Είναι οι υποδομές και οι υπηρεσίες που παρέχουν τα ελληνικά χιονοδρομικά αντίστοιχες με το κόστος που δαπανάται;
Μπορεί να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον ήλιο, τη θάλασσα και το καλοκαίρι, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν παρέχει τη δυνατότητα και για χειμερινά σπορ. Ωστόσο, με τη βαρύτητα να έχει πέσει στον θερινό τουρισμό, τα ελληνικά χιονοδρομικά κέντρα προσφέρουν μεν μια αξιόλογη εμπειρία, αλλά υπάρχει ακόμα δρόμος για να αναδειχθούν σε ανταγωνιστικό χειμερινό προορισμό – πόσο μάλλον όταν μιλάμε για αθλητές υψηλού επιπέδου.
Και μπορεί η περσινή χρονιά να θεωρείται ίσως η κορυφαία των τελευταίων δεκαετιών, καθώς από τον Δεκέμβριο τα βουνά ήταν χιονισμένα και ο κορωνοϊός έκανε πιο εύκολο ένα ταξίδι στο εσωτερικό, φέτος όμως, η χρονιά φαίνεται ότι θα είναι πιο δύσκολη λόγω της καλοκαιρίας και κυρίως της ακρίβειας.
Αύξηση τιμών σε όλα τα χιονοδρομικά
Σε αυτό το πλαίσιο, το κόστος μιας εξόρμησης σε χιονοδρομικό κέντρο είναι το πρώτο πράγμα που θα αναλογιστεί ο εν δυνάμει επισκέπτης.
Όπως αναφέρει στην «Κ» o Αλέξανδρος Νουλίκας, μέλος της Ένωσης Χιονοδρομικών Κέντρων Ελλάδας, η ενεργειακή κρίση έχει φέρει αυξημένα λειτουργικά κόστη σε όλα τα χιονοδρομικά της χώρας μας – κόστη που αναμένεται να μετακυλιστούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο και στους επισκέπτες.
Επιλέγοντας κάθε χιονοδρομικό κέντρο, μπορείτε να δείτε τις τιμές για ημερήσια κάρτα για σκι για ενήλικα, καθώς και για την ενοικίαση σκι ή snowboard (χωρίς τον λοιπό εξοπλισμό ένδυσης). Ανάλυση δεδομένων: Παύλος Μεθόδιος.
Η σύγκριση με το εξωτερικό
Το πόσο ακριβό είναι ένα χιονοδρομικό εξαρτάται από δύο παράγοντες: πόσες πίστες και κυρίως πόσους αναβατήρες διαθέτει. Eπίσης, είναι «νόμος» ότι οι τιμές διαφέρουν τα Σαββατοκύριακα και την υψηλή περίοδο.
Όπως και να το κάνουμε, λόγω γεωμορφολογίας, στην Ελλάδα έχουμε κάτω από 20 λειτουργικά χιονοδρομικά κέντρα με μικρές, συνήθως εύκολες πίστες, όταν σε χώρες όπως η Αυστρία, η Ιταλία, η Γαλλία και η Ελβετία υπάρχουν εκατοντάδες χιονοδρομικά.
Aναντίρρητα, η γειτονική Βουλγαρία είναι ένας εξαιρετικά ανταγωνιστικός προορισμός. Mε 46 ευρώ ημερήσια κάρτα την υψηλή περίοδο, το Μπάνσκο μπορεί να έχει λιγότερα lift από τον Παρνασσό (14 έναντι 17), αλλά οι πίστες του απλώνονται σε 75 χιλιόμετρα (έναντι περίπου 36 σε Φτερόλακκα και Κελάρια) και φτάνουν μέσα στο χωριό, ενώ υπάρχουν διαθέσιμα δελεαστικά πακέτα διακοπών.
Γενικότερα, τα Βαλκάνια έχουν το πάνω χέρι όσον αφορά στη σχέση παροχών-τιμής. Στο μεγαλύτερο χιονοδρομικό κέντρο της Σερβίας, το Κοπαόνικ, η ημερήσια κάρτα κυμαίνεται στα 31-33 ευρώ, ενώ στα δύο χιονοδρομικά στο Κόλασιν του Μαυροβουνίου οι τιμές ξεκινούν από 15 ευρώ. Κροατία και Αλβανία έχουν μικρότερα χιονοδρομικά, αλλά βρίσκονται σε μια διαδικασία ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια.
