν ερείπια τους. Δεδομένου ότι έχει γραφτεί πως πάνω από 100 βιοτεχνικές εγκαταστάσεις υπήρχαν από τον 16ο αιώνα και μετά κατά μήκος του Λουσίου και τροφοδοτούσαν την οικονομία των γύρω χωριών, όπως αλευρόμυλοι, νεροτριβές, βυρσοδεψία και μπαρουτόμυλοι. Άσφαλώς αναφέρονται και στις εγκαταστάσεις στο κεφαλάρι του Αγίου Ιωάννου και στους Χειμάρρους.
Ο Ιωάννης Μπιτούνης από την Ζάτουνα, εγγονός του Νικολάου Ι. Λαμπάρδη, σε βιβλίο του σχετικό με τους μπαρουτόμυλους αναφέρει ότι τον 20ο αιώνα ασχολούντο με το μπαρούτι οι Μαλεβίτης, Λαμπαρδαίοι (Λυκαίοι), Χαραλαμπόπουλος (Μαλάμης), Παρασκευοόπουλος (Γιαννακούλης), Παρασκευόπουλος (Πιλιντζής), Βαμβίλης (Μπαμπίλης),Κουστένης (Ταμπάκης), Τζοάνης, Κοντζιάς, Πανταλέων, Παπασταθόπουλος (Μανιάτης), Μπαρμπίνης , Κοντός.-
Π.Ράφτη 22 Δεκεμβρίου 2015
Φίλιππος Αθανασίου Καρβελάς.
Δικηγόρος
εκ Παλαιοχωρίου Δημητσάνης
Φίλιππος Αθαν. Καρβελάς.
Δικηγόρος.
Συνεχίζουμε το οδοιπορικό μας στον Λούσιο, κατεβαίνοντας από την Καρκαλού, που είναι οι πηγές του μέχρι την περιοχή της Καρύταινας, που ενώνεται με τον Αλφειό.
----------
ΧΕΙΜΆΡΡΟΙ ΤΟΥ ΛΟΥΣΙΟΥ- ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΓΕΦΥΡΙΑ ΤΩΝ ΧΕΙΜΑΡΡΩΝ
Στο παρόν κεφάλαιο θα ασχοληθούμε με τους κυριότερους Χείμαρρους, που εκβάλλουν στον Λούσιο, τις πηγές και τα γεφύρια που υπάρχουν σ’ αυτούς.
Στον Λούσιο εκβάλλουν πολλοί Χείμαρροι οι οποίοι τον χειμώνα εμπλουτίζουν τον ποταμό με αρκετό νερό και καθιστούν αυτόν ορμητικό και επικίνδυνο .
Οι κυριότεροι χείμαρροι είναι με την σειρά ξεκινώντας, από τις πηγές του Λουσίου οι ακόλουθοι:
1. Απέναντι από τον Μύλο της Σολωμής υπάρχουν τα Τσαφαραίϊκα καλύβια, δίπλα από αυτά περνάει ένας μικρός χείμαρρος που έρχεται από την Μαλάσοβα και εκβάλλει λίγο πιο κάτω και από δεξιά στον Λούσιο. Τον χειμώνα και όταν βρέχει κατεβάζει πολλά νερά.
2. Σε μικρή απόσταση από αυτόν και πάντα από δεξιά στην θέση «Λιβάδι», εκβάλλει στο ποτάμι ένας μικρός χείμαρρος που περνάει δίπλα από την εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που υπάρχει εκεί. Στον χείμαρρο αυτό τρέχει το λιγοστό νερό κάποιας μικρή πηγής, που όταν βρέχει όσο πάει και αυξάνεται από τα νερά των πρανών, που πέφτουν σ' αυτόν.
3. Μετά το γεφύρι του «Μπαρμπίνη» εκβάλλει στον Λούσιο από αριστερά ο Χείμαρρος της Δημητσάνας «Κάκκαβος». Αυτός ξεκινάει από τον Δρυμώνα και χύνεται στον Λούσιο είναι ένας μεγάλος Χείμαρρος και έχει πέντε γεφύρια: α) Το γεφύρι του Αγίου Νικολάου, προς τον Δρυμώνα, β) Το γεφύρι που υπάρχει στον κεντρικό δρόμο της Δημητσάνας, γ) το παλαιό τρικάμαρο γεφύρι, που βρίσκεται κάτω από το κεντρικό γεφύρι, δ) το γεφύρι που βρίσκεται στον «Άγιο Ελευθέριο», κάτω από το νεκροταφείο της Δημητσάνας και είναι στο δρόμο για την Ζάτουνα και ε) το γεφύρι στην «Κάτω Βρύση», στο δρόμο για την Ζάτουνα. Συγκεντρώνει τα νερά των πρανών των παρυφών του Μενάλου προς Δρυμώνα και των Ανατολικών πρανών του Προφήτη Ηλία. Το καλοκαίρι δεν έχει νερό, τον χειμώνα όμως και ιδιαίτερα όταν βρέχει κατεβάζει πολλά νερά.
