Ο ύστατος Νίκος Γκάτσος απο την Αρκαδία

 Ο ύστατος Νίκος Γκάτσος

Και τί δεν είναι Νίκος Γκάτσος στα ελληνικά τραγούδια!  

Του Θανάση Γιαπιτζάκη

Στις 12 Μαΐου ολοκληρώθηκαν τριάντα χρόνια (1992-2022) χωρίς την αναπνοή του Νίκου Γκάτσου ανάμεσα στις δικές μας αναπνοές. Μια αναπνοή που μετέδωσε την δημιουργική του πνοή στη ζωή μας: «Τ’ αστέρι του Βοριά θα φέρει ξαστεριά, μα πριν φανεί μεσ’ απ’ το πέλαγο πανί, θα γίνω κύμα και φωτιά, να σ’ αγκαλιάσω, ξενιτιά. Κι εσύ, χαμένη μου πατρίδα μακρινή, θα μείνεις χάδι και πληγή, σαν ξημερώσει σ’ άλλη γη».       

Ένα γιγαντόσωμο παιδί από το χωριό Ασέα σε μια Αρκαδική πλαγιά, κατηφόρισε μια φορά κι έναν καιρό να πάει στην κοντινή Τρίπολη για να μάθει ανώτερα γράμματα. Από τότε, όλοι οι δρόμοι του ανηφόρισαν. Έξω του. Και, το κυριότερο, μέσα του. Στη διάρκεια των δύσκολων γυμνασιακών του χρόνων, έμαθε - χρησιμοποιώντας τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών - αρκετά καλά Αγγλικά και Γαλλικά, αλλά τότε ήταν που γνώρισε και τα λογοτεχνικά βιβλία, το θέατρο, καθώς και τα πρώτα βήματα της μαγείας του κινηματογράφου. Έτσι, όταν στα δεκαεννιά του χρόνια το 1930, άφησε την πρωτεύουσα της πατρογονικής του Αρκαδίας για να ανηφορίσει πάλι, αυτή τη φορά προς την πρωτεύουσα της Ελλάδας και να γραφτεί στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (που την παράτησε τον επόμενο κιόλας χρόνο), είχε ήδη μελετήσει τον Παλαμά, τον Σολωμό, και - μαζί τους - το Δημοτικό Τραγούδι. 

Ο Νίκος Γκάτσος - πρέπει να κάνουμε εδώ μια βασική του παρένθεση - ήταν γεννημένος από τους αγρότες Γεώργιο Γκάτσο και Βασιλική Βασιλοπούλου. Στη μικρή ηλικία των πέντε χρονών έμεινε ορφανός από τον πατέρα του, που, από τους πρώτους μετανάστες προς την Αμερική, πέθανε στο πλοίο και τον πέταξαν στον Ατλαντικό Ωκεανό. Σίγουρα τον πατέρα του σκεφτότανε, όταν, μεγάλος πιά σε ηλικία και καταξιωμένος, θα έγραφε «Σε πελαγίσιο μνήμα | χαράζω τον σταυρό, | θα τραγουδάει το κύμα | κι εγώ θα καρτερώ» ή το άλλο του τραγούδι σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη «Φέρτε μου την θάλασσα να την προσκυνήσω, | φέρτε μου τον ήλιο της να προσευχηθώ. | Έθρεψα τα σπλάχνα σου, κύμα πελαγίσιο, | με χιλιάδες μνήματα μέσα στο βυθό». Ακόμα και οι τελευταίοι στίχοι που έγραψε στη ζωή του το 1991, λίγο πριν πεθάνει ο ίδιος, ήταν για τον πατέρα του και για το μοιραίο του εκείνο ταξίδι: «Θέλω τον κόσμο ν’ αγκαλιάσω | μ’ ένα ζεστό φιλί | κι από τη δύση μου να φτάσω | ως την ανατολή. | Μα είναι φίδι το ταξίδι, | είναι χολή μαζί και ξίδι | σ’ ένα μεγάλο αγκάθινο σταυρό. | Όμως εγώ δεν κάνω πίσω, | ούτε τον δρόμο μου θ’ αφήσω, | ώσπου λιμάνι σίγουρο να βρω». 

