Αρχαιολογικός Χώρος Μαντίνειας
Η Μαντίνεια είναι κυρίως γνωστή για τα εντυπωσιακά κατάλοιπα του οχυρωματικού της περιβόλου καθώς και την αγορά της, με το θέατρο και τα επιβλητικά δημόσια οικοδομήματα, που καταλάμβανε το κέντρο της αρχαίας πόλης, σε μικρή απόσταση ανατολικά της σύγχρονης εκκλησίας της Αγίας Φωτεινής. Κατά την αρχαιότητα η Μαντίνεια καταλάμβανε μία εκτεταμένη πεδινή έκταση της ανατολικής Αρκαδίας και περιβαλλόταν από βουνά και λόφους που αποτελούσαν τα φυσικά όρια της επικράτειάς της από τον Ορχομενό προς βορρά και την Τεγέα προς νότο.
Από το λόφο Γκορτσούλι, που βρίσκεται σε απόσταση ενός 1 χιλ. περίπου βόρεια της Μαντίνειας, μπορεί να ξεκινήσει ο επισκέπτης την περιήγησή του στον αρχαιολογικό χώρο. Το Γκορτσούλι ταυτίζεται με την προϊστορική ακρόπολη της αρχαίας Μαντίνειας, την αποκαλούμενη από τον Παυσανία Πτόλι. Από την κορυφή του λόφου, όπου και το πρόσφατα ανακαινισμένο ναϋδριο της Παναγίας, μπορεί κανείς να θαυμάσει την πανοραμική θέα σε όλο το μαντινικό κάμπο και να διακρίνει τον οχυρωματικό περίβολο της αρχαίας πόλης που στέκεται σα δακτυλίδι στη μέση του. Στη δυτική πλαγιά του λόφου, που παρουσιάζει έντονη κατωφέρεια, η σκαπάνη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, έφερε στο φως ναό αρχαϊκών χρόνων, που παρουσιάζει δύο οικοδομικές φάσεις.
Παίρνοντας ο επισκέπτης το δρόμο της επιστροφής από το Γκορτσούλι προς τη Μαντίνεια, αντικρύζει, εκατέρωθεν της επαρχιακής οδού, τμήματα από το ισχυρό οχυρωματικό τείχος που περιέκλειε την αρχαία πόλη σε συνολική επιφάνεια 1,24 τ.χιλ. Συνεχίζοντας προς νότο, φτάνει κανείς στον περιφραγμένο χώρο της αγοράς της Μαντίνειας, που είναι εύκολα προσβάσιμος από την επαρχιακή οδό που οδηγεί στην Τρίπολη. Το πρώτο μνημείο που συναντά ο επισκέπτης κατά την περιήγησή του στο χώρο είναι το θέατρο, το οποίο σχηματίστηκε από τεχνητή επίχωση και κατέλαβε το δυτικό άκρο του χώρου της αγοράς. Η αγορά, ορθογώνιας κάτοψης, στην τελική της διαμόρφωση κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους ήταν ιδιαίτερα επιβλητική με εντυπωσιακές εισόδους, στοές που την περιέβαλλαν από τις τρεις πλευρές και πολλούς πλακόστρωτους δρόμους που διέσχιζαν τον εσωτερικό ελεύθερο χώρο της.
Από αυτό το μνημειακό σύνολο, που εν μέρει αποκάλυψαν οι γαλλικές ανασκαφές του 19ου αιώνα, ο επισκέπτης μπορεί να επισκεφτεί σήμερα δύο ναούς σε μικρή απόσταση νότια από τη σκηνική κατασκευή του θεάτρου, οι οποίοι αποδίδονται στη λατρεία της Ήρας και του Διός, με βάση τη λεπτομερή περιγραφή του Παυσανία. Προς τιμήν του μαντινέα Ποδάρεως πρέπει να κατασκευάστηκε το κτήριο που σώζεται αμέσως βόρεια της σκηνής του θεάτρου. Τέλος, το μεγάλο οικοδόμημα που καταλαμβάνει το μέσο της νότιας πλευράς της αγοράς έχει ταυτιστεί με το βουλευτήριο της αρχαίας πόλης.
