Τα «Μαστοροχώρια» της Αρκαδίας

 

Μαστοροχώρια στην Πελοπόννησο τον 18ο και τον 19ο αιώνα υπήρχαν πολλά. Ονομαστά τέτοια, ήταν στη Γορτυνία τα χωριά Σέρβου, Ρεκούνι (Λευκοχώρι), Μπουγιάτι (Λυσσαρέα), Βρετεμπούγα (Δόξα), Βυζίκι, Ζουλάτικα (Περδικονέρι). Στην περιοχή των Καλαβρύτων τα Κλουκινοχώρια Αγία Βαρβάρα, Σόλοι, Περιστέρα, Μεσορούγι, Χαλκιάνικα επίσης η Κυνουρία με τους σπουδαίους τσάκωνες χτίστες, η Μάνη, η Επίδαυρος και στο Φενεό της ορεινής Κορινθίας τα χωριά Καλύβια, Φονιά, Γκούρα και Ταρσός.

Ο τόπος όμως που η χρήση και η κατεργασία της πέτρας βρήκε το κατάλληλο ανθρώπινο υλικό για να αναπτυχθεί και να εκτοξευθεί σε απίθανα ύψη τελειότητας, ήταν τα Λαγκάδια (το κρεμαστό χωριό) της Αρκαδίας. Και αυτό έγινε κυρίως από τον 17ο αιώνα μέχρι και τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο.

Σ’ αυτό βεβαίως βοήθησε η ύπαρξη και η εύκολη πρόσβαση στην πέτρα και το ξύλο και κυρίως το ανήσυχο πνεύμα των λαγκαδινών μαστόρων της πέτρας, που μετέφεραν την πατροπαράδοτη τέχνη τους από πατέρα σε παιδί και από γενιά σε γενιά.

Και καθώς είναι αποδεδειγμένο ότι η ιστορική πραγματικότητα, τα ήθη και τα έθιμα αλλά και τα φυσικά χαρακτηριστικά του κάθε τόπου διαμορφώνουν τους χαρακτήρες και τα επαγγέλματα, οι μαστόροι της πέτρας άρχισαν να την πελεκάνε σιγά – σιγά φτιάχνοντας μικρά στην αρχή, πολύπλοκα και όμορφα έργα ύστερα, κυρίως γεφύρια, σπίτια και εκκλησίες, νικώντας τα φυσικά εμπόδια και φαινόμενα, σπάζοντας την απομόνωση και ερχόμενοι έτσι σε επαφή με τα διπλανά χωριά και τις πόλεις.

Οι λαγκαδινοί, ακολουθώντας την τακτική της βυζαντινής περιόδου και της τουρκοκρατίας, ήσαν οργανωμένοι σε μπουλούκια (τουρ. Boluk) ή σε κομπανίες (Ιταλ. Compagnia), πράγμα που τους διευκόλυνε στο να τελειώνουν σε σύντομο χρονικό διάστημα και με το καλλίτερο αποτέλεσμα το έργο που αναλάμβαναν.

Είχαν εσωτερική δομή, οργάνωση και ιεραρχία που ρυθμιζόταν από τα έθιμα και τις προφορικές συμφωνίες, που η λειτουργία τους βασιζόταν σε διατάξεις και κανονισμούς.

Στην κορυφή, αρχηγός, ήταν ο πρωτομάστορας, που φρόντιζε για όλα. Εύρισκε τη δουλειά, συγκροτούσε το μπουλούκι, φρόντιζε για τον καταμερισμό της εργασίας, συζητούσε για το κόστος κατασκευής, αναλάμβανε τις πληρωμές, τις κάθε είδους επαφές και γενικά φρόντιζε, συντόνιζε και διακινούσε την ομάδα.

Ήταν ο πιο έμπειρος, με πολλά χρόνια στην πλάτη του, καλή φήμη, έξυπνος, δραστήριος και με φαντασία. Λόγω αυτών των προσόντων όλα τα μέλη του μπουλουκιού τον αποκαλούσαν “Μάνα”.

Έπειτα ήσαν οι μαστόροι (οι τεχνίτες, δηλαδή οι χτίστες),που έπαιρναν ένα μερτικό κατόπιν οι βοηθοί μαστόρων, δηλαδή οι λασπιτζήδες ( ή Τριότες) επειδή έπαιρναν τα 3/4 του μερτικού, που έφτιαχναν τη λάσπη και την πήγαιναν στους χτίστες.