Στην Αθήνα τώρα, ανηφόριζε μέσα στο πνεύμα του, αλλά κυρίως στην αντίληψή του, παρακολουθώντας τις νεωτεριστικές τάσεις στην Ποίηση της Ευρώπης. Στη δικιά του περίπτωση, το σωστότερο είναι να λέμε ότι έφερε την ποίηση στο στιχούργημα και τελικά κατάφερε να δώσει τον κανόνα του ποιητικού τραγουδιού. Όμως τότε - που δεν τον ήξεραν ακόμη - δεν τον πρωτομάθανε ούτε σαν ποιητή ούτε σαν στιχουργό. Αλλά σαν μεταφραστή. Και μάλιστα μεταφραστή όχι ξένων ποιημάτων, όπως ίσως να νομίζουμε, αλλά θεατρικών έργων - που είχαν όμως ποίηση μέσα τους. 


Το ξεκίνημα έγινε το 1943 με το θεατρικό «Ματωμένος Γάμος» του ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, που τον είχαν εκτελέσει πριν επτά χρόνια οι φασίστες του στρατηγού Φράνκο στον Εμφύλιο Πόλεμο της Ισπανίας. Το έργο του αυτό ανέβηκε από τον Κάρολο Κουν το 1948 στο Θέατρο Τέχνης. Στην επόμενη δεκαετία ο Νίκος Γκάτσος μετέφρασε άλλα δυο θεατρικά έργα του Λόρκα «Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα» (1954) και «Ο Περλιμπλίν και η Μπελίσα»(1959). Την ίδια εκείνη χρονιά, το 1959, μετέφρασε την «Φουέντε Οβεχούνα» του κορυφαίου του Ισπανικού Θεάτρου Λόπε ντε Βέγα. Όλα αυτά μαζί - και κυρίως η γνωστή μεταφορά του ποιήματος του Λόρκα «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας» σε απόδοση Νίκου Γκάτσου - οδήγησαν το 1991 (δηλαδή ένα χρόνο πριν τον θάνατό του) στην απονομή του τίτλου του αντεπιστέλλοντος μέλους της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Γραμμάτων της Βαρκελώνης «για τη συμβολή του στη διάδοση της Ισπανικής Λογοτεχνίας στην Ελλάδα».

Έτσι, με τις μεταφράσεις διαφόρων θεατρικών έργων για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου, αλλά και με την Ελληνική Ραδιοφωνία σαν μεταφραστής, διασκευαστής και ραδιοσκηνοθέτης, κύλησε βιοποριστικά η μισή ζωή του Γκάτσου. Δεν ξεχνούσε όμως, απ’ όποια γλώσσα κι αν μετέφραζε, τον ποιητή που έκρυβε μέσα του. Απόδειξη αυτής της αλήθειας είναι τα τραγούδια του «Ματωμένου Γάμου» ή το «Χάρτινο το Φεγγαράκι» (που βρισκόταν σε κάποιο θεατρικό του Αμερικανού Τέννεση Ουίλλιαμς) και που τα έχει μελοποιήσει ο κατοπινός συνεργάτης του και δια βίου φίλος του Μάνος Χατζιδάκις. Την γνωριμία τους ο Χατζιδάκις την προσδιόρισε ως εξής: «Το τραγούδι είναι μια σύνδεση άριστη της μουσικής με τον στίχο. Το τραγούδι βασίζεται στη λέξη, όχι στην φθαρμένη, αλλά στην ανανεωμένη με την αρχική της δύναμη. Καταλαβαίνετε βέβαια πως δεν θα επιτυγχανόταν ένα αξιόλογο αποτέλεσμα στο τραγούδι, αν δεν είχα την τύχη από νέος να διδαχτώ και να συνεργαστώ με αληθινούς ποιητές και όχι με διεκδικητές του τίτλου του ποιητή». Πάμπολλα ήταν και γνωστότατα τα δείγματα της αγαστής συνεργασίας τους, από το «Κουρασμένο παλικάρι, | τώρα που δεν μ’ αγαπάς, | ασ’ την νύχτα να σε πάρει, | στον Παράδεισο να πας» και την «Αθήνα» (Μ’ άσπρα πουλιά και σύννεφα τον ουρανό θα ντύσω | και τ’ όνομά σου αθάνατο στην πέτρα θα κεντήσω) μέχρι το «Θαλασσοπούλια μου», το «Αερικό, λένε την κόρη π’ αγαπώ», ακόμα και το «Τραγούδι του Τζάμπορι» των προσκόπων του 1963   