4. Λίγο πιο κάτω από το γεφύρι του «Μπαρμπίνη» και σε απόσταση 200-300 μέτρα από αυτό εκβάλλει στον Λούσιο και από τα δεξιά αυτού, ο χείμαρρος του «Βουρλάγκαδου». Αυτός ο χείμαρρος ξεκινάει από πολύ ψηλά, μαζεύει τα νερά από τις νοτιοανατολικές πλαγιές του Αρτοζίνου και των προς Βλόγκο και Ζάτουνα ορεινών όγκων τα οποία ενώνονται με τις πηγές του «Βουρλάγκαδου», από τις οποίες υδροδοτείται η Ζάτουνα και καταλήγει στον Λούσιο. Ο χείμαρρος αυτός έχει δύο γεφύρια: α) Το γεφύρι του «Μπαρκούρα», που είναι στο δρόμο για την Ζάτουνα και έχει πάρει το όνομα, από τον παρακείμενο νερόμυλο, που υπήρχε δίπλα στο γεφύρι, τον μύλο του Ζατουνίτη Γεωργίου Μπαρκούρα, β) Μετά το γεφύρι του «Μπαρκούρα», ακολουθώντας τον ρουν του χειμάρρου, μετά από 200 μέτρα περίπου υπήρχε τοξωτή γέφυρα που ένωνε τις δύο όχθες του χειμάρρου και από αυτήν περνούνε ο παλαιός καρόδρομος, που συνέδεε την Ζάτουνα με τη Δημητσάνα. Ο καρόδρομος αυτός ξεκινούσε από την Ζάτουνα περνούσε δίπλα από το δημοτικό σχολείο, μπροστά από το νεκροταφείο και συνεχίζοντας την νοτιανατολική πλαγιά του λόφου του Αγίου Κωνσταντίνου, σχεδόν σε ευθεία γραμμή, έφθανε σε ένα σημείο, που δημιουργείτο ένα μικρός αυχένας. Εκεί ο δρόμος διακλαδιζόταν με ένα μικρό δρομάκι που οδηγούσε στο «Νερούλι», που υπήρχε μικρή πηγή στην βόρεια πλευρά του λόφου και ο κύριος δρόμος συνέχιζε την κατηφορική προς Δημητσάνα πλαγιά για να φθάσει στη γέφυρα του «Βουρλάγκαδου» και από εκεί δια της γέφυρας «Μπαρμπίνη» στη Δημητσάνα. Ο δρόμος αυτός ήταν παλαιός καρόδρομος, στρωμένος με πλάκες εν είδη καλντεριμιού και κατεβαίνοντας την πλαγιά με συνεχής στροφές (Ζικ-Ζακ) έφθανε στο γεφύρι. Ο δρόμος αυτός ήταν εμφανής μέχρι την δεκαετία του 1950, αρχές 1960, σήμερα δεν φαίνεται πλέον κατά το μεγαλύτερο μέρος του λόγω της δασώσεως της περιοχής. Το γεφύρι και αυτό κατεστράφη την ίδια εποχή περίπου και σήμερα σώζονται ίχνη μόνον των στηριγμάτων που είχε στις δύο όχθες.
5. Λίγο πιο κάτω και μετά την Αγία Ελαιούσα, υπάρχει το κεντρικό «ρέμα της Έλοβας», που χύνεται στον Λούσιο πριν από τον μύλο του Κοντού και στην αρχή περίπου του κτήματος αυτού. Αυτό είναι ένα ξερόρεμα και μόνο όταν βρέχει κατεβάζει λίγο νερό. Στο μέσον του ρέματος περίπου, πάνω από την περιοχή "Μπούλινο" στο ύψος περίπου της σπηλιάς που ονομάζεται "Τρύπα" ή "Τρούπα" και εκεί που περνάει το μονοπάτι προς Αγία Ελεούσα, ανάβλυζε σε δύο τρία σημεία ελάχιστο νερό. Το καλοκαίρι οι Ζατουνίτες ποιμένες συγκέντρωναν το λιγοστό αυτό νερό σε πολλές μικρές λακκούβες και από αυτές έπιναν νερό τα γιδοπρόβατα. Τα σημεία που υπήρχαν οι λακκούβες τα έλεγαν στις "Ποτισιώνες".
6. Ακολουθώντας τον ρουν του ποταμού και δεξιά αυτού αμέσως μετά το γεφύρι του «Κοντού», χύνεται στον Λούσιο το «Ρέμα της Ζάτουνας». Ο χείμαρρος αυτός συγκεντρώνει τα νερά των επί μέρους μικρών ρεμάτων της Ζάτουνας, δηλαδή τα νερά της πάνω Βρύσης και της πέρα βρύσης τα οποία μέσα από το ρέμα της «Τούρκας», που ενώνεται στη συνέχεια με το ρέμα του «Αγίου Χαραλάμπους», αυτό ξεκινάει από το παλαιό εικονοστάσι της Αναλήψεως και περνάει ανάμεσα στο ύψωμα του Αγίου Χαραλάμπους και της πλαγιάς του όρους Μελικάγκουρου, που λέγεται «Πλάκα», ιδιοκτησίας Μήτσου Μπιτούνη και στη συνέχει λίγο πιο κάτω και στο κάτω μέρος του κτήματος «Θάνη» ενώνεται με ένα μικρό ρέμα που έρχεται δυτικά από την «Έλοβα» και το κτήμα της «Ρήνας» και ακολούθως όλα αυτά ενώνονται κάτω από την θέση στου «Στούμπου», με το ρέμα που έρχεται από την Αγία Ανάληψη και σχηματίζουν ένα ρέμα, το «ρέμα της Ζάτουνας». Τον χειμώνα κατεβάζει πολύ νερό και είναι επικίνδυνο.
