ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΘΙΜΟΥ
Βρισκόμαστε στον Μεσαίωνα... Ήταν τότε που η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε υποστείλει τους «Αετούς» της και η Γαληνότατη Αυτοκρατορία της Βενετίας και της Γένοβας, αν και κυρίαρχες πολλών παράκτιων περιοχών της Ελλάδας και νησιών, αδυνατούσαν να τις προφυλάξουν από τις επιθέσεις των πειρατών που λυμαίνονταν τα παράλια. Οι νησιώτες, εκτός των κατακτητών, είχαν να παλέψουν και με τη ληστοσυμμορία των Μπερμπερίνων Πειρατών που κατοικούσαν στα Βόρεια παράλια της Αφρικής. Έκαναν επιδρομές, έσφαζαν και λεηλατούσαν και, ακόμα χειρότερα, έπαιρναν αιχμάλωτους που τους πουλούσαν στα σκλαβοπάζαρα.
Στα Θυμιανά, για να αντιμετωπίσουν τις επιδρομές, όπως σε όλα τα μαστιχοχώρια, φρόντιζαν να χτίσουν τα σπίτια περιφερειακά κολλητά με μεσοτοιχία, ώστε να δημιουργούν ένα είδος κάστρου και με μικρά παράθυρα, για να λειτουργούν σε ώρα ανάγκης σαν πολεμίστρες. Οι τρεις πόρτες του χωριού το πρωί άνοιγαν και το βράδυ έκλειναν. Δυστυχώς, μετά τον σεισμό του 1881 ,το χωριό υπέστη καταστροφές και μόνο η περιοχή «Βότες» μαρτυρεί σήμερα το παρελθόν του.
Για να είναι ολοκληρωμένο το αμυντικό σύστημα, εκτός από τα κάστρα και τα καστροχώρια, έχτιζαν «Βίγλες», ψηλούς πύργους - παρατηρητήρια. Όλες οι Βίγλες είχαν οπτική επαφή μεταξύ τους. Μόλις εχθρικό πλεούμενο γινόταν αντιληπτό, οι φύλακες – βιγλάτορες, αν ήταν μέρα με κίνηση ρούχων (σάκων, παλτών, τσουβαλιών αλλά κυρίως καπνού) ή αν ήταν νύχτα, με το άναμμα φωτιάς, ειδοποιούσαν η μία βίγλα την άλλη και το νέο έφτανε γρήγορα στο χωριό.
Ήταν βράδυ Τυρινής Παρασκευής και, ενώ οι Θυμιανούσοι γλεντούσαν, έφτασε το νέο από τους άγρυπνους βιγλάτορες ότι πειρατικό πλοίο πλησιάζει την παραλία του Μέγα Λιμνιώνα. Οι Θυμιανούσοι ξεσηκώνονται και αποφασίζουν, αντί να κλειστούν στα τείχη, να αντιμετωπίσουν τους πειρατές. Άντρες και γυναίκες παίρνουν κυρίως εργαλεία της δουλειάς, λίγα κρυμμένα ξίφη και ό,τι άλλο μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ως όπλο και κατευθύνονται να στήσουν ενέδρα σ΄ένα στενό πέρασμα, τον Στένακα. Εκεί γίνεται φονική μάχη και οι Θυμιανούσοι κατατροπώνουν τους Πειρατές και τους ρίχνουν στη θάλασσα. Επιστρέφουν πανηγυρίζοντας στο χωριό, φωνάζοντας «Βρε, βρε, μωρή, μωρή» και, κρατώντας κλαδιά ελιάς, γλεντούν την νίκη τους. Οι αιχμάλωτοι κρεμάζονται - μοστράρονται για 3 μέρες στη κεντρική πλατεία του χωριού, το Λιβάδι, για να διαλαληθεί σ’ όλους η επιτυχία τους. Το γλέντι κράτησε τρεις μέρες. Η παράδοση λέει ότι από τότε δεν ξαναπάτησε το πόδι του Πειρατής!
ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΕΘΙΜΟΥ
Έκτοτε, κάθε χρόνο, ακόμα και σε δύσκολους καιρούς της ιστορίας μας, υπό την ευθύνη των αδελφάτων των Στενακούσων και των Χτιστάδων, από το 1955 με ευθύνη της Κοινότητας Θυμιανών και από το 1976 υπό την ευθύνη του Μ.Ε.Ο.Θ., την Τυρινή Παρασκευή «Ανεβάζουν τη Μόστρα» και την Τυρινή Κυριακή την «Κατεβάζουν». Η μάχη αναπαρίσταται με τα περίτεχνα βήματα του χορού «Ταλίμι», υπό τη συνοδεία παγιαυλιών και τουμπιών. Ανδρεία, παλικαριά και ομορφιά σε όλο της το μεγαλείο! Κλείνοντας χορεύουν τον επινίκιο χορό «Δετό», που σφραγίζει την ενότητα και την ομοψυχία των Θυμιανούσων. Τα συνάφια κρεμούν τα λάβαρά τους και τις ελληνικές σημαίες στα κάγκελα του Άη Στράτη κι έτσι κλείνει το παραδοσιακό κομμάτι της Μόστρας μας.
