Γνωστό σε όλους ότι τούτος ο μήνας που διανύουμε, ο Ιούλιος, λέγεται και αλωνάρης, επειδή κατά την διάρκειά του κυρίως αλωνίζαμε κατά τις παλιές εποχές τα γεννήματα, σιτάρια, κριθάρια κλπ. Εδώ στο χωριό μας στο Ψάρι της Γορτυνίας, όπως και σε ολόκληρη την ύπαιθρο, τον άρτον τον επιούσιο τον φτιάχνανε στα σπίτια τους ο κοσμάκης, καλλιεργώντας δημητριακά στα χωραφάκια τους. Αλωνίζανε μετά τα γεννήματα για να ξεχωρίσουν τον καρπό από την καλαμιά και το άχυρο, και τον αποθηκεύανε στα σπίτια τους. Σε νερόμυλους της περιοχής καταφεύγανε για να αλέσουν τα σιτάρια τα κριθάρια και τα αραποσίτια, και ζυμώνανε το ψωμάκι τους που το ψήνανε στους ξυλόφουρνους που σχεδόν κάθε σπίτι είχε στην αυλή του. Τον Ιούλη λοιπόν γινόταν το αλώνισμα, αλλά λόγω του ανάγλυφου της περιοχής και των καιρικών συνθηκών, πολλές φορές ο θερισμός που κυρίως γίνεται κατά τον προηγούμενο μήνα τον Ιούνιο - τον και θεριστή αποκαλούμενο - καθυστερούσε και μέχρι το πρώτο δεκαήμερο του Ιούλη.
Ο θερισμός ήταν κουραστική και επίπονη δουλειά. Γινόταν τον Ιούνιο που οι θερμοκρασίες είναι συνήθως πολύ ανεβασμένες, και απαιτούσε από τους θεριστάδες να δουλεύουν σκυφτοί, διπλωμένοι σχεδόν στα δύο. Γυναίκες και άνδρες ντύνονταν με όσο το δυνατόν ελαφρά και ανοιχτόχρωμα ρούχα με μακριά όμως μανίκια, φορώντας ψάθινα ή αυτοσχέδια καπέλα ακόμα και από χαρτιά οι άνδρες προσπαθώντας να έχουν καλυμμένο και το σβέρκο τους, και οι γυναίκες τύλιγαν το κεφάλι το λαιμό και ένα μέρος από το πρόσωπο με την τσεμπέρα τους.
Ο θερισμός γινόταν με τα δρεπάνια. Διπλωμένος σχεδόν στα δύο άπλωνε το αριστερό του χέρι εκείνος ή εκείνη που θέριζε, άνοιγε όσο μπορούσε την παλάμη και έπιανε όσα περισσότερα στάχια μπορούσε, και με μια γρήγορη κίνηση, χράπ τα έκοβε σε ύψος είκοσι περίπου εκατοστών με το δρεπάνι που χειριζόταν με το δεξί χέρι. Τέσσερεις πέντε τέτοιες χεριές σχημάτιζαν ένα χερόβολο με τα στάχια που είχε κόψει, και με μια επιδέξια κίνηση ξεχώριζε δυο τρεις καλαμιές μαζί και τύλιγε το χερόβολο που το άφηνε κάτω και προχωρούσε για το επόμενο. Ο νοικοκύρης που ερχόταν πίσω ή κάποιος άλλος ειδικός στο δεμάτιασμα μάζευε τα χερόβολα σχηματίζοντας τα δεμάτια, δέματα δηλαδή από χερόβολα με διάμετρο εβδομήντα – ογδόντα εκατοστά. Τα δεμάτια τα δένανε με τα «δεματικά» που τα φτιάχνανε από καλαμιά σίκαλης, που από το περασμένο βράδυ είχαν βάλει στο νερό για να «λουρώσει», να είναι δηλαδή μαλακή και εύκαμπτη. Τα δεμάτια έπρεπε να δένονται σφιχτά – και γι αυτό ασχολούνταν δυο με αυτή τη δουλειά - για να φορτώνονται εύκολα στα μουλάρια και να μεταφέρονται με ασφάλεια στο αλώνι.