7. Προχωρώντας προς τα κάτω και δεξιά συναντάμε το «Ρέμα του Αγιώργη». Ο Χείμαρρος αυτός δημιουργείται από τα νερά της ομώνυμης πηγής και είναι ακριβώς απέναντι από το Παλαιοχώριο, στα πρανή του όρους Μελικάγκουρο στη θέση "Δαφνί". Εκεί ακριβώς που υπήρχε παλαιότερα το χωριό Δαφνί με την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, η οποίο ήταν κατάλοιπο μονής που υπήρχε εκεί και διαλύθηκε κατά την πρώτη τουρκοκρατία.
8. Μετά το «Ρέμα του Αγιώργη» ακολουθώντας τον ρου του ποταμού και κάτω από το Παλαιοχώριο στην αριστερή όχθη του ποταμού υπάρχουν δύο ή τρεις πηγές από τις οποίες αναβλύζει χειμώνα, καλοκαίρι αρκετό νερό. Η μεγαλύτερη από αυτές φέρει την ονομασία "Σέλινο" με άφθονο και δροσερό το καλοκαίρι νερό.
Σε απόσταση 200 περίπου μέτρων από την πηγή "Σέλινο"
και στη θέση «Μπαλαίϊκα» συναντάμε το «Ρέμα του Αγίου Ιωάννου» που χύνεται από αριστερά στον Λούσιο. Αυτό ξεκινάει από το κεφαλάρι του «του Αγίου Ιωάννου» στη Δημητσάνα, διασχίζει την αγροτική περιοχή του Παλαιοχωρίου και εκβάλλει στον Λούσιο. Το καλοκαίρι με τα νερά του αρδεύονται τα κτήματα του Παλαιοχωρίου.
9. Λίγο πιο κάτω και σε απόσταση 100-150 μέτρων από το «Ρέμα του Αγίου Ιωάννου» εκβάλλει στον Λούσιο, από αριστερα, το μικρό ρέμα που δημιουργείται από τις πηγές «Βρύσες». Οι πηγές «Βρύσες» είναι επάνω από το παλαιό μονοπάτι - δρόμο που κατεβαίνει από το Παλιοχώριο προς την γέφυρα της Μονόπορης. Με τα νερά των πηγών αυτών αρδεύονται τα κτήματα της περιοχής.
10. Σε μικρή απόσταση από τις «Βρύσες» και πάνω από το γεφύρι «της Μονόπορης», από δεξιά εκβάλλει στον Λούσιο, ο «Ίσβορας», μεγάλος χείμαρρος, που ξεκινάει από τις παρυφές της Κλινίτσας κοντά στο Ζυγοβίστι, περνάει κάτω από το μοναστήρι των Αιμυαλών, διασχίζει τις Καστανιές, στη θέση «Λιάνικα» και καταλήγει στον Λούσιο.
Γεφύρια στον Ίσβορα είναι: α) Το γεφύρι του «Πενταρόγιαννη», λίγο πάνω από το μοναστήρι των Αιμυαλών, στο δρόμο από Δημητσάνα προς Στεμνίτσα. Γκρεμίστηκε κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής (1944) και αναγέρθηκε αργότερα. β) Το γεφύρι στα «Λιάνικα», στο δρόμο από Δημητσάνα, προς Μονή Φιλοσόφου και στη θέση «Καστανιές». γ) Το γεφύρι στου «Μπόκα» ή γεφύρι του «Τζανή», όπως λέγεται τελευταία. Αυτό είναι στον παλαιό ημιονικό δρόμο και ήδη μονοπάτι από το Παλαιοχώριο προς την γέφυρα της Μονόπορης και από εκεί στην Μονή Φιλισόφου.
Ενδιάμεσα στη διαδρομή από τις «Βρύσες» μέχρι τον Ίσβορα, συναντάμε δύο μικρά ρέματα: α) Το ρέμα του "Δημοκλή", που ξεκινάει στο επάνω μέρος του το ομώνυμου κτήματος, αναβλύζει χειμώνα, καλοκαίρι ελάχιστο νερό. Έχει μικρό μήκος και καταλήγει στο μονοπάτι-δρόμο προς την γέφυρα της Μονόπορης. παλαιότερα έφθανε μέχρι το ποτάμι, αλλά ανακόπηκε η πορεία του από τα ενδιάμεσα κτήματα. Όταν βέβαια καλλιεργούντο τα κτήματα το λιγοστό νερό του κατέληγε σ' αυτά και σε ορισμένες περιπτώσεις το χρησιμοποιούσαν στα αυλάκια που υπήρχαν. Τώρα τα αυλάκια έχουν καταστραφεί και το νερό τρέχει στο δρόμο, έχει δημιουργήσει λασπότοπο και δυσκολεύει τους πεζοπόρους. β) 200 μέτρα πιο κάτω, προς την ίδια κατεύθυνση συναντάμε ένα άλλο μικρό ρέμα, που μόνο τον χειμώνα κατεβάζει νερά και καταλήγει στον Ίσβορα. Ξεκινάει από την αμαξιτή οδό από Παλαιοχώριο προς Μονή Φιλοσόφου. Στο επάνω μέρος και δεξιά του δρόμου έχει δημιουργηθεί παράνομη χωματερή, για την οποία δεν ενδιαφέρεται κανένας. Τον χειμώνα με τις βροχές παρασύρονται διάφορα αντικείμενα από την χωματερή και κυρίως πλαστικά και δια μέσου του Ίσβορα, φθάνουν στον Λούσιο ρυπαίνοντας όλη την περιοχή.