Η ΜΟΣΤΡΑ ΣΗΜΕΡΑ
Την Τυρινή Παρασκευή το βράδυ, το ανέβασμα της Μόστρας έχει χρώμα πιο Διονυσιακό. "Κουδουνάτοι" ντυμένοι με ποικιλόμορφα ρούχα και έχοντας καλυμμένο το πρόσωπο με μουτσούνες (μάσκες), για να κρύβουν την πραγματική τους ταυτότητα, κρατούν ξύλα, μπαστούνια, μαγκούρες για να χορέψουν το «Ταλίμι», όπως είθισται, και περιφέρονται ανάμεσα στον κόσμο με πειράγματα και αστεία. Έπειτα, ακολουθεί λαϊκό γλέντι στο Δημοτικό σχολείο Αγίου Μηνά.
Την Τυρινή Κυριακή το χωριό μας «φοράει τα καλά του»! Μεγάλοι και παιδιά, ντυμένοι Βρακάδες και Πειρατές, ξεκινούν το πρωί από τα ξωκκλήσια του Αγίου Δημητρίου Κτιστών και του Αγίου Ιωάννη Στενακούσων και, αφού παρακολουθήσουν τη λειτουργία και αποδώσουν φόρο τιμής στους νεκρούς, κατεβαίνουν χορεύοντας το «Ταλίμι» προς το χωριό. Στην πλατεία Βουρνού τα συνάφια συναντιούνται και ενωμένους τους υποδεχόμαστε στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Πλήθος κόσμου συγκεντρώνεται, για να δει την αναπαράσταση της ηρωικής εκείνης μάχης, να ακούσει τα χτυπήματα των σπαθιών και τις πολεμικές ιαχές των μαχητών. Η μουσική συνοδεία είναι ζωηρή, δυναμική και αφυπνιστική και ο ρυθμός της τους συνεπαίρνει όλους. Στις νότες αυτής της μουσικής «χτυπά» η καρδιά κάθε Θυμιανούση.
Μετά την αναπαράσταση της μάχης και το τέλος του παραδοσιακού εθίμου ακολουθεί το Καρναβάλι μας. Ο βασιλιάς Καρνάβαλος βγαίνει να σκορπίσει χαρά και χαμόγελα και να σατιρίσει την επικαιρότητα. Κουδουνάτοι, άρματα με πολυάριθμα πληρώματα ακολουθούν χορεύοντας στους ρυθμούς καρναβαλικής και όχι μόνο μουσικής. Ακολουθεί παραδοσιακό νησιώτικο γλέντι στην πλατεία «Καρούλι».
Για μεγάλο χρονικό διάστημα, εθελοντές, κάθε απόγευμα, με μεράκι και αγάπη για το έθιμο, δουλεύουν στην κοινοτική αποθήκη και στο κτήριο του Μ.Ε.Ο.Θ., για να φτιάξουν τα κουστούμια των πληρωμάτων και τα ευφάνταστα άρματα. Ταυτόχρονα, με μαθήματα του χορού «Ταλίμι» και του «Δετού», αλλά και μουσικών οργάνων (παγιαύλι και τουμπί) διασφαλίζεται η συνέχεια του εθίμου, από γενιά σε γενιά. Κέφι, διάθεση για προσφορά, συνάμα με αγωνία και ευθύνη, είναι τα συναισθήματα που κυριαρχούν.
Η Μόστρα μας, το μεγαλύτερο γεγονός του χωριού μας, το μεγαλύτερο καρναβάλι του Βορειανατολικού Αιγαίου, είναι το ραντεβού μας με την παράδοση και την ιστορία του τόπου μας, αλλά ταυτόχρονα είναι και το δώρο μας στη σημερινή κοινωνία. Το γέλιο μας, η θετική άποψη για τη ζωή και η περιπαιχτική διάθεση είναι μία τονωτική ένεση, μία αισιόδοξη νότα και μία χαρούμενη ανάπαυλα στην καθημερινότητα!!!
Βιβλιογραφία: Θυμιανά το χωριό μου, Στυλιανός Σταφυλέρας, Χίος 1976
Λαογραφικοί Θησαυροί Θυμιανών, Κυριάκος Πρωάκης, B’ έκδοση, Χίος 2003
Δημοσίευση σχολίου