ξ
 

(Από την άκρη της Γης ξεκινήσαμε | σαν μαγεμένα της Άνοιξης πουλιά | και μιαν αυγή την φωλιά μας εκτίσαμε | στου Μαραθώνα την έρμη ακρογιαλιά»). Με τη χάρη της φιλίας τους, έφτασε ο Γκάτσος να σκαρώσει (για καλαμπούρι) τη «Χατζιδακιάδα» του - που άρχιζε κάπως έτσι: «Με του Μαγιού τις ευωδιές, του φθινοπώρου τ’ άνθη, | γεννήθηκε, μεγάλωσε και σπούδασε στην Ξάνθη. | Η μάνα του Πολίτισσα, ο κύρης του απ’ την Κρήτη, | τον Καζαμία διάβαζε και τον Ονειροκρίτη. | Από μικρός τα γράμματα τού φέρναν αηδία, | τη μουσική αγάπησε, μα όχι τα ωδεία. | Κι αντί να φύγει σ’ άλλη γη, να πάει σ’ άλλα κράτη, | την Αττική προτίμησε και τ’ όμορφο Παγκράτι. | Με τα χειρόγραφα σωρό, τις μελωδίες μάτσο, | βρήκε έναν τύπο βλοσυρό που τονε λέγαν Γκάτσο. | Κάτσανε κάτω και μαζί πολλά τραγούδια γράψαν, | που τα πουλιά σωπάσανε κι όλα τα’ αηδόνια πάψαν». Το Παγκράτι, που προτίμησε να μένει ο Χατζιδάκις, ο Γκάτσος το απαθανάτισε στο τραγούδι τους «Φιλντισένιο καραβάκι» με το ρεφραίν «Καραβάκι μου ξεκίνα, | πάμε πάλι στην Αθήνα, | τραγουδάνε τα πουλιά στην Αττική. | Πάμε πάλι στο Παγκράτι, | που ’ν’ οι δρόμοι του γεμάτοι | με χαρούμενες φωνές την Κυριακή».         

«Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» όπως το λέει ο τίτλος ενός έργου του Ευγένιου Ο’Νηλ, που το έχει μεταφράσει ο Γκάτσος, ήταν παρόμοια η ζωή του γίγαντα της Αρκαδίας. Κι αυτό το τονίζει ένας σημαντικός φίλος του, ο Ελύτης: « Έζησε βίον ασκητικόν. Δεν έδωσε ποτέ συνέντευξη. Εσιώπησε πολύ. Έλεγε τα απαραίτητα. Μακριά από την πολλή συνάφεια του κόσμου και τες πολλές κινήσεις και ομιλίες, κατά τον Αλεξανδρινό».