11. Στην ίδια κατεύθυνση και λίγο πιο κάτω από το γεφύρι «της Μονόπορης» και πριν από το εκκλησάκι της Παναγίας της Τριχερούσας εκβάλλει το «Ρέμα της Κρύας Βρύσης», μικρός χείμαρρος που ξεκινάει από την ομώνυμη πηγή στην πίσω πλευρά στις Καστανιές. Έχει αρκετό νερό χειμώνα, καλοκαίρι και με αυτό αρδεύονται αρκετά κτήματα και κυρίως τα κτήματα των Καρβελαίων, που βρίσκονται γύρω από τα Καρβελαίικα καλύβια, παρά την γέφυρα της Μονόπορης. Επάνω από τα Καρβελαίικα καλύβια υπάρχει μικρή πηγή, η Καρβελαίικη βρύση, με λίγο νερό, που εξυπηρετεί τις ανάγκες των καλυβιών.
12. Σε απόσταση 300 μέτρων περίπου από το «Ρέμα της Κρύας Βρύσης» και μετά το εκκλησάκι της Παναγίας της Τριχερούσας, είναι το «Ρέμα του Σαβαλά», που ξεκινάει από τις πηγές του Σαβαλά στις παρυφές τις Κλινίτσας και κάτω από τον αμαξιτό δρόμο προς Στεμνίτσα για να καταλήξει στον Λούσιο. Το ρέμα αυτό είναι και το όριο μεταξύ Δημητσάνας και Στεμνίτσας. Με το νερό των πηγών του Σαβαλά αρδεύονται πολλά χωριά της Γορτυνίας που βρίσκονται βόρεια της Μεγαλοπόλεως. Εκεί κοντά στις πηγές παλαιότερα λειτουργούσε αλευρόμυλος, κινούμενος με τα νερά των πηγών.
13. Περνώντας το γεφύρι «της Μονόπορης» και προχωρώντας δεξιά προς τις Λάκκες, συναντάμε το «Ρέμα της Λουκούς», μεγάλος χείμαρρος, που ξεκινάει από τις παρυφές του όρους «Μελικάγκουρο» και κυρίως από τις παρυφές της κορυφής αυτού που λέγεται «Κουκούγερας» και με επί μέρους μικρούς χείμαρρους της περιοχής «Λύπες», καταλήγει στον Λούσιο. Πριν ενωθεί με τον Λούσιο σχηματίζει μικρόν καταρράκτη πενήντα και πλέον μέτρων, που είναι ορατός από την απέναντι πλευρά. Χαρακτηριστικά το «Ρέμα της Λουκούς» συγκροτείται από τους εξής επί μέρους μικροχείμαρους: α) Δύο χείμαρρους που ξεκινούν ο ένας από την θέση "Μπουγιούκα", μαζεύει τα νερά μικροπηγής με το ίδιο όνομα, καθώς και τα βρόχινα νερά των επάνω από την πηγή πρανών και προχωρεί προς τα κάτω. β) Ο άλλος ξεκινάει μετά τον Λινό του Στέφανη και αυτός δέχεται το νερά μικροπηγής και τα βρόχινα νερά των πρανών. Οι δύο αυτού χείμαρροι προχωρούν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο διανύοντας μια απόσταση 500 μέτρων περίπου, συναντώνται και ενώνονται στο ύψος του αμπελιού του Καλαμπάκα. Διανύουν μαζί άλλα 500 μέτρα περίπου και συναντώνται με το κεντρικό ρέμα, κάτω από τον δρόμο προς τα αμπέλια με την ονομασία "Μοναστήρι"
14. Μετά το «Ρέμα της Λουκούς» σε απόσταση ενός περίπου χιλιομέτρου συναντάμε ένα μικρό ρέμα, που έρχεται επάνω από τις ανατολικές πλαγιές του Βαρβουδά, συναντάει τον δρόμο προς Μονή Φιλοσόφου στο ύψος του κτήματος του Σπανού (Ραδαίου), πρώην ιδιοκτησία Νικολάου και Ιωάννου Καρβελά και καταλήγει στον Λούσιο. Στη συνέχεια λίγο πιο πέρα και κοντά στην Μονή υπάρχει η πηγή Κοργιαλός, από την οποία υδρεύεται η Μονή. Λίγο πιο κάτω και δεξιά του μικρού ρέματος που σχηματίζεται, απέναντι από τον Λινό του Καρβελά, υπάρχει η βρύση του Καρβελά, που χρονολογείται από το έτος 1668.
15. Λίγο πριν την μονή Προδρόμου και αριστερά προς τον ρουν του ποταμού υπάρχουν δύο μικροί χείμαρροι που χύνονται στον Λούσιο.
16. Ακολουθώντας δεξιά τον ποταμό και μετά την στροφή του δρόμου προς Αρχαία Γόρτυνα, στο δρόμο προς Ελληνικό συναντάμε το «Κακόρεμα» ή κατ’ άλλους «Πλατανόρεμα» στη θέση «Μανιταρόκαμπος». Είναι μεγάλος χείμαρρος που ξεκινάει από την Στεμνίτσα, συγκεντρώνει και τα νερά μικροτέρων χειμάρρων της ευρύτερης περιοχής και ιδιαίτερα το χειμώνα καταλήγει ορμητικός στον Λούσιο.