Πολλοί αντί για δεμάτια φτιάχνανε τις λεγόμενες «κουντούρες». Αντί δηλαδή να κάνουν χερόβολα και μετά δεμάτια, προσθέτανε τη μια χεριά πάνω στην άλλη σχηματίζοντας ένα μικρό δέμα από καλαμιές με τα στάχια τους, με διάμετρο τριάντα – σαράντα εκατοστών, το δένανε, και ήταν έτοιμο για φόρτωμα στο μουλάρι. Aν οι οικογένειες ήσαν ολιγομελείς και δεν μπορούσαν μόνοι τους να θερίσουν, τότε κάνανε ένα είδος σεμπριάς με κάποια άλλη οικογένεια, και θερίζανε τα χωράφια τους μαζί. ΄Ήσαν οι λεγόμενες δανεικαριές. Θερίζανε τα χωράφια της μιας οικογένειας και μετά πιάνανε τα χωράφια της αλληνής.
Ένας άλλος τρόπος ήταν και ο θερισμός με «ξέλαση». Καλούσε κάποιος δέκα δεκαπέντε άτομα να θερίσει το χωράφι του, και τους πλήρωνε σε είδος, χρήμα, και με διάφορους άλλους τρόπους, ακόμα και με δανεικαριά, με την υποχρέωση δηλαδή να πάει κάποιος από την οικογένεια και να ανταποδώσει την υποχρέωση όταν θα θερίζανε κι εκείνοι. Και μην νομίζετε ότι τόσοι πολλοί που πέφτανε στο χωράφι ήσαν μπουλούκι. Ο καθένας έπιανε ένα είδος οδηγού δύο μέτρα π.χ, και τραβούσε μπροστά θερίζοντας. Εργό τον λέγανε αυτό τον οδηγό, αλλά όπως και την ξέλαση ή το δεματικό δεν τα γνωρίζει ο μεγάλος Μπαμπινιώτης.
«Εργό τον έργό θέριζε, και τα δεμάτια έδενε», μας μεταφέρει η παράδοση. Τον εργό τους λοιπόν οι θεριστάδες, και άλλοι αγκομαχάγανε για να είναι στην αράδα τους, να μην «κρεμάνε» πίσω, και άλλοι για να φανεί η επιδεξιότητά τους, να αναδειχτεί η αξία τους. Και κάπως έτσι αποχτούσαν κάποιοι τη φήμη ότι ήσαν το «πρώτο δρεπάνι», οι «πρώτοι θεριστάδες», και ήσαν περιζήτητοι στο θέρο.
Αφόρητη η ζέστη, έτρεχε ο ιδρώτας και κολλάγανε τα ρούχα στο κορμί, άναβε η καλαμιά και το άγανο, άναβε ο τόπος ολόκληρος, πετάγανε σπίθες τα δρεπάνια από την κίνηση, και πολλές φορές σε πείσμα όλης αυτής της κούρασης κάποια ή κάποιος άρχιζε το τραγούδι. Έλεγε την πρώτη στροφή, τον πρώτο στίχο, και καθώς το πιάνανε οι άλλοι σαν αρχαίος χορός, το τραγούδι άναβε. Τραγουδώντας για την «παπαδοπούλα που θέριζε», για τον «ήλιο που αργεί να βασιλέψει και τον καταριέται η εργατιά», για «τα γεννήματα που γινήκανε, γινήκανε για θέρο», και άλλα τέτοια, τραγουδούσαν τους καημούς και τις ελπίδες τους, αλλά παράλληλα αντιδρούσανε και καταπολεμούσαν και την κούραση τους.
Ανατολικά του χωριού εκτείνεται σε λίγα στρέμματα μια σχετικά υπερυψωμένη περιοχή που πήρε την ονομασία «στη Ράχη στα αλώνια». Την ονομάσανε έτσι οι Ψαραίοι, επειδή εκεί επιλέξανε να φτιάξουν τα πρώτα τους αλώνια. Ο λόγος είναι ότι βρίσκεται κοντά, συνορεύει με το χωριό, αλλά κυρίως, επειδή είναι υπερυψωμένη και ελεύθερη από παντού, την πιάνει και το παραμικρό ρεύμα αέρα που είναι απαραίτητο για το λίχνισμα του αλωνιού, τη διαδικασία δηλαδή και τις απαραίτητες εργασίες για το διαχωρισμό του καρπού από την καλαμιά και το άχυρο.