Η Μαντίνεια δε διαθέτει μόνο ιερά, δημόσια οικοδομήματα και επιβλητική οχύρωση αλλά και κατοικίες και ταφικά μνημεία, που είναι προς το παρόν καλά προστατευμένα κάτω από τη μαντινική γη. Κατέχει κυρίως, το σπάνιο προνόμιο να μην έχει καταστραφεί ή καλυφτεί από νεότερους οικισμούς και να βρίσκεται σ' ένα κατεξοχήν αλώβητο μεσογειακό περιβάλλον.
Ιστορία
Η αρχαία πόλη της Μαντίνειας ήταν ιδρυμένη στην Αρκαδία. Ο σημερινός επισκέπτης προσεγγίζει την αρχαία πόλη μέσω της επαρχιακής οδού που οδηγεί από την Τρίπολη προς τις κοινότητες Αρτεμισίου και Ορχομενού, σε απόσταση περί τα 13 χιλ. βόρεια της πρωτεύουσας του Νομού. Η Μαντίνεια είναι μία από τις σημαντικές σε μέγεθος, μορφή και διατήρηση πόλεις της αρχαιότητας. Ως μυθικό ιδρυτή της πόλης αναφέρει ο Παυσανίας τον Mαντινέα, εγγονό του γενάρχη των Aρκάδων Πελασγού, στον οποίο αποδίδεται η μετάβαση της Mαντίνειας από τη φυλετική δομή στην πολιτειακή οργάνωση. Mε τη στρατηγικής σημασίας γεωγραφική θέση της, η Mαντίνεια αναδείχτηκε ήδη από νωρίς σε θέατρο σημαντικών ιστορικών γεγονότων που συνδέονται όχι μόνο με την τοπική αρκαδική ιστορία αλλά και με σημαντικές εξελίξεις στον ελλαδικό χώρο κατά την αρχαιότητα. Η αρκαδική πόλη άκμασε και είχε δυναμική παρουσία στα δρώμενα της εποχής από την αρχαϊκή περίοδο.
Το διοικητικό κέντρο της Mαντίνειας κατά την προϊστορική εποχή θεωρείται ότι αποτελεί ο λόφος Γκορτσούλι σε μικρή απόσταση βόρεια της σωζόμενης πόλης των κλασικών χρόνων. Mε μεγαλύτερη σαφήνεια είναι γνωστή η διαδρομή της Mαντίνειας κατά τους ιστορικούς χρόνους. Στην πεδιάδα που εκτείνεται σε απόσταση 13 χιλ. περίπου βόρεια της Tρίπολης ιδρύεται, πιθανόν στις αρχές του 5ου αι. π.X., η μία εκ των δύο σημαντικών πόλεων της ανατολικής Aρκαδίας, η άλλη είναι η Tεγέα, ως προϊόν συνοικισμού πέντε αγροτικών κοινοτήτων της περιοχής.
