Προς μια αβέβαιη εξέλιξη στο ενεργειακό τοπίο της χώρας
Κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα γίνεται μεγάλη συζήτηση για τη συμμετοχή θεσμικών επενδυτών στο μετοχικό κεφάλαιο της ΔΕΗ και το σχέδιο της Κυβέρνησης για το μέλλον της επιχείρησης και του εν γένει ενεργειακού τοπίου της χώρας. Δεδομένου, ότι η ΔΕΗ είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας και διαμορφωτής του ενεργειακού τοπίου αυτής, η ανησυχία για την επίπτωση μιας τέτοιας εξέλιξης είναι παραπάνω από έκδηλη, μεταξύ των πελατών και των διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Η πολιτική που θα ακολουθηθεί το επόμενο χρονικό διάστημα θα καθορίσει κομβικά τη διαμόρφωση του ενεργειακού τοπίου της χώρας αλλά και την διαμόρφωση των τιμών της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας.
Η ΔΕΗ αρχικά είχε σχεδιαστεί και λειτουργήσει προκειμένου να ενσωματώσει τις προϋπάρχουσες τοπικού χαρακτήρα δομές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που λειτουργούσαν ήδη προπολεμικά. Απορροφώντας μεγάλες επενδύσεις από διαφορετικές χρηματοδοτικές πηγές, πέτυχε ένα αποτέλεσμα που θα ζήλευαν και άλλες χώρες της περιοχές αλλά και πιο απομακρυσμένες. Κατάφερε τη σταδιακή δημιουργία ενός Εθνικού διασυνδεδεμένου δικτύου και τη παροχή ηλεκτρικής ενέργειας σε προσιτές τιμές, ενώ λειτούργησε παράλληλα και ως μια επιχείρηση πρότυπο με άριστες εργασιακές συνθήκες και περιφερειακή ανάπτυξη.
Κατά τα τελευταία έτη, η ΔΕΗ ακολούθησε μια φθίνουσα πορεία. Ο διαχωρισμός των κλάδων παραγωγής, μεταφοράς και διανομής, η απαξίωση του λιγνίτη, οι συνέπειες της μακροχρόνιας οικονομικής κρίσης, οδήγησαν την εταιρία σε σταδιακή απαξίωση. Οι πολιτικές που ασκήθηκαν έδωσαν τη αναπτυξιακή βάση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στον ιδιωτικό τομέα, στην ανάπτυξη του τοπίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, χωρίς όμως να δίδουν τη δυνατότητα στην επιχείρηση αυτή να συμμετάσχει στη διαμόρφωση αυτού του τοπίου.
Τα δύο μεγάλα ενεργειακά πεδία της χώρας, αυτό της Μεγαλόπολης και αυτό της Δυτικής Μακεδονίας, έπεσαν σταδιακά σε μαρασμό. Η ραγδαία μείωση του προσωπικού σε συνδυασμό με την απότομη απολιγνιτοποίηση, οδήγησαν τις τοπικές κοινωνίες σε οικονομική αποστέρηση των πόρων τους. Η προσπάθεια που κατεβλήθη από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για τη χρηματοδότηση του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης, μετέπειτα απαξιώθηκε από τη νέα κυβέρνηση. Η αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων για τη βιώσιμη ανάπτυξη αυτών των τοπικών κοινωνιών που αναμένεται να αντιμετωπίσουν πρόβλημα επιβίωσης, δεν έχει αποδώσει προς το παρόν.
Η μείωση των εισοδημάτων των εργαζομένων της ΔΕΗ σε συνδυασμό με την περικοπή των εξόδων για εργολαβίες και άλλα έργα, δημιούργησε πρόβημα στην οικονομική ζωή και διαβίωση των απασχολούμενων στην κοινωνία τις περιοχές των ενεργειακών πεδίων. Μετά από την εξέλιξη αυτή, η αρχική ανυπαρξία σχεδίου μετάβασης στη Μεταλιγνιτική εποχή και η μετέπειτα δυσλειτουργία στη διαδικασία μετάβασης επέτειναν τα προβλήματα αλλά και την αγωνία για το μέλλον. Το οριστικό κλείσιμο των λιγνιτικών σταθμών εν τη απουσία εναλλακτικών οικονομικών δραστηριοτήτων στις περιοχές των λιγνιτικών πεδίων, αναμένεται να δώσει ένα τελειωτικό χτύπημα στις οικονομίες των πλητόμμενων περιοχών.
Η αντίδραση της τοπικής κοινωνίας, η οποία θίγεται ραγδαία από τις εξελίξεις που συνδυάζονται με την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου και το μαρασμό των λιγνιτικών πεδίων είναι άμεση, προκειμένου να διαφυλαχτεί η οικονομική επιβίωση της. Το συλλαλητήριο της Παρασκευής 15-10-2021 στη Μεγαλόπολη δίδει ένα μήνυμα προς την κυβέρνηση προκειμένου να αποσυρθούν οι ενεργειακές πολιτικές που θίγουν το ενεργειακό τοπίο της χώρας και την τοπική ανάπτυξη. Οι φορείς και τα σωματεία που σιωπούσαν απέναντι στα αντεργατικά και αντικοινωνικά μέτρα της πρόσφατης περιόδου, θα αναγκαστούν να πάρουν θέση απέναντι στις επικείμενες δυσμενείς εξελίξεις.
