28 Οκτωβρίου 1940. Ένας νεαρός Αρκάς δάσκαλος, διορισμένος σε σχολείο της Άνδρου, πηγαίνει να παρουσιαστεί στην τοπική αστυνομία, ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα της πατρίδας. Γεννημένος το 1910 στο Καλλιάνι Γορτυνίας, ακμαιότατος μέχρι το βαθύτατο γήρας -είχε την τύχη να ‘’φύγει’’ ήσυχα στον ύπνο του σε ηλικία 100 ετών- αφηγείτο μέχρι την τελευταία στιγμή όσα είχαν χαραχτεί βαθιά στη μνήμη του και είχαν μείνει ανεξίτηλα, δεκαετίες μετά …
Της Μανιώς Μάνεση
«Μόλις ακούσαμε ότι οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο, πήγα στην αστυνομία να παρουσιαστώ. Κάλεσαν δέκα ηλικίες στην επιστράτευση. Εκεί με ενημέρωσαν ότι είχε φτάσει μια διαταγή σύμφωνα με την οποία οι διαμένοντες εις τας νήσους έπρεπε να περιμένουν νεότερη διαταγή. Ήταν βλέπεις τα υποβρύχια που χτυπούσαν τα καΐκια και υπήρχε κίνδυνος να χαθεί μεγάλο μέρος του στρατού.
Λίγες μέρες μετά, μου λέει ο Χαράλαμπος ο Παπασπηλίου, ξάδελφός μου –από το Καλλιάνι και αυτός- υπηρετούσε στην αστυνομία της Άνδρου, «Γιώργη πρέπει να φύγουμε». Παίρνει η γυναίκα μου, δασκάλα και εκείνη μαζί υπηρετούσαμε στο σχολείο των Στενιών, την κόρη μας –ήταν μωρό, δυο ετών – και πήγαμε στο λιμάνι. Το Γαύριο. Μπαίνω νύχτα, γιατί βομβάρδιζαν οι Ιταλοί, σε ένα καΐκι και φτάνω Αθήνα. Το άλλο πρωί φτάνω Τρίπολη, να παρουσιαστώ στο Σύνταγμά μου. Το 11ο Τριπόλεως. Κενό το Σύνταγμα… Λουκέτο… Σκοτώθηκαν πολλοί από το Σύνταγμά μας. Πήγε από τα πρώτα και έπεσε σε σφοδρές μάχες…
Έκανα παρέα αργότερα με έναν αξιωματικό του 11ου Συντάγματος, που πήγε στην Αλβανία το ’40 και μου έλεγε : «Στρατό σαν τους Αρκάδες δεν έχω δει. Παλληκάρια – έχουν ιδανικά – γενναίοι. Ξέρουν γιατί μάχονται. Πολεμούν. Δεν είδα να δειλιάσουν». Και διηγείτο για έναν που ήταν έτοιμος να απολυθεί και του λέει κάθισε πήγαινε στο σπίτι σου. Αυτός ούτε να το ακούσει, πήρε το όπλο του και όρμισε κατευθείαν στο στρατό.
Εγώ κατέβηκα στο Ναύπλιο – στη Μεραρχία. Μας πέρασαν από γιατρούς –ήταν και άλλοι που παρουσιαζόταν τότε. Εμένα με ρίξανε στη 17η Μεραρχία, στις διαβιβάσεις. Τηλέφωνα… έρπουσες γραμμές –περνούσαν μέσα από τα πεδία μαχών- αν κοβόταν, έπρεπε να πάμε να τα διορθώσουμε. Ήταν πολύ επικίνδυνο. Διοικητής του Σώματος ήταν ο Τσολάκογλου.