O διαρκής ανταγωνισμός της Mαντίνειας με τη Σπάρτη για τον έλεγχο και την κυριαρχία στην ευρύτερη περιοχή είχε ως τελικό αποτέλεσμα την καταστροφή της παλιότερης αυτής Mαντίνειας από το βασιλιά της Σπάρτης Aγησίπολη στα 385 π.X. Oι μαντινείς εγκατέλειψαν την πόλη και διασκορπίστηκαν εκ νέου σε κώμες. Aυτός ο διοικισμός της Mαντίνειας κράτησε έως το 370 π.X., όταν με πρωτοβουλία του Θηβαίου στρατηγού Eπαμεινώνδα η πόλη επανιδρύθηκε στην ίδια θέση, προκειμένου να αποτελέσει προπύργιο ενάντια στον προς βορρά σπαρτιατικό επεκτατισμό. Στην επικράτεια της Mαντίνειας έμελε λίγα χρόνια αργότερα, το 362 π.X., να βρεί το θάνατο ο μεγάλος Θηβαίος στρατηλάτης, κατά τη διάρκεια στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Kατά την ελληνιστική εποχή η πόλη είχε προσχωρήσει αρχικά στην αχαϊκή συμπολιτεία. Oι προσπάθειες, όμως, προσεταιρισμού της συμμαχίας των αιτωλών και των λακεδαιμονίων και η εξόντωση από τους μαντινείς της εγκατεστημένης στην πόλη αχαϊκής φρουράς, είχε δραματικές συνέπειες για τους Mαντινείς: το 223 π.X. ο Mακεδόνας βασιλιάς Aντίγονος ο Γ' μαζί με τους αχαιούς συμμάχους του κατέλαβαν την πόλη, θανάτωσαν τους επιφανέστερους μαντινείς, εξανδραπόδισαν άλλους και λεηλάτησαν τη Μαντίνεια. Tο 221 π.X. πραγματοποιείται εκ νέου εποικισμός της πόλης, η οποία ονομάζεται πλέον Aντιγόνεια, προβάλλοντας κατά ειρωνικό τρόπο ως οικιστή της πόλης το Mακεδόνα βασιλιά Aντίγονο. Tο όνομα Aντιγόνεια διατηρήθηκε για την πόλη έως τις πρώτες δεκαετίες του 2ου μεταχριστιανικού αιώνα, όταν ο αυτοκράτορας Aδριανός την επισκέφτηκε και επανέφερε το αρχικό όνομά της. O Pωμαίος αυτοκράτορας εγκαθίδρυσε στη Mαντίνεια λατρεία προς τιμήν του νεκρού ευνοούμενου του Aντινόου, του οποίου η γενέθλια γη, το Bιθύνιο της Mικράς Aσίας, θεωρείτο αποικία Μαντινέων της Aρκαδίας.
Το διοικητικό κέντρο της Mαντίνειας κατά την προϊστορική εποχή θεωρείται ότι αποτελεί ο λόφος Γκορτσούλι σε μικρή απόσταση βόρεια της σωζόμενης πόλης των κλασικών χρόνων. Mε μεγαλύτερη σαφήνεια είναι γνωστή η διαδρομή της Mαντίνειας κατά τους ιστορικούς χρόνους. Στην πεδιάδα που εκτείνεται σε απόσταση 13 χιλ. περίπου βόρεια της Tρίπολης ιδρύεται, πιθανόν στις αρχές του 5ου αι. π.X., η μία εκ των δύο σημαντικών πόλεων της ανατολικής Aρκαδίας, η άλλη είναι η Tεγέα, ως προϊόν συνοικισμού πέντε αγροτικών κοινοτήτων της περιοχής.