Και σε χώρες που θεωρούνται πιο ακριβές, υπάρχει πληθώρα επιλογών για όλα τα βαλάντια. Με λίγα ευρώ παραπάνω από την Ελλάδα, μπορεί κάποιος να πάρει μια γεύση από ιταλικές Άλπεις, στο Μοντολέ (από 42 ευρώ την υψηλή περίοδο), ή να γνωρίσει προορισμούς στη Γαλλία πέρα από τα πανάκριβο Κουρσεβέλ, όπως το Les 7 Laux (από 37 ευρώ για άτομα άνω των 30 ετών, με πολλές διαφορετικές προσφορές αν κλειστεί από το διαδίκτυο, ενώ συμπεριλαμβάνεται και μεταφορά με λεωφορείο).
Ακόμα και σε φαινομενικά απλησίαστους προορισμούς το αντίτιμο είναι ανάλογο των παροχών. Για παράδειγμα, σε ένα από τα πιο ακριβά χειμερινά θέρετρα της Ευρώπης, το Ζερμάτ της Ελβετίας, το ημερήσιο ski pass κοστίζει μεν 89,50 ευρώ, αλλά περιλαμβάνει μεταφορά με τρένο στο χιονοδρομικό, 200 χιλιόμετρα από πίστες και σύνδεση με τα δύο γειτονικά χιονοδρομικά της Σερβίνια και του Βαλτουρνάνς της Ιταλίας για... διασυνοριακό σκι.
Στην εξίσωση, βέβαια, μπαίνει και το ζήτημα των αεροπορικών εισιτηρίων, της διαμονής και των εκεί εξόδων. Βέβαια, σε πολλά χιονοδρομικά της Ευρώπης - ακόμα και τα ακριβά ή τα μεγάλα - μπορεί κάποιος να βρει οικονομικά καταλύματα και φθηνότερη εστίαση σε σχέση με την Ελλάδα.
Γνώστες του θέματος εξηγούν ότι «κλειδί» είναι η έγκαιρη κράτηση των εισιτηρίων αρκετούς μήνες πριν, ενώ κοινό μυστικό είναι ότι ακριβώς δίπλα σε πασίγνωστα χειμερινά θέρετρα υπάρχουν πολύ πιο οικονομικά χωριά και χιονοδρομικά με ίδιας ποιότητας παροχές.
Σε κάθε περίπτωση, η ενδελεχής αναζήτηση και το «κυνήγι» προσφορών είναι απαραίτητα. Και, όπως φαίνεται, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό ισχύει σε μεγάλο βαθμό το δόγμα «ό,τι πληρώνεις παίρνεις».
Είναι οι παροχές αντίστοιχες με αυτό που πληρώνουμε;
Υπό αυτό το πρίσμα, στη χώρα μας οι τιμές μπορεί αντικειμενικά να είναι ελαφρώς καλύτερες σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά ανάλογες είναι και οι παροχές και οι υποδομές.
Πίστες που φτάνουν συνολικά τα 20 με 40 χιλιόμετρα (όταν στην Ευρώπη έχουμε συνολικό μήκος πιστών από 100 μέχρι και 1.200 χλμ.), παλαιά μηχανήματα, απουσία εξειδικευμένου προσωπικού και ελλιπής καθαρισμός των δρόμων για το χιονοδρομικό είναι μόνο μερικά από τα θέματα που βάζουν στο τραπέζι λάτρεις των χειμερινών σπορ.
«Το μέγεθος των πιστών δεν είναι μόνο θέμα γεωμορφολογίας. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των χιονοδρομικών είναι πολύπλοκο. Επίσης, όταν υπάρχουν γραφειοκρατικά θέματα όπου εμπλέκονται και άλλοι φορείς, όπως περιβαλλοντικές άδειες και όρια δρυμών, δεν θα δούμε ποτέ συνένωση χιονοδρομικών ή το χιονοδρομικό να τελειώνει μέσα στο χωριό όπως στο εξωτερικό», σημειώνει ο Γιώργος Καλογερόπουλος, λάτρης των χειμερινών σπορ ο οποίος έχει βρεθεί σε πολλούς χειμερινούς προορισμούς.