Προς το Βόρειο Μέτωπο
Μας πήγανε κατευθείαν στο Βόρειο Μέτωπο. Στο Πόγραδετς. Όλο χιόνια. Δριμύτατο κρύο. Ο στρατός δεν ήταν προετοιμασμένος. Είχαμε όπλα του ‘12-’13, μπαλωμένα ρούχα, κουβέρτες παίρναμε από τα σπίτια. Ξέρεις πόσοι έπαθαν κρυοπαγήματα; Όλοι οι καμπίσιοι είχαν σοβαρά προβλήματα. Μην κοιτάς εμείς οι Γορτύνιοι που ήμασταν μαθημένοι στο κρύο.
Το Βόρειο Μέτωπο είχε πέσει. Ήταν ο Δαβάκης που τους είχε αποκρούσει. Εμείς όταν φτάσαμε είχε καθαρίσει αυτό το μέρος. Είχε ελευθερωθεί. Πολλοί στρατιώτες από τα νησιά πήγαν εξαιτίας της διαταγής που σου είπα, πιο καθυστερημένα. Αλλά στο Ελβασάν ήταν οι Σαμιώτες που έπαθαν πανωλεθρία.
Πήγαμε στις φαράγγες απάνω, σε ένα χωριό το Λεπινότ… Κοιμόμαστε σε κάτι αμπριά… Οι προηγούμενοι στρατιώτες είχαν σκάψει στις πλαγιές, στα γκρέμνα, τρύπες, λαγούμια, για να αποφεύγουν τους βομβαρδισμούς. Αυτά είχαν πιάσει νερά από τις βροχές και τα χιόνια. Το δάπεδο ήταν σκέτη λάσπη. Βάζαμε λοιπόν καδρόνια και απάνω κλαδιά από κουμαριές και καλάμια για να κάνουμε ένα υποτυπώδες στρώμα να μπορέσουμε να ξαπλώσουμε να ξεκουραστούμε λίγο.
Θυμάμαι τις φορές που έκανα σκοπιά… Ήταν μεγάλη η ευθύνη, μπορούσες να πάρεις στο λαιμό σου ολόκληρο το λόχο. Ερχόταν οι Αλβανοί αντάρτες, που συνεργαζόταν με τους Ιταλούς. Αυτοί έκοβαν κλαδιά και καλυπτόταν με αυτά – σαν ομπρέλα. Παρακολουθούσαν λοιπόν το φρουρό, τον ακολουθούσαν όταν εκινείτο και όταν αυτός γύριζε έβλεπε δέντρα. Ήταν δηλαδή οι Αλβανοί καλυμμένοι με τα κλαδιά. Στόχος τους ήταν να σκοτώσουν τη σκοπιά για να αιχμαλωτίσουν το λόχο.
Εγώ στη 17η Μεραρχία, ήμουνα με Μακεδόνες και Σαρακατσαναίους . Ήταν βέβαια και κάποιοι πατριώτες –από Γορτυνία- ο Κουσουρέλης ο δικηγόρος από Στεμνίτσα, με αυτόν διατηρήσαμε φιλία μετά. Θυμάμαι ανήμερα τα Χριστούγεννα του ’40, μας έβαλαν στη σειρά να μας μοιράσουν κάλτσες και φανέλες, επλέκανε τότε οι γυναίκες. Λοιπόν έρχεται η σειρά μου, μου δίνει ένα ζευγάρι μάλλινες κάλτσες και βλέπω από τα Αποίκια. Το χωριό που πρωτοπήγα δάσκαλος στην Άνδρο. Συγκινήθηκα πολύ. Τις πήρα, τις φόρεσα, ζεστάθηκα. Είχαμε πολλές ελλείψεις.
Από την Κορυτσά, το πρώτο τηλεγράφημα
Από την Κορυτσά έστειλα το υπ’ αριθμόν 1 τηλεγράφημα. Όταν πήγαμε εμείς, είχε ελευθερωθεί πριν δυο ημέρες. Ήταν άλλες δυνάμεις που μπήκαν πρώτες. Αντικρίσαμε καταστήματα λεηλατημένα, εμπορεύματα πεταμένα, έπιπλα πεταμένα… Εγώ αναζήτησα το τηλεγραφείο, να στείλω ένα μήνυμα στη γυναίκα μου. Μου λένε είναι το πρώτο τηλεγράφημα που φεύγει. Εγώ το έκανα σαν τον Αμέρικο Βεσπούτι, που έδωσε το όνομα του στην Αμερική ενώ την είχε ανακαλύψει ο Κολόμβος! Άλλοι κατέλαβαν την Κορυτσά, εγώ έστειλα το πρώτο τηλεγράφημα. Αριθμός 1!