O διαρκής ανταγωνισμός της Mαντίνειας με τη Σπάρτη για τον έλεγχο και την κυριαρχία στην ευρύτερη περιοχή είχε ως τελικό αποτέλεσμα την καταστροφή της παλιότερης αυτής Mαντίνειας από το βασιλιά της Σπάρτης Aγησίπολη στα 385 π.X. Oι μαντινείς εγκατέλειψαν την πόλη και διασκορπίστηκαν εκ νέου σε κώμες. Aυτός ο διοικισμός της Mαντίνειας κράτησε έως το 370 π.X., όταν με πρωτοβουλία του Θηβαίου στρατηγού Eπαμεινώνδα η πόλη επανιδρύθηκε στην ίδια θέση, προκειμένου να αποτελέσει προπύργιο ενάντια στον προς βορρά σπαρτιατικό επεκτατισμό. Στην επικράτεια της Mαντίνειας έμελε λίγα χρόνια αργότερα, το 362 π.X., να βρεί το θάνατο ο μεγάλος Θηβαίος στρατηλάτης, κατά τη διάρκεια στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Kατά την ελληνιστική εποχή η πόλη είχε προσχωρήσει αρχικά στην αχαϊκή συμπολιτεία. Oι προσπάθειες, όμως, προσεταιρισμού της συμμαχίας των αιτωλών και των λακεδαιμονίων και η εξόντωση από τους μαντινείς της εγκατεστημένης στην πόλη αχαϊκής φρουράς, είχε δραματικές συνέπειες για τους Mαντινείς: το 223 π.X. ο Mακεδόνας βασιλιάς Aντίγονος ο Γ' μαζί με τους αχαιούς συμμάχους του κατέλαβαν την πόλη, θανάτωσαν τους επιφανέστερους μαντινείς, εξανδραπόδισαν άλλους και λεηλάτησαν τη Μαντίνεια. Tο 221 π.X. πραγματοποιείται εκ νέου εποικισμός της πόλης, η οποία ονομάζεται πλέον Aντιγόνεια, προβάλλοντας κατά ειρωνικό τρόπο ως οικιστή της πόλης το Mακεδόνα βασιλιά Aντίγονο. Tο όνομα Aντιγόνεια διατηρήθηκε για την πόλη έως τις πρώτες δεκαετίες του 2ου μεταχριστιανικού αιώνα, όταν ο αυτοκράτορας Aδριανός την επισκέφτηκε και επανέφερε το αρχικό όνομά της. O Pωμαίος αυτοκράτορας εγκαθίδρυσε στη Mαντίνεια λατρεία προς τιμήν του νεκρού ευνοούμενου του Aντινόου, του οποίου η γενέθλια γη, το Bιθύνιο της Mικράς Aσίας, θεωρείτο αποικία Μαντινέων της Aρκαδίας.
Τα Μνημεία του Χώρου:
1. Ο Ναός της Ήρας
Στο χώρο της αγοράς της αρχαίας Μαντινείας, σε μικρή απόσταση ανατολικά της νότιας παρόδου του θεάτρου, σώζονται τα θεμέλια αρχαίου ναού, που έχει ταυτισθεί με το ναό της Ήρας. Η ταύτιση αυτή βασίσθηκε στη μαρτυρία του Παυσανία, ότι ο ναός βρισκόταν πλησίον του θεάτρου, μέσα στην αγορά, κέντρο της δημόσιας ζωής της Μαντινείας, που ήταν πλούσια διακοσμημένη με ναούς, ιερά, ηρώα και έργα τέχνης, τα οποία εντυπωσίασαν τον περιηγητή. Οι παλαιές ανασκαφές του χώρου δεν κατόρθωσαν να διαφωτίσουν επαρκώς τον κάτοχο θεό του συγκεκριμένου ναού, ωστόσο, η παλαιά υπόθεση για ταύτισή του με το Ηραίο της Μαντινείας παραμένει ελκυστική, έως ότου η αρχαιολογική σκαπάνη διαφωτίσει περισσότερο τη λατρευόμενη εκεί θεότητα. Παρ' όλα αυτά, το μνημείο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την ιστορική εξέλιξη του χώρου της αγοράς, αφού φαίνεται ότι, παρά τις νεότερες επεμβάσεις που έχει ενδεχομένως δεχθεί, η πρώτη φάση οικοδόμησής του ανάγεται σε περίοδο παλαιότερη της επανίδρυσης της πόλης κατά τον 4ο αι. π.X.