17. Μετά την Αρχαία Γόρτυνα και αριστερά υπάρχει μεγάλος χείμαρρος, που έρχεται από την «Παπαρουνίτσα», συγκεντρώνει τους επί μέρους χειμάρρους βορειοανατολικά του Ατσιχώλου και νοτιοδυτικά του Μάρκου και του «Βαρβουδά» και χύνεται στον Λούσιο.
Εκτός από τους ανωτέρω αναφερόμενους χειμάρρους, που εκβάλλουν στον Λούσιο ποταμό, υπάρχει και πλήθος άλλων μικροτέρων χειμάρρων που δημιουργούνται ανάμεσα στις πλαγιές των πρώην αμπελοτόπων ή των κτημάτων. Αυτοί δεν έχουν συνήθως νερό, είναι άνευ ιδιαίτερης σημασίας και μόνον σε περιόδους μεγάλων βροχοπτώσεων συγκεντρώνουν λίγο νερό και μόνο για μικρό χρονικό διάστημα, όσο δηλαδή διαρκούν οι βροχοπτώσεις. Ενδεικτικά αναφέρονται τα μικρά ρέματα που σχηματίζονται στην Λαγκάδα του Παπασταθόπουλου ή Μανιάτη, και στην περιοχή μετά του Σαβαλά, μέχρι την Μονή Προδρόμου, στην αριστερή όχθη του Λουσίου. Επίσης στη δεξιά όχθη του Λουσίου τα μικρά ρέματα που σχηματίζονται στη θέση Παρπαδίκι ή Παρπαδίσια, απέναντι και βόρεια της γέφυρας της Μονόπορης μέχρι την θέση Μοναστήρι και εκείθεν μέχρι την Μονή Φιλοσόφου, όπως το μικρό ρέμα στο καλάμι, στις λάκκες, το ρέμα στου Καρβελά, στη θέση Κοργυαλός, στου Γύφτου τα αμπέλια και άλλα.
Καθ' όλο το μήκος του ποταμού και στις δύο όχθες του υπάρχουν πολλές πηγές άλλες αφανείς και άλλες εμφανείς με αρκετό νερό, πέρα από αυτές που αναφέρονται ανωτέρω, οι οποίες εμπλουτίζουν με τα νερά τους τον Λούσιο και αυτό φαίνεται από τη διαφορά της ποσότητας του νερού που υπάρχει στον Αγιώργη τον Σαρά και αυτού που φθάνει στο γεφύρι του Κόκορη.
Π.Ράφτη 23 Αυγούστου 2015
Φίλιππος Αθανασίου Καρβελάς.
Δικηγόρος
εκ Παλαιοχωρίου Δημητσάνης
ΤΑ ΓΕΦΥΡΙΑ ΤΟΥ ΛΟΥΣΙΟΥ
Ο Λούσιος είναι ένα ποτάμι, μικρό, μήκους είκοσι έξι (26) περίπου χιλιομέτρων, στον νομό Αρκαδίας, στην επαρχία Γορτυνίας, που πηγάζει από το οροπέδιο της Καρκαλούς και εκβάλλει στην περιοχή της Καρύταινας στον Αλφειό ποταμό και στην θέση «Ραιτέας». Σύμφωνα με την μυθολογία, σ΄ αυτόν "λούστηκε" ο Δίας από τις νύμφες Νέδα, Θεισόα, Αγνώ, όταν γεννήθηκε και αυτό επήρε τ' όνομά του. Μετά την περιοχή της Αρχαίας Γόρτυνος ονομάζεται Γορτύνιος, παίρνοντας το όνομά του από αυτήν.
Ο Παυσανίας θεωρούσε τον Λούσιο ποταμό σαν τον πιο κρύο ποταμό του γνωστού κόσμου. Χαρακτηριστικά αναφέρει ο Παυσανίας, στα Αρκαδικά Κεφ. VIII.28 και στις παραγράφους 28,2 και 28,3,για τον Λούσιο τα’ ακόλουθα: «…..την δὲ Γόρτυνα ποταμὸς διέξεισιν ὑπὸ μὲν τῶν περὶ τὰς πηγὰς ὀνομαζόμενος Λούσιος, ἐπὶ λουτροῖς δὴ τοῖς Διὸς τεχθέντος, οἱ δὲ ἀπωτέρω τῶν πηγῶν καλοῦσιν ἀπὸ τῆς κώμης Γορτύνιον. οὗτος ὁ Γορτύνιος ὕδωρ ψυχρότατον παρέχεται ποταμῶν. Ἴστρον μέν γε καὶ Ῥῆνον, ἔτι δὲ Ὕπανίν τε καὶ Βορυσθένην καὶ ὅσων ἄλλων ἐν ὥρᾳ χειμῶνος τὰ ῥεύματα πήγνυται, τούτους μὲν χειμερίους κατὰ ἐμὴν δόξαν ὀρθῶς ὀνομάσαι τις ἄν, οἳ ῥέουσι μὲν διὰ γῆς τὸ πολὺ τοῦ χρόνου νειφομένης, ἀνάπλεως δὲ κρυμοῦ καὶ ὁ περὶ αὐτούς ἐστιν ἀήρ, ὅσοι δὲ γῆν διεξίασιν εὖ τῶν ὡρῶν ἔχουσαν καὶ θέρους σφίσι τὸ ὕδωρ πινόμενόν τε καὶ λουομένους ἀνθρώπους ἀναψύχει, χειμῶνος δὲ ἀνιαρὸν οὐκ ἔστι, τούτους ἐγώ φημι παρέχεσθαι σφᾶς ὕδωρ ψυχρόν. ψυχρὸν μὲν δὴ ὕδωρ καὶ Κύδνου τοῦ διεξιόντος Ταρσεῖς καὶ Μέλανος τοῦ παρὰ Σίδην τὴν Παμφύλων: Ἄλεντος δὲ τοῦ ἐν Κολοφῶνι καὶ ἐλεγείων ποιηταὶ τὴν ψυχρότητα ᾄδουσι. Γορτύνιος δὲ προήκει καὶ ἐς πλέον ψυχρότητος, μάλιστα δὲ ὥρᾳ θέρους. ἔχει μὲν δὴ τὰς πηγὰς ἐν Θεισόᾳ τῆ Μεθυδριεῦσιν ὁμόρῳ: καθότι δὲ τῷ Ἀλφειῷ τὸ ῥεῦμα ἀνακοινοῖ, καλοῦσι Ῥαιτέας».