Τέλος ήσαν τα μαστορόπουλα, δηλαδή οι μαθητευόμενοι που κουβαλούσαν πέτρες, χώμα, νερό και άμμο, φρόντιζαν τα ζώα και σκοπό είχαν να μάθουν την τέχνη και που έπαιρναν μισό μερτικό. Τα μαστορόπουλα γενικά έκαναν κάθε εργασία, που δεν ήταν εξειδικευμένη όπως πλύσιμο ρούχων και εργαλείων, μαγείρεμα και άλλα θελήματα. Πρώτα πήγαιναν στο χώρο δουλειάς μόλις λαλούσε ο κόκκορης και τελευταία έφευγαν. Πολλές φορές λόγω διαφόρων ζημιών στα εργαλεία ή τραυματισμούς ζώων ή ζημιές στις καλλιέργειες, τους κρατούσαν ένα ποσό από την αμοιβή τους ή τους απειλούσαν γι’ αυτό με τις φράσεις “θα λογαριαστούμε στο σάϊσμα”, που ήταν υφαντό από μαλλί γίδας ή “θα πέσει Πρωτοπαπαδάκης”, από το όνομα του υπουργού, που το 1922 διχοτόμησε το νόμισμα.

Αυτός που έβγαζε την πέτρα (το αγκωνάρι) από το νταμάρι λεγόταν “νταμαρτζής” ή “λιθαράς”, που έπαιρνε επίσης ένα μερτικό ενώ εκείνος που τη δούλευε, την πελεκούσε και τη λάξευε “πελεκάνος”, ο οποίος έπρεπε να έχει μεγάλη εμπειρία, επιδεξιότητα και ευαισθησία. Πολλές φορές την τέχνη του πελεκάνου ασκούσε ο πρωτομάστορας. Τέτοια σημασία είχε η καλή εξόρυξη και η ποιότητα αλλά κυρίως το πελέκημα της πέτρας.

Ο αριθμός του μπουλουκιού εξαρτιόταν από το μέγεθος του έργου που θα κατασκεύαζε. Τις πιο πολλές φορές αποτελούνταν από 10-12 μαστόρους, 8-10 μαστορόπουλα και 10-15 ζώα, που δούλευαν “συντεριά”, το ένα δηλαδή πίσω από το άλλο στη σειρά. Σπάνια το μπουλούκι ξεπερνούσε τους 25 νοματαίους.
Με πρώτη ύλη λοιπόν την σπουδαία αρκαδική πέτρα και με όπλο το μεράκι και τον ανθεκτικό χαρακτήρα τους, οι φημισμένοι αυτοί χτιστάδες, γυρίζαν με τα μπουλούκια τους από χωριό σε χωριό και από πόλη σε πόλη και έχτιζαν σπίτια, εκκλησίες, γεφύρια, σχολεία, μοναστήρια, βρύσες, πύργους, κάστρα, καμπαναριά, μύλους, πεζούλες και κάθε άλλου είδους κατασκευές.

Η ζωή, κατά τη διάρκεια της δουλειάς για τα μέλη του μπουλουκιού, δεν ήταν καθόλου εύκολη. Οι συνθήκες ήταν άσχημες αφού δούλευαν “ήλιο με ήλιο” ή “άστρι μ’ άστρι”, με μικρή διακοπή για κολατσιό και φαγητό.

“Τι τα θές…είναι μεγάλο τούραγνο η δουλειά του χτίστη. Τον αγουρογερνάει και τον στέλνει στον τάφο παράωρα. Και, να ειπείς, μια μέρα είναι; Θα περάσει; Είναι χρόνια καιρός, βλέπεις, που λασποκοιλιόμαστε για την πεντάρα… Για το ψωμί των παιδιώνε, για το τσαρούχι, για τη ντυμασιά, για το νάχτι και την προίκα της τσιούπας, για το φουστάνι της κυράς, για το προσφάϊ και την αρτυμή, για το κερί της εκκλησιάς… Ούλοι από τούτα δυο χέρια καρτεράνε. Μα σαν ξεπέσουν… κλάφτα χαράλαμπε…”

Χαρακτηριστικό είναι και το τραγούδι:

“Της μαστοριάς τα βάσανα

της ξενιτιάς τα πάθη

τα είδε ο ήλιος κι έσβησε

και το φεγγάρι εχάθη.

Τ’ακούσανε και οι θάλασσες

και φούσκωσαν το κύμα.

Στην ξενιτειά, στην μαστοριά

είσ’ ο μισός στο μνήμα”

Το φαΐ για τους μαστόρους έπρεπε να ήταν καλό και πολύ, λόγω της φύσης της δουλειάς τους και γι’ αυτό όταν έτρωγαν καλά (σε περίπτωση που υπήρχε συμφωνία το φαγητό να το παρέχει το αφεντικό του έργου) έλεγαν “καλό το αφεντικό”, ενώ στην αντίθετη περίπτωση έλεγαν “κολοκύθια μας τάϊσες, κολοκύθια σπίτι θα σου φτιάσουμε”.

Όταν τα έξοδα σίτισης ήταν των ίδιων των μαστόρων. τότε έλεγαν ότι “πήραν τη δουλειά σύψωμο”. Στις περιπτώσεις αυτές κάποιος από το μπουλούκι ήταν υπεύθυνος για την φροντίδα του φαγητού.

Στη θεμελίωση και την αποπεράτωση του έργου το αφεντικό έσφαζε ένα ζώο (πρόβατο ή γίδα) ή κόκορα ενώ οι μαστόροι υπενθύμιζαν στο αφεντικό ότι:

τ’ ασήμια, τα ματώματα
του παπά τα δικαιώματα.