Πρόκειται για ναό απλής αρχιτεκτονικής μορφής, με διαστάσεις 16,2 x 9 μ. Ανήκει στον τύπο του δίστυλου πρόστυλου εν παραστάσι, με δύο δηλαδή κίονες μεταξύ των παραστάδων της πρόσοψης, που βρισκόταν στην ανατολική στενή πλευρά. Το οικοδόμημα δεν διέθετε οπισθόδομο, γεγονός που συνηγορεί υπέρ της παλαιότητας της χρονολόγησής του. Σύμφωνα με την περιγραφή του Παυσανία, το Hραίο στην αγορά της Μαντινείας στέγαζε το λατρευτικό άγαλμα της θεάς, η οποία παριστανόταν καθιστή σε θρόνο και περιβαλλόταν από την κόρη της, Ήβη, και την Αθηνά. Ως δημιουργό του συντάγματος αυτού, ο περιηγητής μνημονεύει το σημαντικότερο γλύπτη του 4ου αι. π.Χ., τον Πραξιτέλη. Η διάδοση της λατρείας της Ήρας στην Αρκαδία παραμένει περιορισμένη και εντοπίζεται σε περιοχές κοντά στα δυτικά και ανατολικά όρια της αρκαδικής γης, όπου οι επιρροές και επιδράσεις από τα μεγάλα κέντρα λατρείας της θεάς στην Ολυμπία και στην Αργολίδα ήταν στενότερες. Ειδικότερα, η παρουσία της Ήβης, που μαρτυρείται σε όλη την Αρκαδία μόνο στην περίπτωση του Ηραίου της Μαντινείας, φέρνει στο νου το Άργος, όπου μητέρα και κόρη τιμώνται δίπλα-δίπλα. Η εμφάνιση της Αθηνάς στο σύνταγμα του Πραξιτέλη υπομνηματίζει τη στενή σχέση της θεάς με την αρκαδική γη. Ο ναός ανασκάφηκε το 19ο αιώνα από τους Γάλλους, οι οποίοι και πρότειναν την ταύτισή του με το ναό της Ήρας.
Πρόκειται για ναό απλής αρχιτεκτονικής μορφής, με διαστάσεις 16,2 x 9 μ. Ανήκει στον τύπο του δίστυλου πρόστυλου εν παραστάσι, με δύο δηλαδή κίονες μεταξύ των παραστάδων της πρόσοψης, που βρισκόταν στην ανατολική στενή πλευρά. Το οικοδόμημα δεν διέθετε οπισθόδομο, γεγονός που συνηγορεί υπέρ της παλαιότητας της χρονολόγησής του. Σύμφωνα με την περιγραφή του Παυσανία, το Hραίο στην αγορά της Μαντινείας στέγαζε το λατρευτικό άγαλμα της θεάς, η οποία παριστανόταν καθιστή σε θρόνο και περιβαλλόταν από την κόρη της, Ήβη, και την Αθηνά. Ως δημιουργό του συντάγματος αυτού, ο περιηγητής μνημονεύει το σημαντικότερο γλύπτη του 4ου αι. π.Χ., τον Πραξιτέλη. Η διάδοση της λατρείας της Ήρας στην Αρκαδία παραμένει περιορισμένη και εντοπίζεται σε περιοχές κοντά στα δυτικά και ανατολικά όρια της αρκαδικής γης, όπου οι επιρροές και επιδράσεις από τα μεγάλα κέντρα λατρείας της θεάς στην Ολυμπία και στην Αργολίδα ήταν στενότερες. Ειδικότερα, η παρουσία της Ήβης, που μαρτυρείται σε όλη την Αρκαδία μόνο στην περίπτωση του Ηραίου της Μαντινείας, φέρνει στο νου το Άργος, όπου μητέρα και κόρη τιμώνται δίπλα-δίπλα. Η εμφάνιση της Αθηνάς στο σύνταγμα του Πραξιτέλη υπομνηματίζει τη στενή σχέση της θεάς με την αρκαδική γη. Ο ναός ανασκάφηκε το 19ο αιώνα από τους Γάλλους, οι οποίοι και πρότειναν την ταύτισή του με το ναό της Ήρας.