O Λούσιος ποταμός, όπως ανωτέρω αναφέρεται, έχει τις πηγές του στην περιοχή της αρχαίας Θεισόας και εν μέρει στην κορυφογραμμή των βουνών των Λαγκαδίων, με ψηλότερη κορυφή το Ψηλό Βουνό (1.503μ.). Οι κυριότερες πηγές του βρίσκονται κοντά στο χωριό Καρκαλού, όπου και η θέση της αρχαίας κώμης Θεισόας, και στην περιοχή του χωριού Καλονέρι, όπως και στην γειτονική θέση της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής. Τα δύο ρεύματα ενώνονται στο χωριό Καρκαλού και ο Λούσιος στη συνέχεια κατευθύνεται προς τα στενά της Καρκαλούς που αποτελούν το πρώτο τμήμα του φαραγγιού. Το ποτάμι περνά δυτικά από τη Δημητσάνα και καταλήγει στον Αλφειό 2.5 χιλ. ΒΔ της Καρύταινας στην θέση «Ραιτέας», έχοντας διανύσει 26 χιλιόμετρα Το ποτάμι είναι ιδιαίτερα ορμητικό. Ακόμη τους ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες έχει μια ροή που φτάνει τα 8-9 κυβικά μέτρα το δευτερόλεπτο. Στη διαδρομή του ο Λούσιος από την Καρκαλού, μέχρι την εκβολή του στον Αλφειό, σχηματίζει ένα από τα ωραιότερα φαράγγια της χώρας, με πλούσια χλωρίδα και πανίδα.
Τα Γεφύρια του Λουσίου
Για την επικοινωνία μεταξύ των χωριών, των οικισμών, των μοναστηριών και νερόμυλων, ο Λούσιος ποταμός από τις πηγές του μέχρι την εκβολή του στον Αλφειό, έχει αρκετά γεφύρια τα οποία ενώνουν τις όχθες του και διευκολύνουν την επικοινωνία των κατοίκων και των επισκεπτών της ευρύτερης περιοχής. Ο Λούσιος σε σχέση με το μήκος του, αναλογικά με άλλα μεγαλύτερα ποτάμια, τουλάχιστον της Πελοποννήσου έχει τα περισσότερα γεφύρια. Τα γεφύρια αυτά είναι τα εξής:
1. Το γεφύρι του Λουσίου στην Καρκαλού που ενώνει την Καρκαλού με τα Σβόρνα (Καλονέρι) και πέραν αυτών με Λαγκάδια και Ολυμπία, υπάρχει από το έτος 1900, που φέρεται ότι ανηγέρθη.
2. Το Γεφύρι στον «Αγιώργη τον Σαρά» ή «Σερά». Αυτό είναι μετά τον κάμπο της Καρκαλούς ή τον «κάμπο της Δημητσάνας», όπως συνήθως λένε και στο δρόμο που οδηγεί από Καρκαλού προς Δημητσάνα. Το γεφύρι αυτό βρίσκεται στο σημείο που ο δρόμος από την αριστερή όχθη του ποταμού περνάει στην δεξιά. Στην έξοδο του και δεξιά ξεκινάει ο αμαξιτός δρόμος προς Μαλάσοβα- Σέρβου και εκείθεν προς Λυκούρεσι, Ψάρι, Παλούμπα. Στη θέση του γεφυριού και αριστερά υψώνονται απότομα βράχια στην μέση των οποίων, μέχρι και σήμερα διακρίνονται ίχνη τοιχογραφιών και κάποιας εγκατάστασης εν ήδη ξύλινου εξώστη, προφανώς εκεί υπήρχε κάποιο ασκητήριο προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου. Το γεφύρι αυτό ήταν ένα μικρό γεφύρι λιθόκτιστο. Κατεστράφη κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής (1944) και έχει εκ νέου κατασκευαστεί, στην ίδια θέση τσιμεντένιο το ίδιο μικρό όπως ήταν και προηγουμένως.
