«Ήμουν έξι χρονών το 1964 όταν το πλοίο πλεύρισε την προβλήτα στο Station Pier της Μελβούρνης και οι γονείς μου έδειχναν και χαιρετούσαν από το πλοίο κάτω στο πλήθος τον θείο μου, Ανδρέα Ανδριανόπουλο, ο οποίος μάς πετούσε καθώς κατεβαίναμε σοκολάτες και καραμέλες. ΄Ήρθε και μάς πήρε με το μαύρο του αυτοκίνητο, μια λιμουζίνα Holden 1963, την οποία ονόμαζε ο ίδιος Ριρίκα» είχε πει ο ίδιος
Θανέειν πέπρωται άπασι (είναι η μοίρα των ζώντων να εγκαταλείπουν τα γήινα), ωστόσο είναι δυσβάστακτος ο πόνος και ο θρήνος που αφήνει πίσω του ο μεταστάς. Μνήμες από μια ολόκληρη ζωή, αναμνήσεις που συνόδευσαν συγγενείς και φίλους, θύμησες που μοιράστηκαν με τον αποθανόντα οι γύρω του, στιγμές αγαλλίασης και ευτυχίας που έζησαν, αλλά και πόνου που μοιράστηκαν, όλα αυτά συνθέτουν το περιεχόμενο του χαμού του δικού μας ανθρώπου.
Ο Θάνατος δίδυμος αδελφός του Ύπνου είναι σύμφωνα με τους αρχαίους παππούδες μας. Ο θάνατος είναι αναπόφευκτος της φθαρτής υπόστασης του ανθρώπου, είναι και η καταξίωση μιας ζωής έντιμης, μιας ζωής με προσφορά. Έφτασαν οι πρόγονοί μας μάλιστα να εξισώσουν τη ζωή με τον θάνατο (ουδέν τον θάνατον διαφέρειν του ζην), να διακρίνουν στον θάνατο την αιώνια ζωή, ενώ ο Χριστιανισμός, νικώντας τον θάνατο, πρόβαλε για τους νεκρούς ζωή ατελεύτητη, ατέλειωτη, αιωνία.
‘Όλοι μας, αναγνωρίζουμε ότι ήρθαμε στη ζωή αυτή για να πεθάνουμε, γεννηθήκαμε για να πλησιάζουμε καθημερινά τον θάνατο, γεννηθήκαμε για να χορεύουμε αγκαλιασμένοι καθημερινά με τον θάνατο, που αποτελεί το τέλος αλλά και την αρχή της ζωής. Ο Μεγάλος Φιλέλληνας Ρωμαίος σοφός και Φιλέλληνας, Μάρκος Αυρήλιος, έλεγε στα ελληνικά ότι ό,τι πεθαίνει δεν χάνεται, αλλά μένει μέσα στη φύση.
Η απροσδόκητη εκδημία από τη ζωή, την πρόσκαιρη, την προσωρινή ζωή του αγαπητού μας συνέλληνα και όμαιμου Αρκά, Κωνσταντίνο Φωτίου Ανδριανόπουλου, μάς συντάραξε, αν και όλοι μας γνωρίζαμε τα παραπάνω, ότι δηλαδή ότι όλοι είμαστε μελλοθάνατοι, απλά δεν γνωρίζουμε την ημέρα της εκτέλεσης. Απλά, ταραχτήκαμε διότι ο Κώστας Ανδριανόπουλος ήταν νέος, δημιουργικός, ενεργητικός, δραστήριος και οραματικός διαχειριστής της εταιρείας PENTACO (Πέντε Γωνίες) που ίδρυσε με τα αδέλφια του, με την φροντίδα πάντα του πατρικού του θείου, Ανδρέα Ανδριανόπουλου. Πονέσαμε, γιατί η απώλειά του έχει τραγικό πρόσημο. Ο Κώστας ήταν χρήσιμο κύτταρο του Ελληνισμού της Αυστραλίας, συμμετείχε και προσέφερε αδήλως, με τρόπο που τον κρατούσε στα παρασκήνια, αλλά νευραλγικό και αποτελεσματικό, με αγάπη και πίστη στον ρόλο του Ελληνισμού στην Αυστραλία. Δεινός οικογενειάρχης, αγαπητός πατέρας και σύζυγος, σεβαστός από τα αδέλφια του, αφού του ανέθεσαν τη διοίκηση της επιχείρησης, αν και ο νεότερος από όλους τους. Στήριξε την αγαθοεργία, την αλληλεγγύη, υποστήριξε την έρευνα και τις δημοσιεύσεις, βρέθηκε δίπλα σε άτομα που υπηρετούσαν το σύνολο του Ελληνισμού.
Ο Κωνσταντίνος Ανδριανόπουλος γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου 1958 στο Πικέρνι της Αρκαδίας, όπου και πρόλαβε να φοιτήσει μερικές τάξεις στο δημοτικό σχολείο του χωριού του. Ήταν ακόμη μικρό παιδί όταν η οικογένειά του, με αρχηγέτη τον Φώτη Ανδριανόπουλο, τη μητέρα του, τα αδέλφια του μετανάστευσαν στη Μελβούρνη, ύστερα από πρόσκληση του θείου τους, Ανδρέα και της θείας τους, Σοφίας. Γράφτηκε στο Fitzroy North Primary School μαζί με τον πατρικό του εξάδελφο, Γεώργιο, και εκεί πρωτογνώρισε τη ζωή της Αυστραλίας. Στη συνέχεια φοίτησε σε τρία σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και σπούδασε κτηματομεσιτική και ηλεκτρονικές επιστήμες στο Collingwood Technical College.