2. Το Αρχαίο Θέατρο
Το θέατρο της Μαντινείας βρίσκεται στο χώρο της αγοράς, στην περιοχή, δηλαδή, όπου συγκεντρώνονταν οι πολιτικές, θρησκευτικές, πολιτιστικές και κοινωνικές δραστηριότητες της αρχαίας πόλης. Το θέατρο ορίζει το δυτικό άκρο της αγοράς, στη νοτιοδυτική γωνία του σώζονται τα ερείπια του ναού της Ήρας και ακόμη νοτιότερα, ενός δεύτερου ναού, που ίσως ήταν του Δία Σωτήρα. Οι γνώσεις μας για το μνημείο βασίζονται στις γαλλικές ανασκαφές του 19ου αιώνα, που έφεραν στο φως τη σκηνή, την ορχήστρα και μερικά από τα χαμηλότερα εδώλια του κοίλου. Η έλλειψη συστηματικής ανασκαφικής έρευνας και μελέτης του μνημείου εμποδίζουν προς το παρόν την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για τη χρονολόγησή του. Σύμφωνα, όμως, με τις ενδείξεις, η ανέγερση της πρώτης οικοδομικής φάσης του πρέπει να συσχετισθεί με την επανίδρυση της πόλης μετά το 370 π.Χ., ενώ την τελική μορφή του πήρε κατά την αυτοκρατορική περίοδο.
Πρόκειται για μικρό, σχετικά, θέατρο, του οποίου η χωρητικότητα υπολογίζεται σε 6.200 θεατές. Το κοίλο με τις θέσεις των θεατών εδράζεται σε τεχνητή επίχωση πάνω στο φυσικό επίπεδο έδαφος, η οποία συγκρατείται από ισχυρό ανάλημμα ημικυκλικού σχήματος και διαμέτρου 66,3 μ. Η εξωτερική παρειά του ισχυρού αυτού αναλήμματος είναι κτισμένη από λιθοπλίνθους κατά το πολυγωνικό σύστημα, τεχνικό στοιχείο που θα επέτρεπε να τοποθετήσουμε χρονικά την ίδρυση του μνημείου το νωρίτερο στον 4ο αι. π.Χ. Το ανάλημμα του κοίλου ήταν προσιτό από έξω, αφού σώζονται σε αυτό κλίμακες ανόδου, που επέτρεπαν την είσοδο των θεατών απευθείας στο άνω διάζωμα. Υπολογίζεται ότι το κοίλο διέθετε στην τελική μορφή του 32 σειρές εδωλίων. Σήμερα σώζονται μόνο οι κατώτερες σειρές, οι οποίες χωρίζονται, με οκτώ κλίμακες, σε οκτώ κερκίδες. Για την κατασκευή των καθισμάτων των θεατών χρησιμοποιήθηκε ντόπιος ασβεστόλιθος αλλά και λευκό μάρμαρο. Η ορχήστρα, που προοριζόταν για τα δρώμενα, αποτελεί τμήμα κύκλου και έχει ακτίνα 10,85 μ. Πίσω από την ορχήστρα και ανατολικά του κοίλου έχουν έλθει στο φως αρχιτεκτονικά λείψανα της σκηνής του μνημείου. Το θέατρο αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές που διενήργησε στη Μαντινεία η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή το 19ο αιώνα.
3. O Αρχαίος Nαός στο Γκορτσούλι
Στη δυτική πλαγιά του λόφου Γκορτσούλι, στην περιοχή της αρχαίας Μαντινείας, σώζεται ναός αρχαϊκών χρόνων, η αποκάλυψη του οποίου διαφωτίζει σημαντικά τις γνώσεις μας για την ιστορία της Μαντινείας πριν από τον 5ο αι. π.Χ. Ο λόφος Γκορτσούλι ταυτίζεται από τη σύγχρονη έρευνα με την αναφερόμενη από τον Παυσανία Πτόλιν, την προϊστορική, δηλαδή, ακρόπολη της Μαντινείας. Κατά την αρχαϊκή περίοδο η Πτόλις αναδείχθηκε σε κεντρικό ιερό τόπο των Μαντινέων, οι οποίοι ακόμα κατοικούσαν σε κώμες στην πεδιάδα που περιέβαλε το λόφο. Τα κινητά ευρήματα από ανασκαφές και διερευνητικές τομές στο λόφο υποδεικνύουν κατοίκηση του χώρου ήδη από την προϊστορική εποχή χωρίς, όμως, να έχουν μέχρι σήμερα εντοπισθεί ίχνη οικοδομημάτων. Η συστηματική έρευνα του ναού έδειξε, ότι στο χώρο υπήρχε υπαίθρια λατρεία, χωρίς διακοπή από το τέλος του 8ου αι. π.Χ. έως τον 6ο αι. π.Χ. Απόπειρες για ίδρυση του πρώτου λατρευτικού οικοδομήματος στο χώρο ξεκίνησαν πιθανόν στο β΄ μισό του 7ου αιώνα, αλλά οι οικοδομικές εργασίες διεκόπησαν, αφού το δυτικό θεμέλιο υποχώρησε και κατέρρευσε λόγω της απότομης κλίσης που παρουσιάζει η συγκεκριμένη θέση. Ο νεότερος ναός ιδρύθηκε κατά το γ΄ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ., κοντά στον πρώτο αλλά σε απόσταση 0,70 μ. ανατολικότερα και λειτούργησε έως τον 3ο αι. π.Χ.
