Από την ομιλία
του βουλευτή Αρκαδίας
του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία
Γιώργου Παπαηλιού
στην Ολομέλεια της Βουλής (19.5.2021)
κατά τη συζήτηση
του νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης
για την άσκηση της γονικής μέριμνας
και της (συν)επιμέλειας
Η οποιαδήποτε αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου πρέπει να είναι αποτέλεσμα μιάς διαδικασίας στην οποία να συμμετέχει ολόκληρη η κοινωνία, διότι την αφορά συνολικά. Μιάς διαφανούς διαδικασίας που να επιδιώκει ευρείες συναινέσεις και πάντως να μην προκαλεί την πόλωση και το διχασμό. Δυστυχώς το νομοσχέδιο για τη γονική μέριμνα και τη συνεπιμέλεια δεν ανταποκρίνεται στις κοινωνικές αλλαγές που έχουν διαμορφωθεί στη σημερινή κοινωνία και δεν ενώνει. Τουναντίον διχάζει.
Αυτά επιβεβαιώνουν και η «Έκθεση» της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, την οποία η κυβέρνηση της ΝΔ αγνοεί, και το πόρισμα της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής και οι θέσεις της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων, άλλων οργανωμένων κοινωνικών φορέων και σημαντικών στελεχών του κυβερνώντος κόμματος, που επίσης (η κυβέρνηση της ΝΔ) αγνόησε και απαξίωσε.
Με το νομοσχέδιο επιχειρείται, δια της πλαγίας, η καθιέρωση της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας και της εναλλασσόμενης κατοικίας. Η συνεπιμέλεια ρυθμίζεται ήδη
από το ισχύον δίκαιο και όταν υπάρχει αδυναμία συμφωνίας των γονέων, τότε το δικαστήριο εξειδικεύει τον τρόπο άσκησής της, προασπίζοντας πρώτα και κύρια το συμφέρον του παιδιού.
Οποιαδήποτε αλλαγή του οικογενειακού δικαίου πρέπει να έχει ως πυξίδα το συμφέρον του παιδιού, την ικανοποίηση των αναγκών του και την προστασία των δικαιωμάτων του, έτσι όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις. Απαιτείται προσέγγιση, κατά περίπτωση και βάσει των ιδιαιτέρων συνθηκών καθεμιάς οικογένειας. Σ΄ αυτό το πλαίσιο, παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα να επιλέξει την καταλληλότερη διευθέτηση της γονικής μέριμνας, όπως υπαγορεύουν οι σχετικές ρυθμίσεις του ευρωπαϊκού δικαίου που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη, ο Ν. 4478/2017 για την προστασία του παιδιού, καθώς και οι ρυθμίσεις της Διεθνούς Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού.
Το νομοσχέδιο θεσπίζει την «από κοινού και εξίσου» άσκηση της γονικής μέριμνας με αυτόματο τρόπο. Η αναφορά σε «εξίσου» άσκηση της γονικής μέριμνας είναι άστοχη, ανακριβής και επικίνδυνη, αφού μάλιστα, ούτε κατά τη συμβίωση εντός του γάμου, προβλέπεται. Πρόκειται για ένα σήμα για την επιβολή της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας, όπως αναφέρεται και στην «Έκθεση» της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής.
Το «εξ ίσου» μπορεί να αντικατασταθεί από το «ισότιμα», ώστε να μην είναι δυνατόν να παρερμηνευθεί, δεδομένου ότι η ισοτιμία, η οποία έχει ποιοτική και όχι ποσοτική διάσταση, περιλαμβάνεται στην έννοια της κοινής άσκησης.
Σύμφωνα με τις προτεινόμενες διατάξεις, εισάγονται αμφιλεγόμενα, αόριστα και ασαφή κριτήρια, που οδηγούν ακόμη και στην αφαίρεση της γονικής μέριμνας από τον γονέα, όπως το εάν κριθεί υπαίτιος για τη «διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του και η με κάθε τρόπο πρόκληση διάρρηξης των σχέσεων με αυτούς».
Όμως παράλληλα προβλέπεται ότι ένας κακοποιητικός γονέας μπορεί να ασκεί τη γονική μέριμνα μέχρι την οριστική δικαστική καταδίκη του, που απαιτεί χρόνο, δεδομένου ότι η σχετική διαδικασία είναι χρονοβόρα. Και αυτό αντίκειται (και) στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης που απαιτεί τη διερεύνηση κάθε υποψίας κακοποιητικής συμπεριφοράς, αμέσως ή έστω με την άσκηση της ποινικής δίωξης, προκειμένου να μην εκτίθενται σε εξακολουθητική απειλή, κίνδυνο και κακοποιητική συμπεριφορά το παιδί αλλά και ο πιο ευάλωτος γονέας.
Τα συγκρουσιακά διαζύγια και όχι τα συναινετικά είναι αυτά που αφορά το νομοσχέδιο. Η λύση δεν είναι η αναγκαστική συνεπιμέλεια και η διανομή του χρόνου με υποχρεωτικό τρόπο, που εκ των πραγμάτων οδηγεί σε εναλλασσόμενη κατοικία.
Ως προς τον ελάχιστο χρόνο επικοινωνίας, το προβλεπόμενο 1 / 3 του συνολικού χρόνου, είναι ένα αόριστο αριθμητικό-ποσοτικό κριτήριο που παραπέμπει σε περιουσιακά θέματα και περιουσιακές σχέσεις («συμμετοχή στα αποκτήματα») και που δεν προσφέρεται να ρυθμίσει θέματα επικοινωνίας γονέων-τέκνων. Επιπλέον δημιουργούνται προβλήματα υπολογισμού του χρόνου, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι οι εργασιακές σχέσεις, εν προκειμένω των γονέων, δεν χαρακτηρίζονται πλέον από σταθερότητα.
Εκτός από τη σύσταση Δικαστηρίων που θα επιλαμβάνονται αποκλειστικά οικογενειακών υποθέσεων. απαιτείται, κατ΄ εφαρμογήν του Ν. 2447/1996, η δημιουργία υποστηρικτικών κοινωνικών δομών, οι οποίες να στελεχώνονται από ειδικούς επιστήμονες (κοινωνικούς λειτουργούς, παιδοψυχιάτρους, παιδοψυχολόγους, και άλλους), που να επικουρούν τα δικαστήρια και να στηρίζουν τις οικογένειες, και όχι απλά «έκτακτα προγράμματα επιμόρφωσης», των δικαστών και εισαγγελέων, όπως προτείνεται από την κυβέρνηση.
Συμπερασματικά, με το νομοσχέδιο :
Επιχειρείται η αλλοίωση του παιδοκεντρικού χαρακτήρα του ελληνικού οικογενειακού δικαίου.
Το παιδί αντιμετωπίζεται ως παθητικός αποδέκτης της άσκησης των γονεϊκών δικαιωμάτων και όχι ως φορέας δικαιωμάτων και αναγκών, που χρήζουν προστασίας και ικανοποίησης.
Υπονομεύεται το «συμφέρον του παιδιού» που προστατεύεται από διεθνείς συμβάσεις, θέτοντας αντ’ αυτού στο επίκεντρο της προωθούμενης ρύθμισης τα συμφέροντα και τις επιθυμίες των γονέων.
Σε αυτό το πλαίσιο, το νομοσχέδιο προσκρούει στη Διεθνή Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού, στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης και σε άλλες διεθνείς και ευρωπαϊκές ρυθμίσεις-προβλέψεις, όπως στην Έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τον αντίκτυπο της ενδοοικογενειακής βίας και τα δικαιώματα της γονικής επιμέλειας.
Δημοσίευση σχολίου