Τα ασήμια που ρίχνονταν στα θεμέλια τα ‘παιρναν οι μαστόροι για τα κολορίζικα, τα ματώματα ήταν τα σφαχτά και τα δικαιώματα του παπά ο αγιασμός.

Μια αναφορά, ενός μάστορα, στο έθιμο αυτό λέει:

“ Άμα ρίχνανε το θεμέλιο λίθο, έφερνε το αφεντικό το σφαχτό και τ’ ασήμια. Μια φορά το ’36 φτιάναμε την Ευαγγελίστρια στην Κέρτεζη κι ήταν στα θεμέλια ένας καλογερόπαπας. Όταν έψαλε τον αγιασμό, ρίξαμε τον θεμέλιο λίθο, γράψαμε τα ονόματα όλου του μπουλουκιού, του παπά και των επιτρόπων σ’ ένα χαρτί, το βάλαμε μέσα σ’ ένα μπουκάλι, πετάξαμε ένα τάλληρο στο θεμέλιο, μια πέτρα με σταυρό, βάλαμε ένα καντήλι αναμμένο και μια εικόνα. Έσφαξε τ’ αφεντικό ένα κριάρι 25 οκάδες κι εκάναμε τρικούβερτο γλέντι με κρασί και τραγούδια.”

Το πρώτο τραπέζι του αφεντικού προς τους μαστόρους λεγόταν διαφέτι και το τελευταίο, με το τελείωμα του έργου μπερκέτι.

Κατά την αποπεράτωση του σπιτιού οι μαστόροι τοποθετούσαν στην άκρη της στέγης ένα ξύλινο σταυρό, ερχόταν ο νοικοκύρης και οι συγγενείς του κι “έριχναν τις μεσσήνες” και άλλα δώρα (ρούχα κλπ), ενώ οι μαστόροι τραγουδούσαν κι εύχονταν στ’ αφεντικό “να ζήσει να το χαίρεται”.

Η κυριαρχία των Λαγκαδινών μαστόρων φαίνεται από το ότι ολόκληρα χωριά στην Πελοπόννησο όπως το Γεράκι στη Λακωνία, ο Μάρκος στο Πάρνωνα, η Αλέσταινα και οι Σειρές (Βερσίτσι) στην Αχαΐα, η Ανδρίτσαινα στην Ηλεία, η Δημητσάνα, το Βαλτεσινίκο, η Αλωνίσταινα και η Στεμνίτσα στη Γορτυνία κ.α, είναι χτισμένα από τους φημισμένους αυτούς μαστόρους, που έγιναν μάστοροι από ανάγκη επειδή η γη τους ήταν άγονη.

Σήμερα, σε κάθε γωνιά της Πελοποννήσου βλέπουμε ανόθευτη την δουλειά των σπουδαίων λαγκαδινών χτιστάδων, των άριστων μαστόρων της πέτρας, που συνέβαλαν απεριόριστα στη διαμόρφωση της παραδοσιακής της αρχιτεκτονικής.
Εξαίρεση απ’ αυτόν τον κανόνα δεν θα μπορούσε να αποτελέσει το χωριό μας το Ψάρι, στο οποίο οι Λαγκαδινοί μαστόροι (οι παλαιότεροι συγχωριανοί μας τους έλεγαν και Λαγκαδιανούς), άφησαν εξαιρετικά μνημεία αρχιτεκτονικής, όπως το καμπαναριό του Αγιογιώργη αλλά και αρκετά σπίτια. (παρατίθεται φωτογραφία από το παλιό σπίτι ιδιοκτησίας σήμερα του Γιώργη Βλ. Σκούρτη, με την υπέροχη τεχνοτροπία)
Οι δρόμοι της μαστοριάς είναι η πορεία των ανθρώπων στις γειτονιές της Πελοποννησιακής ενδοχώρας για την εξασφάλιση των πόρων μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης σε δύσκολες εποχές. Τα ταξίδια δεν είχαν μόνο επαγγελματικό χαρακτήρα. Η συνεχής αλλαγή από τόπο σε τόπο έφερνε πιο κοντά τους τρόπους, ήθη και έθιμα, συνήθειες. Οι τόποι αυτοί πολλές φορές γίνονταν τόποι μόνιμης εγκατάστασης αφού οι γάμοι άλλαζαν τους προσανατολισμούς των ανθρώπων. Είναι σπάνιο φαινόμενο να μη συναντήσεις λαγκαδινό σε χωριό ή πόλη της Πελοποννήσου. Είναι απόγονοι των μαστόρων, που στο ταξίδι της δουλειάς αναζητώντας καλλίτερη τύχη, εγκαταστάθηκαν σε μέρη πιο εύφορα από τη γενέτειρα τους.


gargalianoionline

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη
ΒΟΛΤΑ ΣΤΗΝ ΤΡΙΠΟΛΗ NEWS
ΒΟΛΤΑ ΣΤΗΝ ΤΡΙΠΟΛΗ NEWS