Σε γενικές γραμμές τα δύο κτήρια παρουσιάζουν στενές ομοιότητες, ανήκουν στην κατηγορία των αρχαϊκών «οίκων» και διακρίνονται για τη χαρακτηριστική επιμήκυνση του άξονα Β-Ν. Η είσοδος και των δύο βρίσκεται στη νότια στενή πλευρά. Ο αρχαιότερος ναός χωρίζεται, όπως και ο νεότερος, σε πρόδομο, σηκό και άδυτο και έχει εσωτερικές διαστάσεις περίπου 14,60 x 4,65 μ. Για την ανέγερση του νεότερου ναού, εσωτερικών διαστάσεων 14,25 x 4,70 μ., χρησιμοποιήθηκε εν μέρει το θεμέλιο του πρώτου. Τα κατώτερα τμήματα και των δύο κτηρίων κατασκευάσθηκαν από στρώσεις ανεπεξέργαστων πλακών του τοπικού ασβεστολιθικού πετρώματος χωρίς συνδετικό υλικό, ενώ η ανωδομή ήταν πιθανότατα πλίνθινη. Οι τοίχοι του δεύτερου ναού διατηρήθηκαν σε ορισμένα σημεία έως το ύψος των 0,80 μ.
Στο εσωτερικό του ναού βρέθηκαν ενδιαφέροντα αφιερώματα. Τη σημαντικότερη ομάδα απαρτίζουν πήλινα ειδώλια αποκλειστικά γυναικείων μορφών, που παρουσιάζουν εντυπωσιακή ποικιλία τύπων. Χρονολογούνται από τον 7ο έως τον πρώιμο 5ο αι. π.Χ. και υποδηλώνουν ότι στο χώρο λατρευόταν η Άρτεμις με την ιδιότητα της προστάτριας της βλάστησης και κουροτρόφου. Μεταξύ των ειδωλίων, ξεχωρίζουν επιβλητικές πεπλοφόροι σημαντικού ύψους, ένας τύπος που πρωτοεμφανίζεται στο ιερό της δυτικής πλαγιάς. Από τα υπόλοιπα ευρήματα της ανασκαφής αξίζει να μνημονευθεί ένα μοναδικό σε όγκο και διατήρηση σύνολο από σιδερένιες περόνες, που επαναλαμβάνουν ως προς την τυπολογία τις χάλκινες περόνες, που βρέθηκαν επίσης σε αφθονία στο ναό. Χαρακτηριστικά δείγματα από τα αφιερώματα αυτά εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Τρίπολης. Ο ναός αποκαλύφθηκε σε σωστική ανασκαφή, που πραγματοποίησε το 1962.
4. To Τείχος
Τα καλοδιατηρημένα και εντυπωσιακά κατάλοιπα του τείχους της Μαντινείας κίνησαν το ενδιαφέρον ευρωπαίων περιηγητών ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα. Το τείχος παρουσιάζει ελλειψοειδή κάτοψη και δεσπόζει σα δακτυλίδι στο μαντινικό κάμπο, περιβάλλοντας και οριοθετώντας την αρχαία πόλη. Η κατασκευή του οχυρωματικού περιβόλου, με τη μορφή που σώζεται έως σήμερα, τοποθετείται χρονικά αμέσως μετά τη μάχη των Λεύκτρων, το 371 π.Χ., όταν οι Μαντινείς, με την προτροπή και πρωτοβουλία του Επαμεινώνδα, κλήθηκαν να συνοικίσουν εκ νέου την πόλη τους.
