Ο βουλευτής Αρκαδίας
του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία
Γιώργος Παπαηλιού
στην Ολομέλεια της Βουλής
κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου για τις λαϊκές αγορές
προς τον Υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων :
Η εκ μέρους μας ασκούμενη αντιπολίτευση στο νομοσχέδιο δεν είναι «κατά φαντασίαν», όπως διατείνεται ο Υπουργός Ανάπτυξης.
Το περιεχόμενο και τα επιχειρήματά της αποτυπώνουν τη σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν και οι αγρότες-παραγωγοί και οι καταναλωτές και η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων.
Αγόρευση
του βουλευτή Αρκαδίας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία
Γιώργου Παπαηλιού
στην Ολομέλεια της Βουλής (1.11.2021)
κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου για τις λαϊκές αγορές :
Άλλο ένα ψευδεπίγραφο νομοσχέδιο εισάγεται προς ψήφιση. Επιγράφεται «Αναμόρφωση και εκσυγχρονισμός του ρυθμιστικού πλαισίου οργάνωσης και λειτουργίας του υπαιθρίου εμπορίου …».
‘Όμως το συγκεκριμένο νομοσχέδιο δεν είναι εκσυγχρονιστικό, αλλά είναι αντιαναπτυξιακό και αντικοινωνικό που στρέφεται εναντίον και των παραγωγών και των καταναλωτών.
Με το νομοσχέδιο αλλοιώνεται η μορφή και διαλύεται ο κοινωνικός χαρακτήρας των λαϊκών αγορών.
Οι λαϊκές αγορές είναι ιστορικός και αναγνωρισμένος θεσμός, ο οποίος λειτουργεί με επιτυχία στην Ελλάδα εδώ και σχεδόν εκατό χρόνια. Σ΄ αυτές, που λειτουργούν με όρους ανταγωνισμού, συγκρατώντας τις τιμές των προϊόντων, διατίθενται και προωθούνται ασφαλή τρόφιμα για τους καταναλωτές και διασφαλίζεται η ελληνική διατροφή.
Είναι θεσμός αναπτυξιακός που επιτρέπει στους μικροκαλλιεργητές-μικροπαραγωγούς να έχουν πρόσβαση στην αγορά, χωρίς μεσάζοντες. Μέσω αυτού ενισχύεται η αγροτική παραγωγή και σφυρηλατούνται σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών, αλλά και μεταξύ των ιδίων των παραγωγών και των επαγγελματιών-εμπόρων που δραστηριοποιούνται σε αυτές (τις λαϊκές αγορές). Σήμερα όλοι αυτοί έχουν συσπειρωθεί και στέκονται ενωμένοι εναντίον του νομοσχεδίου.
Με το νομοσχέδιο ανατρέπονται οι ισορροπίες και προωθούνται η συρρίκνωση, ο έλεγχος και εν τέλει η μετατροπή των λαϊκών αγορών σε (υπερ)αγορές ελεγχόμενες από μεγάλους ομίλους και πολυεθνικές τροφίμων, και μάλιστα με τρόπο αδιαφανή.
Τα κρίσιμα σημεία εφαρμογής του, όπως η μορφή και οι αρμοδιότητες του νομικού προσώπου που θα τις διοικεί, ο τρόπος χορήγησης των αδειών, ή μάλλον των θέσεων πλέον, αφού οι άδειες συνδέονται με τις θέσεις, στους παράγοντες των λαϊκών αγορών, οι προκηρύξεις, θα ρυθμιστούν με δεκαέξι υπουργικές αποφάσεις, στο μέλλον. Ο Υπουργός θα μπορεί με μία απλή απόφαση, ανά πάσα στιγμή, να αποφασίζει το είδος των προϊόντων που θα πωλούνται και αντίστοιχα δεν θα πωλούνται (στις λαϊκές αγορές). Δηλαδή, στο νομοσχέδιο υποκρύπτεται ένα δεύτερο «νομοσχέδιο», που δεν συζητείται σήμερα, δεν θα τεθεί σε ψηφοφορία και δεν θα ψηφιστεί στη Βουλή, αλλά οι άγνωστες ρυθμίσεις του θα περιληφθούν σε κυβερνητικές-υπουργικές αποφάσεις μεταγενέστερα. Έτσι θα ολοκληρωθεί το διαλυτικό έργο του υπό κρίση νομοσχεδίου.
Η κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας την προβληματικότητα του νομοσχεδίου, έχει ήδη εισαγάγει αλλαγές σε ορισμένα σημεία, και έχει ανακοινώσει ότι η εφαρμογή του, ως νόμου, θα ξεκινήσει από 1.2.2022. Άλλη μία κυβερνητική πρωτοτυπία που αφήνει περιθώρια κατευνασμού των αντιδρώντων ενδιαφερομένων και καλλιέργειας προσδοκιών, και ενόψει πολιτικών εξελίξεων.
Ωστόσο, η κεντρική ιδέα και ο αρχικός πυρήνας του νομοσχεδίου παραμένουν αναλλοίωτοι : Είναι η μείωση των αδειών των παραγωγών, η δυνατότητα μετατροπής αυτών των αδειών σε εμπορικές και έτσι ο περιορισμός της συμμετοχής τους (των αδειών των παραγωγών) κάτω του 50 %, όπως σήμερα προβλέπεται. Με αυτό τον τρόπο τίθεται φραγμός στους αγρότες-παραγωγούς.
Οι άδειες των παραγωγών θα συνδέονται με τις «θέσεις» που θα προκηρύσσονται μόνο μία ή δύο (;) φορές το χρόνο.