Αναμνήσεις… Λιγοστεύουν πια με τα χρόνια… Οι λεπτομέρειες, γιατί τα γεγονότα τα βλέπω μπροστά μου. Σαν να ‘ναι τώρα… Θυμάμαι ότι για να πάρουμε το ταχυδρομείο της μονάδας, έπρεπε να περάσουμε από ένα μέρος το οποίο εβάλλετο συνεχώς από τους Ιταλούς. Το ταχυδρομείο πήγαινε κάθε φορά άλλος να το πάρει. Σε όποιον τύχαινε ο κλήρος. Ερχόταν ο επιλοχίας, σε καλούσε με απότομο ύφος! Αυτοί ήταν απότομοι και θρασείς. Οι περισσότεροι αγράμματοι – τους δίνουν ένα γαλονάκι και εκμεταλλεύονται – τέτοια εποχή, είναι δικτατορίσκοι. Πολλοί συνάδελφοι που πήγαν για το ταχυδρομείο δεν γύρισαν.
Άλλη μια φορά θυμάμαι –εγώ όπως σου είπα ήμουνα στα τηλέφωνα- έρχεται ο επιλοχίας λέει ψοφούνε τα ζώα δεν έχουμε καλαμπόκια. Άρχισε να καλεί αδιακρίτως φαντάρους. Πήγα, έτυχε μαζί και ο Κουσουρέλης να φορτώσουμε καλαμπόκια. Τα είχαν σε κάτι πλεχτές αποθήκες, έξω στο ύπαιθρο. Είχανε πασσάλους υπερυψωμένους και το πάτωμα της αποθήκης ήταν πλεχτό. Επήγαινε ένας – ένας εφόρτωνε και έβγαινε στο δρόμο. Μείναμε τελευταίοι – ανίδεοι άνθρωποι. Φορτώσαμε τα μουλάρια και ξεκινήσαμε να πάμε το καλαμπόκι σε συγκεκριμένο μέρος. Έπρεπε όμως να περάσουμε από ένα μέρος το οποίο το λήστευαν Αλβανοί αντάρτες. Έπαιρναν τα ζώα με το φορτίο και σκότωναν τους ανθρώπους. Όποιος περνούσε μόνος του, αυτήν την τύχη είχε. Του παίρνανε το φορτίο και τον σκότωναν. Εμείς καθυστερήσαμε – όχι σκοπίμως, ξέρω πώς έτυχε; Κακή διοίκηση, κακό υπολογισμό, ο επικεφαλής μας παράτησε και έφυγε. Εμείς μείναμε 3-4.
Λέει ένας από την παρέα «Που θα πάμε τώρα; Εμείς είμαστε ξοφλημένοι τώρα. Οπωσδήποτε θα μας σκοτώσουν εμάς. Αυτοί πάνε ολόκληρος λόχος και με όπλα – συνοδεία».