Οχυρωματικό τείχος διέθετε η Μαντίνεια τουλάχιστον από τον πρώιμο 5ο αι., το οποίο καταστράφηκε από το βασιλιά της Σπάρτης, Αγησίπολη το έτος 385 π.Χ., με τον εξής τρόπο: έφραξε τον ποταμό Όφι, που διέσχιζε από το ένα άκρο στο άλλο τη Μαντίνεια, με αποτέλεσμα να πλημμυρίσει η πόλη, να βραχεί το πλίνθινο εποικοδόμημα του τείχους και να καταρρεύσει. Το πάθημα αυτό έγινε μάθημα για τους Μαντινείς, οι οποίοι στην ανοικοδόμηση του τείχους μετά το 370, έσκαψαν ολόγυρα απέξω βαθιά τάφρο, όπου διοχέτευσαν το νερό του Όφεως ποταμού, ο οποίος, πλησιάζοντας στην πόλη, διχάζονταν σε δύο βραχίονες, περιέβαλλε απέξω την πόλη και ενώνονταν στην άλλη άκρη σε μία πάλι κοίτη.
Η περίμετρος του νεώτερου τείχους της Μαντινείας έχει συνολικό μήκος που ανέρχεται σε 3942 μ. Το κατώτερο τμήμα του, πάχους 4.20 μ., είναι λίθινο και σώζεται σε ύψος ενός μέτρου περίπου, πλησιάζοντας σε ορισμένα σημεία τα 2 μέτρα, ενώ το εποικοδόμημα, που δεν διατηρείται πλέον, ήταν πλίνθινο. Το τείχος ενισχυόταν εξωτερικά με πύργους, οι οποίοι αποτελούν το σήμα κατατεθέν της πόλης από την εποχή των πρώτων περιηγητών και απεικονίζονται σε όλα τα επιστημονικά εγχειρίδια για την οχυρωματική τέχνη κατά την αρχαιότητα. Ο ακριβής αριθμός των πύργων αποτέλεσε ανέκαθεν σημείο αντιπαράθεσης μεταξύ των ερευνητών και μπορεί να προσδιοριστεί μόνο μέσω συστηματικών ανασκαφικών καθαρισμών. Σύμφωνα με τους γάλλους ανασκαφείς, οι πύργοι ανέρχονται συνολικά σε 122 και απαντώνται σε διαστήματα που κυμαίνονται από 25 - 30 μέτρα. Όλοι οι πύργοι είναι ορθογώνιας κάτοψης, με εξαίρεση ορισμένους που προστατεύουν τις πύλες του τείχους, οι οποίοι είναι ημικυκλικοί. Από τις 8 τουλάχιστον πύλες που διέθετε το τείχος ξεκινούσαν δρόμοι που οδηγούσαν, μεταξύ άλλων, στις σημαντικότερες αρκαδικές πόλεις της εποχής, όπως το Παλλάντιο, την Τεγέα, το Μεθύδριο, τον Κλείτορα και τον Ορχομενό. Η ενίσχυση των πυλών αυτών με πύργους προσέδιδε στο σύνολο μνημειακό χαρακτήρα.
Εκτεθειμένοι σε κάθε είδους εξωτερική απειλή, λόγω της γεωγραφικής θέσης της πόλης τους και έχοντας διδαχθεί από παθήματα του παρελθόντος, οι Μαντινείς έχτισαν μέσα στον πρώιμο 4ο αι. έναν ισχυρό οχυρωματικό περίβολο, ο οποίος αποτελεί έργο σταθμό για την εξέλιξη της αμυντικής τέχνης στον ελλαδικό χώρο κατά την κλασική εποχή.
Δημοσίευση σχολίου