Θα απαιτείται κάθε πρωί να γίνεται ηλεκτρονική ενημέρωση για το είδος, την ποσότητα και τις τιμές των προϊόντων, όπως γίνεται με τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ-μάρκετ με κύκλο εργασιών άνω των 90 εκ. ευρώ το χρόνο !!!
Σε περίπτωση δε οποιασδήποτε παράβασης, ακολουθείται τιμωρητική πολιτική, καθώς τα πρόστιμα και για την μικρότερη παράβαση θα είναι εξοντωτικά και θα φθάνουν μέχρι την απώλεια της θέσης.
Αυτές οι ρυθμίσεις, όπως και η μοριοδότηση που θεσμοθετείται στις προκηρύξεις των θέσεων, περιορίζει την πρόσβαση κοινωνικά ευάλωτων ομάδων στις (επαγγελματικές) άδειες και ο πλειστηριασμός που θεσμοθετείται για τις άδειες απαιτεί μεγάλα διαθέσιμα κεφάλαια και ευνοεί τις μεγάλες αλυσίδες και τους ομίλους τροφίμων που θα τις καλύπτουν κατά προτεραιότητα. Ο δε καθημερινός καθορισμός τιμής των προϊόντων δημιουργεί υπέρμετρη γραφειοκρατία και απαιτεί λογιστική υποδομή που μπορούν να έχουν μόνο τα μεγάλα σούπερ μάρκετ και οι μεγάλοι όμιλοι.
Ο τρόπος προκήρυξης των θέσεων, μια ή δύο (;) φορές το χρόνο, αποκλείει τους μικρούς παραγωγούς, οι οποίοι δεν μπορούν να παρακολουθήσουν αυτό το ρυθμό και τα ευπαθή προϊόντα τους θα κινδυνεύει να καταστραφεί, αν χρειάζεται να περιμένουν μήνες για την έκδοση άδειας.
Όλοι οι παράγοντες που δραστηριοποιούνται στις λαϊκές αγορές επιθυμούν να υπάρξουν ουσιαστικές προσπάθειες ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού τους και να επιτευχθεί η λειτουργία τους με μεγαλύτερη διαφάνεια, ώστε να ενισχύεται και ο πρωτογενής αγροτικός τομέας, τομέας κρίσιμος για την κοινωνικά δίκαιη παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Ωστόσο στο νομοσχέδιο δεν υπάρχουν πρόνοιες προς αυτή την κατεύθυνση.
Έτσι, όχι μόνον δεν ενισχύεται ο πρωτογενής αγροτικός τομέας, που είναι κρίσιμος για την κοινωνικά δίκαιη παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, αλλά προωθείται η συρρίκνωσή του και ενθαρρύνεται άκριτα η εξάρτηση από τις εισαγωγές τροφίμων.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι παραγωγοί-οι αγρότες μην έχοντας πλέον τη δυνατότητα να έχουν «πάγκο» στις λαϊκές αγορές, θα πρέπει να απευθύνονται στους μεσάζοντες. Οι δε καταναλωτές δεν θα ψωνίζουν πλέον στη λαϊκή αγορά της γειτονιάς απευθείας από τους παραγωγούς, αλλά από εμπόρους και αλυσίδες, που θα προμηθεύονται τα προϊόντα από τους μεσάζοντες. Κατά συνέπεια, δεν θα υπάρχει η απευθείας σχέση παραγωγού-καταναλωτή που αποτελούσε την εγγύηση για την ποιότητα των προϊόντων. Επιπλέον αυτά θα είναι ακριβότερα (για τους καταναλωτές και τις λαϊκές οικογένειες). Με αυτό τον τρόπο, οι μικροί αγρότες, οι μικροί παραγωγοί και οι μικρομεσαίοι επαγγελματίες παραδίδονται στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα.
Το νομοσχέδιο δεν χρειάζεται, ούτε αλλαγές, ούτε παράταση του χρόνου έναρξης της ισχύος του. Χρειάζεται να αποσυρθεί.
Το νομοσχέδιο εντάσσεται στη συνολική κυβερνητική πολιτική. Αποτελεί μία ακόμη σημαντική ψηφίδα στη συστηματική προσπάθεια της κυβέρνησης να μετατρέψει την κρίση σε ευκαιρία, προκειμένου να προωθήσει συγκεκριμένα συμφέροντα των μεγάλων και ισχυρών μεταπρατών. Στο περιβάλλον που διαμορφώνεται εν μέσω της πανδημίας, της κλιματικής κρίσης και της επισιτιστικής επισφάλειας, όταν το κόστος της ενέργειας «τραβάει την ανηφόρα» και οι τιμές των τροφίμων και όλων των αγαθών πρώτης ανάγκης αυξάνονται καθημερινά, η κυβέρνηση δεν παρεμβαίνει για να ενισχύσει τον πρωτογενή τομέα-την αγροτική παραγωγή, για να στηρίξει τους καταναλωτές και τα νοικοκυριά που πλήττονται από την ακρίβεια. Συνεχίζει να επιδιώκει τη δημιουργία και την ενίσχυση ολιγοπωλίων στην αγορά και σε κάθε τομέα, που θα ελέγχουν τις τιμές, θα τις κρατούν σε υψηλά επίπεδα και θα λειτουργούν με όρους κοινωνικής-περιφερειακής ανισότητας και κοινωνικών-περιφερειακών αποκλεισμών.
Η εκ μέρους μας ασκούμενη αντιπολίτευση στο νομοσχέδιο δεν είναι «κατά φαντασίαν», όπως διατείνεται ο Υπουργός Ανάπτυξης.
Το περιεχόμενο και τα επιχειρήματά της αποτυπώνουν τη σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν και οι αγρότες-παραγωγοί και οι καταναλωτές και η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων.
Δημοσίευση σχολίου