«Τι να κάνουμε του λέω; Θα περάσουμε στρατοδικείο. Και εδώ θα σκοτωθούμε και στο στρατοδικείο θα μας σκοτώσουν και εκεί θα έχουμε ρεζιλευτεί επιπλέον. Πάμε λοιπόν μπας τους προλάβουμε»… Τελικά τα καταφέραμε, προλάβαμε κάτι άλλους συναδέλφους. Τα καταφέραμε…
Η ήττα του Μουσολίνι
Βόρεια μείναμε μέχρι την άνοιξη. Τότε πήραμε διαταγή να πάμε στο Νότιο Μέτωπο, που θα επιτεθεί ο Μουσολίνι. Θα ερχόταν ο ίδιος ο Μουσολίνι. Φύγαμε και κατευθυνθήκαμε προς την Κλεισούρα. Η διαδρομή αυτή έγινε υπό συνεχή, ραγδαιοτάτη βροχή. Είχε ο καθένας από μισό αντίσκηνο. Για να στηθεί το αντίσκηνο ένωνες το κομμάτι σου, με το κομμάτι ενός άλλου φαντάρου. Αλλά πού να στήσεις το τσαρδί. Παντού ήταν βρεγμένα, δεν στεκόταν οι πάσσαλοι… και πέφταμε πάνω στις κουμαριές –λυγίζαμε κλαδιά γιατί τα μέρη ήταν θαμνώδη- όπως ήμασταν ντυμένοι και βάζαμε το αντίσκηνο σαν ομπρέλα. Έτσι ξεκουραζόμαστε, όχι ότι κοιμόμαστε. Την άλλη μέρα, ξανά πορεία. Εκεί χρησιμοποιούσαμε το αντίσκηνο σαν αδιάβροχο και κουκούλα.
Ήρθε τελικά ο Μουσολίνι, έκανε την επίθεση στην Τρεμπεσίνα, στον Αώο ποταμό, έφαγε τα μούτρα του. Μέσα στο ποτάμι ήμασταν. Έγινε η επίθεση, δεν μπόρεσαν οι Ιταλοί, απέτυχε ο Μουσολίνι. Εκεί όμως έγινε σκοτωμός. Μια Τρεμπεσίνα, δεν έβλεπες τίποτα –σκόνη, πέτρες, βομβαρδισμοί. Με το που σταμάτησαν τα ιταλικά βομβαρδιστικά, και σου λένε οι Ιταλοί πάει δεν υπάρχει κανείς, βγήκαν από τα αμπριά οι φαντάροι και επιτέθηκαν με ξιφολόγχη. Φώναζαν «φούσκωσέ τον». Αυτή η ιαχή κυριαρχούσε. Και έτρεχαν. Οι Ιταλοί ετράπησαν σε φυγή. Ο Μουσολίνι απέτυχε παταγωδώς. Ήμασταν νικητές.
Το μακάβριο ήταν που μπήκαμε σε έναν καταυλισμό με έναν συνάδελφο. Κάναμε έναν περίπατο σε μια περιοχή –πεδίο μάχης ήταν- που είχε γίνει η μάχη προ 2 ημερών. Σε πιάνει ένα δέος και μια απελπισία. Μορφωμένοι λαοί να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον. Έβλεπες εδώ πόδια κομμένα, εκεί κεφάλι, μια χλαίνη πεταμένη, μια λουρίδα σκισμένη… Πάμε πιο πάνω και βλέπουμε τρεις Ιταλούς, τυλιγμένοι με τα ρούχα τους όπως ήταν, πρησμένοι τυμπανισμένοι. Λέγω κακόμοιροι Ιταλοί. Είναι τρομερός ο πόλεμος. Να πρέπει να σκοτώνεις τον άλλο. Οπισθοχώρησαν οι Ιταλοί και τους εγκατέλειψαν άταφους. Δεν πρόλαβαν να τους θάψουν. Οι δικοί μας έπρεπε να το κάνουν αλλά… Αιχμαλώτους Ιταλούς είχαμε. Παραδινόταν. Αφού πέφτετε σαν τρελοί στη μάχη, έλεγαν, τι να κάνουμε; Αυτοί δεν τον ήθελαν τον πόλεμο. Τους υποχρέωσαν. Ενώ οι Γερμανοί ήταν φανατισμένοι…
Οι Γερμανοί έρχονται.