Ο ίδιος θέτει και άλλα ζητήματα, όπως αυτό της υποστελέχωσης του προσωπικού, των διαφορετικών δικαιοδοσιών που εμπλέκονται και επηρεάζουν τη λειτουργία των χιονοδρομικών (δήμοι, περιφέρειες, ορειβατικοί σύλλογοι, υπουργεία, ΕΟΤ, ιδιώτες, η Εκκλησία) και της έλλειψης των - ακριβών - μηχανημάτων ρατράκ που «πατάνε» το χιόνι. Πολλές φορές, όπως λέει, υπάρχει μόνο ένα τέτοιο μηχάνημα που το μοιράζονται πολυάριθμα χιονοδρομικά.
Ειδικά για τον τρόπο λειτουργίας, τα παράπονα είναι πολλά από τόπο σε τόπο. Είτε λόγω έλλειψης πόρων, είτε λόγω ελλιπούς συντήρησης, είτε απλά λόγω αδιαφορίας, αρκετά είναι τα χιονοδρομικά που δεν λειτουργούν στο πλήρες των δυνατοτήτων τους. Για παράδειγμα, στο Φαλακρό δεν «πέρασε» ο έλεγχος συντήρησης και θα λειτουργεί μόνο το κάτω μέρος του βουνού. Στη Βασιλίτσα, η οποία σε πρόσφατη έρευνα της πλατφόρμας Holidu αναδείχθηκε το πιο οικονομικό χιονοδρομικό της Ευρώπης, οι υποδομές είναι παλαιές (αλλά καλά συντηρημένες) και δεν λειτουργούν πάντα όλα τα λιφτ.
Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα, ειδικά στη χώρα μας όπου ο καλός καιρός είναι... εχθρός, είναι η έλλειψη μηχανημάτων για τεχνητή χιόνωση. Κανόνια χιονιού διαθέτουν μόλις τρία χιονοδρομικά στη χώρα μας: το Καϊμακτσαλάν, τα 3-5 Πηγάδια και το Ανήλιο Μετσόβου. Από την άλλη, όπως εξηγεί ο πρόεδρος της Ένωσης Χιονοδρομικών Κέντρων Ελλάδας, για να δουλέψει αυτό το σύστημα χρειάζονται και κατάλληλες ατμοσφαιρικές συνθήκες, δηλαδή η θερμοκρασία να μην ξεπερνάει τους -2 βαθμούς Κελσίου.
Εχθρός και σύμμαχος ταυτόχρονα ο καλός καιρός
Η φετινή καλοκαιρία έχει προβληματίσει γενικότερα, καθώς βρισκόμαστε στις γιορτές και υπάρχει ελάχιστο χιόνι όχι μόνο στην Ελλάδα (μόνο το Καϊμακτσαλάν λειτούργησε μερικώς για μερικές μέρες), αλλά σε όλα τα Βαλκάνια.
Τα περισσότερα χιονοδρομικά κέντρα αναμένεται να λειτουργήσουν -καιρού θέλοντος- με το νέο έτος. Σίγουρα, πέρα από τα Σαββατοκύριακα, η κίνηση δεν θα είναι ίδια με την περίοδο των εορτών, όταν ο κόσμος συνήθως μπορεί να πάρει άδεια από τη δουλειά του.
Πάντως, όπως μας λένε άνθρωποι του χώρου, ο καιρός αποτελεί και σύμμαχο του χειμερινού τουρισμού στην Ελλάδα. Πέρα από την ομορφιά των ορεινών χωριών μας, ένα από τα «ατού» της Ελλάδας είναι ότι ακόμα και πάνω στο χιονοδρομικό οι θερμοκρασίες δεν πέφτουν ποτέ πολύ κάτω από το 0, ενώ οι επισκέπτες μπορούν να απολαμβάνουν το σκι υπό το φως του ελληνικού ήλιου.
πηγη Τελικά αξίζει το σκι στα ελληνικά χιονοδρομικά; | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (kathimerini.gr)
Δημοσίευση σχολίου