Ερείπια δύο πύργων στις δίδυμες κορυφές υψώματος στη δυτική πλευρά του Μαινάλου. Οι πύργοι είναι ό,τι απέμεινε από μικρό βυζαντινό φρούριο που υπήρχε σε αυτό το σημείο.
Τοποθεσία & Στρατηγική Σημασία
Η οχύρωση βρίσκεται βόρεια από το χωριό Σιλίμνα (επίσημη ονομασία: Αγία Τριάδα) της Τρίπολης, στον δρόμο προς Βυτίνα και λίγο πριν τη διασταύρωση προς Δημητσάνα, επάνω σε λόφο με το τοπωνύμιο «Εκκλησούλες» ή «Παλιόκαστρο», στην περιοχή Τρικόρφων.
Λίγο πιο βόρεια από το λόφο είναι το μικρό χωρίο Μαίναλο η παλιά ονομασία του οποίου ήταν Ζαράκοβα.
Ο λόφος είναι ένα απότομο ασβεστολιθικό ύψωμα με ύψος 932 μ και σχετικό ύψος 132 μέτρα που βρίσκεται στο ΝΑ του κάμπου της Νταβιάς στο άνω τμήμα δηλαδή της κοιλάδας του ποταμιού της Νταβιάς που ονομάζεται Ελισσών ή Μπαρμπουτσάνα. Στην αρχαιότητα η μικρή κοιλάδα ήταν γνωστή ως Μαινάλιον πεδίον.
Το ύψωμα έχει πολύ καλή φυσική οχύρωση καθώς όλες οι πλαγιές εκτός από τη δυτική είναι απόκρημνες.
Στη στενή κορυφή του λόφου σχηματίζονται δύο εξάρματα: το πρώτο/δυτικό στα 933μ και το δεύτερο/ανατολικό στα 935μ. Τα εξάρματα αυτά καταλαμβάνουν αντίστοιχα οι δύο πύργοι.
Από τους δύο πύργους ήταν δυνατός ο έλεγχος ολόκληρης της πεδιάδας της Δαβιάς και ακόμη της Σιλίμνας, του Τσελεπάκου, του Μαινάλου, του Χρυσοβιτσίου και της Πιάνας.
Το Όνομα του Κάστρου
Το κάστρο αναφέρεται ως «Κάστρο στα Τρίκορφα» από παλιότερους ερευνητές και στο Αρχαιολογικό Δελτίο. Η μεσαιωνική του ονομασία, που δεν τη γνωρίζουμε, δεν ήταν αυτή. Στην εξιστόρηση των γεγονότων του ΄21 (και στα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη) γίνεται λόγος για τους «Πύργους της Ζαράκοβας» ή «Παλιόκαστρο Ζαράκοβας» που είναι μια αποδεκτή εναλλακτική ονομασία.
Τα Τρίκορφα είναι μια σχετικά εκτεταμένη ορεινή περιοχή δυτικά από την Τρίπολη, που φτάνει μέχρι τη Δαβιά και τη Σιλίμνα και η οποία δανείζεται το όνομά της από τον ορεινό όγκο που βρίσκεται στο κέντρο της, τα «Τρίκορφα», που είναι ένα πρόβουνο του Μαινάλου, με τρεις κορυφές (1187μ, 1251μ και 1181μ). Το κάστρο της Ζαράκοβας δεν είναι ακριβώς σε αυτό το βουνό με την τριπλή κορυφή, αλλά στον λόφο «Εκκλησούλες», στο δυτικό άκρο του πεδίου που ονομάζεται «Τρίκορφα».
Επιμένουμε σε αυτό το θέμα, επειδή δημιουργείται σύγχυση και πρέπει να διευκρινίσουμε πως τα Τρίκορφα είναι μια περιοχή και όχι αποκλειστικά το ύψωμα στο οποίο βρίσκεται το συγκεκριμένο κάστρο.
Επί Τουρκοκρατίας –και αργότερα– έγιναν διάφορες μάχες στα Τρίκορφα. Οι μάχες αυτές ήταν στην ευρύτερη περιοχή και δεν είχαν πάντα σχέση με τους πύργους της Ζαράκοβας. Σημειωτέον ότι υπολείμματα οχυρώσεων υπάρχουν και σε άλλα υψώματα των Τρικόρφων: κοντά στη Σιλίμνα υπάρχουν ερείπια από δύο μεσαιωνικά κάστρα, ενώ πιο ανατολικά, προς την Τρίπολη, στους λόφους σώζονται ταμπούρια του ΄21.
Ιστορία
Η χρονολόγηση του οχυρού δεν είναι ακριβώς γνωστή. Η τεχνοτροπία παραπέμπει στον 14ο ή στον 15ο αιώνα. Είναι βέβαιο ότι οι Φράγκοι δεν ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για την οχύρωση της συγκεκριμένης περιοχής. Οι φράγκικες πηγές δεν αναφέρονται σε αυτό ούτε στο γειτονικό και πιο σημαντικό κάστρο της Δαβιάς. Συνεπώς το κάστρο στα Τρίκορφα είναι μάλλον (υστερο)βυζαντινό. Στην άποψη αυτή συνηγορούν τα επιφανειακά ευρήματα κεραμεικής.