Αλλά και αυτοί δεν μπόρεσαν να περάσουν από τα Οχυρά του Μεταξά στη Βουλγαρία. Επετέθησαν οι Γερμανοί από τη Βουλγαρία. Ήταν τόσο εγωιστές και είχαν τόσο οπλισμό, είχαν υπεροπλία ενώ τα άλλα κράτη ήταν άοπλα, που νόμιζαν ότι κανείς δεν μπορεί να τους αντισταθεί. Ήταν υπερδύναμη. Πήγαν να περάσουν από τα οχυρά. Κάνουν επίθεση τρώνε τα μούτρα τους. Τη δεύτερη, τίποτα. Ξανά και ξανά. Είχαν μεγάλες απώλειες. Δεν τα έσπασαν τέλος τα οχυρά. Σου λέει αλλιώς τα υπολογίζαμε και αλλιώς τα βρήκαμε. Δεν πέρασαν από εκεί. Πέρασαν από τη Σερβία, που την είχαν ήδη καταλάβει και μας κύκλωσαν μέσα στην Αλβανία με τα μηχανοκίνητα. Σου λέει ο Τσολάκογλου, είναι μάταιος ο αγώνας. Εγώ ήμουνα στην Τρεμπεσίνα κατά τη συνθηκολόγηση. Πήραμε εντολή να παραδώσουμε τα όπλα στα Γιάννενα. Και αυτό αφού είχαμε νικήσει το Μουσολίνι…
Κατεβαίνοντας προς τα Γιάννενα, οι Γερμανοί μας βομβάρδιζαν συνεχώς. Έβαλαν με όλμους και τα δικά μας όπλα ήταν τίποτα. Ψυχή είχαμε αλλιώς από εξοπλισμό… Βαδίζαμε νύχτα. Κατεβαίναμε μπουλούκια. Μια μέρα, εξαντλημένος έτσι όπως ήμουνα, λέω εγώ θα σταματήσω λίγο. Τι μπορούν να κάνουν οι Ιταλοί; Πιο καλά να πάω αιχμάλωτος στους Ιταλούς –δεν μπορούσα να κινηθώ, ήταν πιασμένα τα πόδια μου. Με ακολουθούν καμιά δεκαριά συνάδελφοι. Σου λέει αφού το είπε ο δάσκαλος, βλέπεις ο δάσκαλος είχε τότε εκτίμηση. Διαλέγουμε λοιπόν κάτι γρανιά, κάτι λάκκους, μέσα στις κουμαριές. Χωθήκαμε μέσα να ξεκουραστούμε λίγο. Λίγο μετά ξέσπασε σφοδρός βομβαρδισμός. Τα αεροπλάνα κατέβηκαν χαμηλά και βομβάρδιζαν το δρόμο που βάδιζαν κατακουρασμένοι οι φαντάροι, ο στρατός, τα μουλάρια κουρασμένα με τα αυτιά πεσμένα. Σκοτώθηκαν πολλοί. Εμείς σωθήκαμε ελαφρά τραυματισμένοι. Εγώ χτυπήθηκα στο σαγόνι. Ακόμη το έχω το σημάδι.
Ο θρήνος της παράδοσης
Σιγά σιγά έφτασα στα Γιάννενα. Η μεγάλη στενοχώρια, ο μεγάλος λυπημός ήταν εκεί που παραδίδαμε τον οπλισμό. Εκεί να δεις σωρό τα όπλα – τα κάρα, τα ζώα. Όλα εγκαταλελειμμένα. Όλος ο πλούτος της Ελλάδας, ένας σωρός. Εγώ δεν το παρέδωσα το όπλο μου. Το έσπασα σε ένα γκρέμνο απάνω. «Είσαι άδοξο του λέω, τι δόξα αφού δεν ενίκησες»… Νεανικές σαχλαμάρες, μήπως είχαν ανάγκη τα όπλα μας; Αυτοί είχαν τέλειο εξοπλισμό. Αλλά να το μίσος, η αδικία. Νάσαι νικητής και στο τέλος να βρεθείς… Εκεί ήταν ο θρήνος, να βλέπεις μια Ελλάδα σκορπισμένη από εδώ και από κει. Όλα τα αυτοκίνητα, τα μεταγωγικά, τα ζώα, οι στρατιώτες να γυρίζουν από δω και από κει. Θρήνος.