Πριν μερικά χρόνια, ο ενεργητικός αυτός άνθρωπος, που δεν πρόλαβε να γεράσει, μου περιέγραψε την έξοδό τους από το Πικέρνι και τα πρώτα χρόνια τους στην Αυστραλία. Ας τον παρακολουθήσουμε, μοιραζόμενοι τις μνήμες μιας ζωής, στην οποία ο καθένας μπορεί να βρει κοινά σημεία.
“Θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια Δεν υπήρχε άφθονη τροφή τις ημέρες εκείνες και είμασταν σχεδόν ξυπόλητοι. Οι γονείς μας ξενοδούλευαν σε ξένα χωράφια και περιούσιες, άνοιγαν λαγούμια και πηγάδια. ΄Έπαιρνα μικρός τα αυγά από το κοτέτσι και τα πήγαινα στον μπακάλικο του χωριού για να πάρω μια φέτα χαλβά και καραμέλες. Το 1964 εγκαταλείψαμε το χωριό. Πάνω στο πλοίο για την Αυστραλία είχαμε πολλή τροφή και πάμπολλες μπανάνες. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έβλεπα και γευόμουνα μπανάνες! Ήμουν έξι χρονών όταν το πλοίο πλεύρισε την προβλήτα στο Station Pier και οι γονείς μου έδειχναν και χαιρετούσαν από το πλοίο κάτω στο πλήθος τον θείο μου, Ανδρέα Ανδριανόπουλο, ο οποίος μάς πετούσε καθώς κατεβαίναμε σοκολάτες και καραμέλες. ΄Ήρθε και μάς πήρε με το μαύρο του αυτοκίνητο, μια λιμουζίνα Holden 1963, την οποία ονόμαζε ο ίδιος Ριρίκα και με ένα άλλο αυτοκίνητο που οδηγούσαν δύο φίλοι του. Μάς πήρε ο Θείος και η θεία μου στο μικρό τους σπίτι στο Φίτζροϋ, όπου και ζήσαμε μαζί με τα ξαδέλφια μου, για έναν χρόνο όλοι μαζί, μέχρι που ο θείος μου, μάς βρήκε δικό μας σπίτι στο Νόρθκοτ. Τα υπόλοιπα αδέλφια μου και ο πατέρας μου άρχισαν αμέσως να εργάζονται, εγώ μόλις τελείωσα το δημοτικό άρχισα το Γυμνάσιο. Το 1980, όλα τα αδέλφια μου αγοράσαμε το πρώτο πρατήριο βενζίνης, ύστερα από προτροπή του θείου μας, Ανδρέα. Ήταν ένα παλιό, σχεδόν ερειπωμένο πρατήριο της FINA, χωρίς σκέπασμα. Το ανακαινίσαμε, αλλάξαμε τις αντλίες, το ευπρεπίσαμε, και αρχίσαμε να δραστηριοποιούμαστε στα βενζινάδικα. Το 1981 όλοι μας οι τέσσερις αδελφοί και η αδελφή μας Κατερίνα ιδρύσαμε την εταιρεία Pentaco κι ο πατέρας μας, Φώτης, φρόντισε να μάς εμφυσήσει μεγάλη αγάπη μεταξύ μας, ώστε ενωμένοι να πετύχουμε στις επιχειρήσεις μας, αλλά και ενωμένοι να κρατήσουμε τις οικογένειες και τα παιδιά μας”.
Πράγματι, οι πέντε γωνίες παρέμεινα άρρηκτα δεμένες και ενωμένες, μέχρι και πριν λίγες ημέρες, όταν ο Κωνσταντίνος, ο νεότερος αδελφός, το στερνοπαίδι της οικογένειας, έφυγε πρώτος, εντελώς απρόσμενα. Απρόσμενα για εμάς, τους θνητούς ανθρώπους, τους συγγενείς και φίλους του. Όχι απρόσμενα όμως για οποιοδήποτε θνητό, αφού όλοι ήρθαμε για να φύγουμε.
Τον Κωνσταντίνο Ανδριανόπουλος θα τον θυμάμαι ως ένα καλόγνωμο, πάντα συνετό, λιγομίλητο, χαμογελαστό ώριμο άντρα, από τα χείλη του οποίου πάντα ξέφευγε ένα αινιγματικό χαμόγελο, που άλλοτε έδειχνε καρτερική υπομονή, άλλοτε φανέρωνε συναίνεση και ορισμένες φορές, έδειχνε τη ματαιότητα μιας ζωής που ουδείς είναι σε θέση να διαχειρίζεται για πάντα. Θα τον θυμόμαστε και θα τον κρατούμε στην καρδιά μας, με όσα μάς χάρισε όσο ζούσε, για να είναι η μνήμη του… πολύβια.
Αναστάσιος Τάμης
neoskosmos.com
Δημοσίευση σχολίου