Η κυβέρνηση οφείλει να σχεδιάσει και να υλοποιήσει πολιτικές που θα λάβουν υπόψη την παροχή αντισταθμιστικών οφελών και θα περιλαμβάνουν ουσιαστικά μέτρα προκειμένου να στηριχθεί η οικονομική ανάπτυξη της περιοχής, που σήμερα βρίσκεται σε κίνδυνο. Η ομαλή οικονομική μετάβαση αποτελεί ζητούμενο για τη νέα εποχή στην οποία οδηγούνται τα ενεργειακά πεδία, ώστε η οικονομική ανάπτυξη να στηριχθεί και να επεκταθεί περεταίρω. Τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν συνεπεία τέτοιων αναπτυξιακών πολιτικών μπορεί να περιλαμβάνουν :
· Την ουσιαστική λειτουργία των Ενεργειακών Κοινοτήτων, οι οποίες νομοθετήθηκαν και ιδρύθηκαν επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και οι οποίες αναδιανέμουν το εισόδημα και δίνουν τη δυνατότητα οικονομικής ανάπτυξης σε δημόσιους φορείς και ιδιώτες.
· Την ανάπλαση των ορυχείων η οποία θα γίνει στα αντίστοιχα πρότυπα των περιπτώσεων των χωρών του Εξωτερικού και θα δώσει τη δυνατότητα πολυετούς τεχνικής δραστηριότητας.
· Την ανάπλαση των σταθμών παραγωγής οι οποία θα προσφέρει εκατοντάδες θέσεις εργασίας στο μέλλον.
· Τη δυναμική επιχειρηματική δραστηριότητα της ΔΕΗ στο χώρο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, με την ύπαρξη στρατηγικού σχεδίου και την ανάπτυξη ενεργειακών δραστηριοτήτων παραγωγής ενέργειας από ήπιες πηγές.
· Την ουσιαστική προσέλκυση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που να μπορούν να λειτουργήσουν βιώσιμα και να διατηρήσουν το ανθρώπινο δυναμικό και ιδιαίτερα τους νέους στον τόπο τους.
Μετά τις εξελίξεις που έχουν οδηγήσει σε αδιέξοδο την οικονομική επιβίωση των οικονομικών πεδίων, έρχεται η μεγάλη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΔΕΗ, με παράλληλη κατάργηση της συμμετοχής των παλαιών μετοχών. Εφόσον αυτό πραγματοποιηθεί, σημαίνει ότι το Δημόσιο (ΤΑΙΠΕΔ και Υπερταμείο) δεν θα βάλουν τα κεφάλαια που τους αναλογούν, ενώ ταυτόχρονα οι μικροεπενδυτές θα μειώσουν τα ποσοστά τους. Αυτό το γεγονός θα αυξήσει κατακόρυφα τα ιδιωτικά ποσοστά στην επιχείρηση και ο έλεγχος της θα γίνεται πλεον με την αυξημένη συμμετοχή των ιδιωτών. Έτσι, είναι ορατός ο κίνδυνος της μεγάλης αύξησης της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας, σε συνδυασμό με την περεταίρω αδυναμία σχεδιασμού Εθνικής πολιτικής στα ενεργειακά θέματα.
Η κυβέρνηση οφείλει να αναιρέσει τις αποφάσεις της για την ουσιαστική πώληση ενός μεγάλου μέρους της ΔΕΗ με τη μέθοδο της μη συμμετοχής του Δημοσίου στη διαδικασία αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου. Η ΔΕΗ, μια δημόσια επιχείρηση που σηματοδότησε τη μετάβαση στην ενεργειακή εποχή και τον εξηλεκτρισμό της χώρας, μια επιχείρηση δυνάμενη να υλοποίησει οποιεσδήποτε αναπτυξιακές πολιτικές λόγω μεγέθους και συσσωρευμένης εμπειρίας, μπορεί να παίξει αποφασιστικό ρόλο στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας, εφόσον παραμείνει υπό δημόσιο έλεγχο και εφόσον το επιτρέψει η κεντρική πολιτική. Μια πολιτική στροφή την οποία μπορεί να υποστηρίξουν προοδευτικές δυνάμεις στηρίζοντας το δημόσιο χαρακτήρα της επιχείρησης και την υλοποίηση αποτελεσματικών πολιτικών, είναι αναγκαία στην παρούσα κρισιμη συγκυρία προκειμένου να αποτελέσει ένα στρατηγικό πλεονέκτημα της χώρας σε εθνικό και διεθνές επίπεδο που θα εξασφαλίσει τη συνέχιση της ενεργειακής εποχής και της βιώσιμης και πράσινης ανάπτυξης.
Τρίπολη, 09-10-2021
Γεώργιος Ι. Φαράντος
* Ο Γ. Φαράντος είναι μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Αρκαδίας και Διδάκτωρ Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων.
Δημοσίευση σχολίου