Ο καθένας μετά ξεκίνησε να πάει στην πατρίδα του. Έπαιρνε ένα ζώο, ένα κάρο και ξεκινούσε. Εγώ πήρα ένα μουλάρι. Ξεκινήσαμε με έναν στρατιωτικό γιατρό, Σουσούδης λεγόταν που ήταν από την Άνδρο και έναν γεωργό από την Πάρο. Μου λέει ο Παριανός πάρε αυτό το μουλάρι, είναι γερό. Θα σε βγάλει μέχρι την Αθήνα. Προχωρήσαμε για την Άμφισσα. Ήταν άνοιξη, τα σπαρτά ήταν χλωρά ακόμη. Όταν σταματούσαμε το βράδυ να ξεκουραστούμε, δέναμε τα ζώα στα πόδια μας με ένα σχοινί, γιατί οι χωρικοί ερχόταν και προσπαθούσαν να μας τα κλέψουν. Τα ήθελαν για τις δουλειές τους στα χωράφια.
Με πλησιάζει, θυμάμαι, ένας συνάδελφος με άλογο και μου λέει «κάνουμε τράμπα;» «Τι τράμπα;» του απαντώ… «Να μου δώσεις το μουλάρι σου, να σου δώσω το άλογο». Μου κάνει νόημα ο Παριανός, να αρνηθώ. Αυτός ήξερε από ζώα και κατάλαβε, ότι το άλογο ήταν κουρασμένο. «Δεν το αλλάζω λέω εγώ, το έχω γούρι, μου έτυχε αυτό, δεν το αλλάζω». Κοντεύαμε να φτάσουμε στην Άμφισσα. Μαθαίνουμε εκεί ότι οι Γερμανοί που κατέβαιναν με τα μηχανοκίνητα στην Αθήνα, πυροβολούσαν έτσι για γούστο, τους στρατιώτες που εξαθλιωμένοι και τρεκλίζοντας από την κακουχία προχωρούσαν στην άκρη του δρόμου. Μεθυσμένοι ήταν; Τις οίδε. Αυτοί δεν περπατούσαν καθόλου, ακόμη και στο μέτωπο πάνω στα μηχανοκίνητα ήταν. Τα μαγειρεία τους να φανταστείς ήταν πάνω στα αυτοκίνητα. Εμείς τα καζάνια τα είχαμε φορτωμένα πάνω στα μουλάρια. Και στο μέτωπο μαγειρεύαμε με πρωτόγονα μέσα. Να πάρεις ξύλα να ανοίξεις λακκούβα να βάλεις πέτρες να μαγειρέψεις. Πεινασμένος στρατός. Δεν είχαμε οπλισμό, ιματισμό. Αρβύλες. Φαγιά… στερούμεθα. Όλοι όμως πολεμούσαμε, χωρίς καμία βοήθεια από συμμάχους, ήμασταν εμψυχωμένοι. Τον κίνδυνο του σκοτωμού δεν τον λογάριαζε κανείς.
Η επιστροφή
Έξω από την Άμφισσα λοιπόν, αφού για να αποφύγουμε τους Γερμανούς έπρεπε να πάμε από μονοπάτια, υποχρεωθήκαμε να πουλήσουμε τα ζώα. Εγώ το έδωσα για 100 δραχμές. Ζήτησα 300, μου λέει ένας χωρικός, 100 έχω, άντε πάρτο του λέω για 100 δραχμές. Φτάσαμε πια στην Άμφισσα. Κουρασμένος εγώ, κάθομαι έξω από ένα σπίτι, έτσι τυλιγμένος στη χλαίνη μου και αποκοιμήθηκα. Ακούω κάποια στιγμή μια κοπέλα μέσα από το σπίτι, φώναζε τη μητέρα της «μαμά, μαμά, ένας στρατιώτης πεσμένος»… Κουνάει η μάνα της το κεφάλι της «ελληνικέ στρατέ πώς κατάντησες»; Στην πλατεία της Άμφισσας βρήκα ένα φορτηγό και κατέβηκα προς Αθήνα. Πολλοί στρατιώτες σκοτώθηκαν από τους Γερμανούς ενώ επέστρεφαν στα μέρη τους.