3. Λίγα μέτρα πιο κάτω και στο δρόμο προς Δημητσάνα είναι το γεφύρι της «Σολωμής». Ο δρόμος από την δεξιά όχθη του ποταμού περνάει στην αριστερή. Στο σημείο αυτό υπάρχουν δύο γεφύρια, το παλαιό λιθόκτιστο γεφύρι και το νεώτερο και μεγαλύτερο, που είναι κατασκευασμένο με τσιμέντο σε αντικατάσταση του μικρού και στενού γεφυριού.
4. Στην αρχή της περιοχής «Λιβάδι» και λίγα μέτρα πιο κάτω από γεφύρι της «Σολωμής», υπάρχει ένα μικρό γεφύρι τσιμεντένιο, που κατασκευάστηκε μετά το έτος 1970 για την εξυπηρέτηση της ανωτέρω περιοχής. Το γεφύρι αυτό οδηγεί εκτός του κεντρικού προς Δημητσάνα δρόμου και οδηγεί στην δεξιά όχθη του ποταμού.
5. Ακολουθώντας τον ρουν του ποταμού συναντάμε το γεφύρι του «Μπαρμπίνη». Το γεφύρι αυτό ενώνει την Δημητσάνα με την Ζάτουνα. Το γεφύρι κατασκευάστηκε με δαπάνες του Παλαιών Πατρών Γερμανού, μάλιστα στο βράχο που υπάρχει δεξιά στην είσοδό του γεφυριού,υπήρχε μαρμάρινη πλάκα, με το έτος ανεγέρσεως του γεφυριού και το όνομα του ανεγείραντος τούτο. Στη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής το γεφύρι γκρεμίστηκε (1944). Στη συνέχεια έγινε γεφύρι με κορμούς δένδρων και σανίδες για να εξυπηρετείται η Ζάτουνα. Το έτος 1948-1949 όταν κατέβηκε στην Πελοπόννησο η 9η Μεραρχία για εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, στη θέση του παλαιού γεφυριού τοποθετήθηκε μεταλλική γέφυρα, η οποία παρέμεινε για πολλά χρόνια. Τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 1982, μετά από βροχοπτώσεις πολλών ημερών ο Λούσιος κατέβασε πολύ νερό και παρέσυρε όλο το γεφύρι. Στη συνέχεια, για να υπάρχει επικοινωνία Δημητσάνας-Ζάτουνας και εκείθεν όλων των χωριών της Ηραίας, κατασκευάστηκε λίγα μέτρα πιο κάτω πρόχειρη γέφυρα με σωλήνες τσιμέντου μεγάλου διαμετρήματος, αλλά και αυτές παρασύρθηκαν από τα ορμητικά νερά του Λουσίου και έτσι διεκόπη κάθε επικοινωνία για την Ζάτουνα και τα χωριά της Ηραίας.
Ο μόνος δρόμος, για να επικοινωνεί η Ζάτουνα με τη Δημητσάνα, ήταν αυτός που κατέβαινε από τη Δημητσάνα στο Παλαιοχώριο και από εκεί προς την Μονή Φιλοσόφου περνώντας από το γεφύρι της Μονόπορης. Το γεφύρι αυτό όμως ήταν πολύ στενό και δεν μπορούσαν τα φορτηγά να περάσουν από αυτό. Για να περνούν όμως τα φορτηγά έγιναν απαράδεκτες επεμβάσεις στο γεφύρι, όπως θα δούμε παρακάτω.
6. Το γεφύρι του «Κοντού». Αυτό συνδέει το Παλαιοχώριο με την Ζάτουνα, την αγροτική περιοχή στο «Δαφνί», τις «Λίπες» πρώην αμπελότοπους και το Χωριό Μάρκου. Ο δρόμος παλαιός ημιονικός και σήμερα μονοπάτι ξεκινάει από την εκκλησία του Παλαιοχωρίου, περνάει από τον ιστορικό πλάτανο του χωριού και φθάνει στο γεφύρι. Το γεφύρι αυτό είναι λιθόκτιστο τρικάμαρο και κτίστηκε το έτος 1864 από ιταλούς τεχνίτες με δαπάνες του Δημητσανίτη Κανέλλου Σεκόπουλου. Για την κατασκευή του γεφυριού χρησιμοποιήθηκε ασβέστι από τρία ασβεστοκάμινα. Το γεφύρι αυτό έχει υποστεί σοβαρές ζημιές και κυρίως στα στηθαία, από τα οποία έχουν αφαιρεθεί κάποιες πλάκες. Βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση, πλην όμως έχει ανάγκη από συντήρηση, για να μην επεκταθούν οι ζημιές που δύσκολα θα επανορθωθούν.