Πολύ πριν τις μεταφράσεις του, είχε δοκιμάσει να ανηφορίσει στην Ποίηση και να έρθει σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους εκείνου του καιρού. Πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του, μικρά σε έκταση και σε παραδοσιακό ύφος, στα περιοδικά «Νέα Εστία» (1931-32) και «Ρυθμός» (1933). Και τότε καθοριστική υπήρξε η γνωριμία του το 1936 με τον Οδυσσέα Ελύτη, που ήταν από πλούσια οικογένεια και πολυδιαβασμένος. Ο Ελύτης τον επηρέασε να συνδεθεί με το ρεύμα του ελληνικού σουρεαλισμού. Η επιρροή αυτή γέννησε
 

χψ

Το μοναδικό ποιητικό βιβλίο που έβγαλε ο Νίκος Γκάτσος στη ζωή του. Η δημιουργία του έγινε μέσα στην Κατοχή στα χρόνια 1941-42 και η χρονιά της έκδοσής του ήταν το 1943: Η περίφημη «Αμοργός» του, μια σύνθεση που έμελλε να θεωρηθεί κορυφαία στιγμή της σουρεαλιστικής δημιουργίας στην Ελλάδα, με επίδραση στους νεότερους ποιητές. Σαν σουρεαλιστικό ακούγεται και το σχόλιο του Ελύτη «Ο Νίκος Γκάτσος δεν πήγε ποτέ στην Αμοργό»! Όμως έκτοτε, ο Γκάτσος δεν ξανάγραψε ποίηση - αν εξαιρέσουμε μονάχα τρεις ακόμη ποιητικές παρουσίες του: Το «Ελεγείο» το 1946, το «Ο Ιππότης κι ο Θάνατος» το 1947, το «Τραγούδι του Παλιού Καιρού» το 1963 (αφιερωμένο στον Σεφέρη). 

Και κάποια στιγμή, μετά από όλα αυτά, ήρθε ο καιρός του στιχουργήματος, ο καιρός των τραγουδιών όπως τα λέμε εμείς, απ’ όπου θα ερχότανε η μεγάλη του φήμη. Πράγματι, το 1987, όταν τιμήθηκε με το Βραβείο του Δήμου Αθηναίων για το σύνολο του έργου του, πιο πολύ την προσφορά του ξεχωριστού στίχου του στο τραγούδι είχαν όλοι υπ’ όψη τους. «Οι στίχοι των τραγουδιών του, πραγματικά ποιήματα οι περισσότεροι, μας διδάσκουν τί πάει να πει αρρενωπότητα της δημοτικής παράδοσης, οργανική λειτουργία της ομοιοκαταληξίας, ήθος της ελληνικής» σχολιάζει την στιχουργική παρουσία του Νίκου Γκάτσου ο Ελύτης. Είχε μια χαρακτηριστική άνεση και επιδεξιότητα στο να συνθέτει ομοιοκαταληξίες - κι αυτό φαινότανε: «Γειά σου χαρά σου, Βενετιά, | βγήκα σε θάλασσα πλατιά | και τραγουδώ στην κουπαστή | σ’ όλο τον κόσμο ν’ ακουστεί. | Φύσα, αεράκι, φύσα με, | μη χαμηλώνεις, ίσαμε | να δω στην Κρήτη μια κορφή, | που ’χω μανούλα κι αδελφή». Πολλά γνωστά επιτυχημένα τραγούδια, χάρη στην ποιότητα των λέξεών του και στη διαφορετικότητα των ποιητικών εικόνων του. 

             Και τί δεν είναι Νίκος Γκάτσος στα ελληνικά τραγούδια!  
.     Λέω ανάκατα, όσα μου έρχονται στο μυαλό: «Χάρτινο το φεγγαράκι, | ψεύτικη ακρογιαλιά, | αν με πίστευες λιγάκι | θα ’ταν όλα 


Ο ύστατος Νίκος Γκάτσος | Cretalive ειδήσεις

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη
ΒΟΛΤΑ ΣΤΗΝ ΤΡΙΠΟΛΗ NEWS
ΒΟΛΤΑ ΣΤΗΝ ΤΡΙΠΟΛΗ NEWS