Φτάνομε στη Θήβα. Μαζί με ένα συνάδελφο, πήγαμε στο σπίτι του. Οι δικοί του μου έδωσαν ρούχα πολιτικά, να μη φαίνομαι ότι ήμουν στρατιώτης. Οι Γερμανοί μάζευαν φαντάρους στην Ελευσίνα και τους έστελναν στο Βερολίνο.
Στη συνέχεια πήγα στην Καλογρέζα. Έμενε εκεί μια ξαδέλφη μου η Ουρανία, Σταυροπουλαίοι από το Καλλιάνι. Αδύνατος, σκελετωμένος και γεμάτος ψείρες. Τις έβλεπες ζωντανές. Δεν μπαίνω μέσα της λέω γιατί θα σας γεμίσω κι εσάς. Παίρνει τα ρούχα μου, βάζει ένα λεβέτι νερό βραστό και τα έβρασε να φύγει η ψείρα. Μετά πια πήγα στη Ραφήνα, βρήκα ένα καΐκι και πέρασα στην Άνδρο. Εγώ έφτασα στο Γαύριο και την ίδια μέρα οι Ιταλοί πάτησαν τη Χώρα, την πρωτεύουσα του νησιού…
Η αγωνία υπήρχε πριν το ’40. Όταν τορπιλίσανε την Έλλη στο λιμάνι, ο κόσμος κατάλαβε ότι θα επεκταθεί ο πόλεμος και εδώ –όχι ότι θα την καταλάβουν οι Ιταλοί τη χώρα, αλλά ότι ήθελαν να περάσουν. Ο Μεταξάς ήταν γερμανόφιλος. Είπε το ΟΧΙ κατ΄ ανάγκη γιατί δεν μπορούσε να πει ναι. Ήξερε ότι η Ελλάδα δεν διέτρεχε κίνδυνο δηλαδή να της πάρουν εδάφη, να της πάρουν τη Μακεδονία κλπ. Σου λέει θα κάνω έναν πόλεμο, θα ηττηθώ σε 2-3 ημέρες και θα δείξω πρόσωπο και στους συμμάχους ότι ηττήθηκα. Αλλά αυτοί με την κατασκοπεία ήξεραν τις προθέσεις του και δεν τον άφησαν. Έπειτα ο κόσμος ήταν ενθουσιασμένος, πήγαιναν οι φαντάροι σαν σε γιορτή…
Το «ευχαριστώ» των συμμάχων…
Εμείς ως Ελλάδα δεν ωφεληθήκαμε τίποτα από τον πόλεμο. Καθυστερήσαμε το Γερμανό και έτσι ετοιμάστηκαν οι σύμμαχοι. Αυτές οι θυσίες έγιναν μόνο και μόνο για τους συμμάχους. Τους Άγγλους, τους Γάλλους… Γι’ αυτούς έκανε τον πόλεμο ο Γερμανός, όχι για την Ελλάδα. Τα Δωδεκάνησα μας τα έδωσαν και τώρα τα παζαρεύουν με τους Τούρκους. Εμείς δώσαμε τις ζωές μας και τα πήραμε. Τώρα τα ζητούν οι Τούρκοι και χωρίς πόλεμο. Για το «ευχαριστώ» οι σύμμαχοι, υποστηρίζουν την Τουρκία. Όχι να διαμελίσουν την Ελλάδα για να υποστηρίζουν την Τουρκία. Ασε την Ελλάδα στα σύνορα της, αυτά που έχουν οριστεί με διεθνείς συνθήκες…
Δεν ζητάνε τίποτα οι άνθρωποι, μια ελεύθερη πατρίδα ζητάνε. Γιατί να μην την έχουν;
Δημοσίευση σχολίου