7. Το γεφύρι της «Μονόπορης», αυτό βρίσκεται στο δρόμο από Δημητσάνα προς Μονή Φιλοσόφου. Το γεφύρι της "Μονόπορης", κτίστηκε μεταξύ των ετών 1875-1885 και ενώνει τη Δημητσάνα με την μονή Φιλοσόφου. Λιθόκτιστο γεφύρι, με στηθαία ενός μέτρου περίπου, τα οποία στο επάνω μέρος έφεραν μεγάλες πέτρες πελεκητές σε σχήμα παραλληλογράμμου, από τοπική πέτρα. Ήτα ένα από τα καλύτερα γεφύρια της περιοχής, πραγματικό κομψοτέχνημα, μέχρι το έτος 1982. Το έτος αυτό, όπως ανωτέρω με αριθμό 5 αναφέρεται, εξ αιτίας της κατάρρευσης της γέφυρας «Μπαρμπίνη» κοντά στη Δημητσάνα, διεκόπη κάθε επικοινωνία με την Ζάτουνα και τα χωριά της Ηραίας. Η Ζάτουνα και τα χωριά αυτά τότε επικοινωνούσαν με τη Δημητσάνα, με το δρόμο που κατέβαινε από τη Δημητσάνα στο Παλαιοχώριο και από εκεί προς την Μονή Φιλοσόφου περνώντας από το γεφύρι της Μονόπορης.
Το γεφύρι αυτό όμως ήταν πολύ στενό και δεν μπορούσαν τα φορτηγά να περάσουν από αυτό. Ο τότε πρόεδρος της κοινότητας Δημητσάνας, για να εξυπηρετήσει την Ζάτουνα είχε την φαεινή ιδέα να κατεδαφίσει το δεξί στηθαίο του γεφυριού για να περνά το φορτηγό για την Ζάτουνα. Έτσι το έτος 1982 αφαιρέθηκε το δεξί στηθαίο του γεφυριού και οι πελεκητές πέτρες που βγήκαν πετάχτηκαν εδώ και εκεί και στη συνέχεια εκλάπησαν από διαφόρους και σήμερα σιγά, σιγά αφαιρούνται οι πέτρες και από το αριστερό στηθαίο...... και πωλούνται ενδεχομένως στους νεόπλουτους πολιτισμένους !!! ιδιοκτήτες κατοικιών για να διακοσμούν τους κήπους και τις αυλές τους. Για την καταστροφή που συντελείται δεν ιδρώνει το αυτί κανενός, κατά το κοινώς λεγόμενον.
8. Το γεφύρι της «Βέργας». Το γεφύρι αυτό ενώνει την Μονή Προδρόμου με την Μονή Φιλοσόφου. Βρίσκεται κάτω από την παλαιά Μονή Φιλοσόφου «Κρυφό Σχολειό». Είναι μικρό γεφύρι τσιμεντένιο πλάτους ενός μέτρου περίπου. Πριν γίνει τσιμεντένιο αυτό το γεφύρι, στη θέση του υπήρχε μεγάλος κορμός δένδρου, που ένωνε τις δύο όχθες εν είδη γέφυρας και εκεί περνούσαν από το ένα μέρος στο άλλο. Από τον κορμό του δένδρου που χρησιμοποιούταν σαν γέφυρα, πήρε το όνομα «Βέργα».
9. Το γεφύρι της «Νεροτριβής». Μικρό λιθόκτιστο γεφύρι κάτω από την Μονή Προδρόμου και πλησίον που βρίσκεται εκεί κοντά. στην έξοδο του γεφυριού και δεξιά αυτού υπάρχει η «νεροτριβή» και πάνω από αυτήν ερείπια κτισμάτων, στο επάνω μέρος των οποίων υπάρχει πηγή με πολύ νερό. Το γεφύρι αυτό τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 1982 σε μια μεγάλη κατεβασιά του Λουσίου δεν άντεξε και έπεσε ένα μεγάλο τμήμα αυτού. Σήμερα έχει αποκατασταθεί με σιδερένιους δοκούς και σανίδες.
10. Το γεφύρι του «Κόκορη» . Λιθόκτιστο γεφύρι ενώνει την Αρχαία Γόρτυνα με το Ελληνικό, την Μονή Προδρόμου και άλλες περιοχές. Έχει πάρει το όνομά του από τον αλευρόμυλο που βρίσκεται κοντά, και ονομάζεται μύλος του Κόκορη. Πλησίον του γεφυριού βρίσκεται η Αρχαία Γόρτυνα και ο μικρός Βυζαντινός ναός του Αποστόλου Ανδρέου.
11. Το γεφύρι του «Ατσίχωλου». Το γεφύρι αυτό ενώνει την Καρύταινα με τον Ατσίχωλο και τα πέρα από αυτόν χωριά Βλαχόραφτη (Μάραθα), Σαρακίνι, Κρυονέρι (Εγκλένοβα), Παλαιόκαστρο. Στην ίδια θέση υπάρχουν δύο γεφύρια το παλαιό γεφύρι και το νέο γεφύρι. Εντυπωσιακό είναι το παλιό πέτρινο γεφύρι του Ατσιχόλου στον Λούσιο, κοντά στο σημείο συμβολής με τον Αλφειό, στο δρόμο που οδηγεί στο χωριό Ατσίχολο.
12. Το γεφύρι του "Λιάπη". Βρίσκεται λίγο πιο κάτω από το γεφύρι του "Ατσίχωλου", σ' 'ένα μικρό στένωμα του ποταμού και ενώνει τις δύο όχθες του ποταμού εξυπηρετώντας την ιδιοκτησία της οικογένειας Λιάπη, οικογένειας από την Καρύταινα με μεγάλη ιδιοκτησία στην περιοχή. Είναι κοντά στα Λιαπαίικα καλύβια.
Φίλιππος Αθαν. Καρβελας
εκ Παλαιοχωρίου.
Δημοσίευση σχολίου