Το κάστρο, ή τουλάχιστον οι πύργοι του, διατηρούνταν σε καλή κατάσταση μέχρι τους νεώτερους χρόνους. Το 1821 μετά τη μάχη του Βαλτετσίου και στο πλαίσιο της πολιορκίας της Τριπολιτσάς, ο Κολοκοτρώνης μετέφερε στη Ζαράκοβα το στρατηγείο του «διότι εἶχε ἕναν πύργο ὑψηλότατον καὶ δυνατόν καὶ μποροῦσε νὰ ἐποπτεύῃ καλλίτερα τὴν περιοχή». Άρα οι πύργοι ήταν μια υπολογίσιμη αμυντική θέση και λογικά πρέπει να έπαιξαν ρόλο στην απόκρουση της αντεπίθεσης των Τούρκων της Τρίπολης που είναι γνωστό πως απέτυχε επειδή, συν τοις άλλοις, ο Κολοκοτρώνης είχε φροντίσει να χτίσει ταμπούρια στα Τρίκορφα.
45 χρόνια νωρίτερα, ο πατέρας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο Γενναίος, αντιμετώπισε στα Τρίκορφα τους Αλβανούς που είχαν ξαμολήσει οι Τούρκοι και λυμαίνονταν την Πελοπόννησο μετά τα Ορλωφικά, το 1775. Δεν είναι γνωστό αν το κάστρο αυτό καθαυτό έπαιξε κάποιο ρόλο σε εκείνη τη μάχη που υπήρξε καθοριστική για την απαλλαγή της Πελοποννήσου από τους φοβερούς ληστοσυμμορίτες.
Το ύψωμα και το οχυρό χρησιμοποιήθηκε και κατά το Β’ Παγκόσμιο από τους αντάρτες. Είναι γνωστό πως στον ανατολικό πύργο βρισκόταν πυριτιδαποθήκη του ΕΛΑΣ η οποία ανατινάχθηκε καταστρέφοντας τον πύργο και μαζί του -πιθανότατα- μεγάλο μέρος του κάστρου.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Οι πύργοι ήταν προφανώς οι ακρόπυργοι του αρχικού φρουρίου.
Ο δυτικός πύργος έχει διαστάσεις 7,80μ✖4,60μ. Μεγάλο τμήμα των δύο μικρών πλευρών έχει καταπέσει. Το μέγιστο σωζόμενο ύψος είναι 2,75μ στη ΝΔ γωνία. Το πάχος της τοιχοποιίας είναι 0,75μ. Ο πύργος αυτός έχει δύο εισόδους, στη δυτική και στη νότια πλευρά. Κάτω από το κατώφλι της δυτικής εισόδου διακρίνονται ίχνη στέρνας (που είναι μπαζωμένη). Η βόρεια πλευρά του πύργου σε επαφή με το βράχο που αποτελεί και τη φυσική οχύρωση του κάστρου στο σημείο αυτό.
Ο ανατολικός πύργος έχει σχήμα τραπεζίου με διαστάσεις περίπου 7,30✖4,0✖5,30x4,0μ. Το μέγιστο σωζόμενο ύψος είναι 2,70μ στη βόρεια πλευρά.Το πάχος των τοίχων κυμαίνεται από 0,85μ έως 1,15μ.
Υπάρχει θύρα εισόδου ύψους 1,80μ στη βόρεια πλευρά του πύργου, στα 2μ πάνω από την επιφάνεια του εδάφους.
Η διαμόρφωση του επάνω μέρους των πύργων παρέχει ενδείξεις για θολωτή στέγαση.
Το υλικό δομής των δύο πύργων είναι μικρού μεγέθους πέτρες από τον τοπικό γκρίζο ασβεστόλιθο. Σαν υλικό σύνδεσης χρησιμοποιήθηκε χοντρόκοκκο ασβεστοκονίαμα με κομμάτια από κεραμίδια και μικρότερες πέτρες.Οι ακρογωνιαίοι λίθοι (δηλ. στις γωνίες των πλευρών) είναι λαξευμένοι.
Τους δύο πύργους συνδέει αυχένας μήκους 21,1μ και πλάτους 9,20μ.
Στη ΝΔ πλευρά του υψώματος, λίγα μέτρα πιο νότια από τον δυτικό πύργο, διακρίνεται ένα μικρό τοιχίο, μήκους 4μ, ύψους 2μ και πάχους 0.89μ. Αυτό είναι το μοναδικό σωζόμενο τμήμα του οχυρωματικού περιβόλου του κάστρου και το μοναδικό άλλο στοιχείο που σώζεται εκτός από τους δύο πύργους.
Πηγές
- ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ Π. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ, «Συμβολή στην Άμυνα της Βυζαντινής Αρκαδίας: Το Παλιόκαστρο της Ζαράκοβας», Πρακτικά του στ’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Τρίπολις 24-29 Σεπτεμβρίου 2000, Τόμος Β’
- ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ, τεύχος 52/Β1–Χρονικά, 1997, σελ. 229
Δημοσίευση σχολίου