Για να φτιάξουν το αλώνι επιλέγανε ένα σημείο στο πάνω μέρος του χωραφιού που το έπιανε το βοριαδάκι επειδή ήταν απαραίτητο για το λίχνισμα, και φροντίζανε να έχει ελεύθερο χώρο για να αποθηκευτούν τα δεμάτια καθώς τα κουβαλούσαν και από τα άλλα χωράφια τους. Τα τοποθετούσαν έτσι ώστε να δημιουργούν τις θημωνιές, δεμάτια δηλαδή χτισμένα κυκλικά, δίπλα και επάνω στα άλλα που εφάπτονταν στο αλώνι, ώστε να μην καταλαμβάνουν πολύ χώρο και απομακρύνονται από το αλώνι, και να μπορούν εύκολα να τα απλώσουν όταν ερχόταν η ώρα για το αλώνισμα.
Το κολατσιό συνήθως γινόταν στο πόδι, αλλά το κυρίως φαγητό ήταν το κάτι άλλο. Στο χωριό μας το πλούσιο φαγητό στο αλώνι κάτω από τον δροσερό ίσκιο του πουρναριού ή της γκορτσιάς ήταν κάτι το εξαιρετικό, ένα είδος ιεροτελεστίας που επαναλαμβανόταν όπως όλες οι γιορτές μια φορά το χρόνο, κατά την ημέρα που αλωνίζαμε. Η Νοικοκυρά φρόντιζε να φυλάει έναν κόκορα για τούτη την ημέρα, και τις ανάλογες χυλοπίτες, και φυσικά, ποτέ δεν έλειπε το κρασί. Ερχότανε την ώρα του φαγητού βοηθούμενη και από κάποια κόρη της κουβαλώντας το φαγητό και όλα τα συμπράγκαλα. Έστρωνε κάτω από τον δασύ ίσκιο του πουρναριού την πολύχρωμη αντρομήδα που την είχε υφάνει μόνη της στον αργαλειό, και με την κόρη ετοιμάζανε τα πιατικά τους. Όταν ο νοικοκύρης έκρινε ότι ήταν ώρα για φαγητό, σταματάγανε τα μουλάρια μέσα στο αλώνι και τρίβανε τις πλάτες τους με χεριές άχυρο για να απορροφήσουν τον ιδρώτα που έτρεχε πάνω τους, περνούσανε την παλάμη τους χαϊδευτικά πάνω τους μιλώντας τους ήρεμα σαν να ήθελαν να τους πουν ότι αναγνωρίζανε την προσφορά και την κούρασή τους, και τους κρεμάγανε τον τορβά με την τροφή στο στόμα. Τα ζωντανά λες και καταλαβαίνανε κι εκείνα, το είχαν ανάγκη εκείνο το χάδι και το διάλειμμα, ηρεμούσανε και πιάνανε να μασάνε το κριθάρι τους στον τορβά.
Μετά από ώρες δουλειάς η καλαμιά κοβότανε, γινόταν άχυρο και ο καρπός ξεχώριζε. Το αλώνι είχε γίνει, ήταν έτοιμο. Ξεζεύανε τα μουλάρια και τα τρίβανε από το λαιμό μέχρι τα καπούλια με άχυρο για να φύγει το ξάναμα και ο ιδρώτας από πάνω τους και ένας δυο τα πηγαίνανε για νερό ενώ οι υπόλοιποι με τα δικράνια τους σηκώνανε το αλώνι. Έτσι δηλαδή όπως ήτανε τριμμένο το σιτάρι και το άχυρο μαζί το σηκώνανε με τα δικράνια και τα ξυλόφτυαρα στη μέση του αλωνιού σε έναν μεγάλο σωρό, για να είναι έτοιμο για λίχνισμα.
Είχε ένα μεγάλο χαλκά, ένα αρβάλι στο έξω του μέρος, και από εκεί το στερεώνανε σε έναν πάσσαλο ή σε ένα δικράνι σε ύψος πάνω από ένα μέτρο, έριχνε ένας μέσα τον καρπό με το ξύλινο φτυάρι που ήταν ειδικό για χρήση στο αλώνι και ο άλλος κουνούσε το δρυμόνι παλινδρομικά για να κοσκινίζεται το γέννημα. Έπεφτε πλέον καθαρός ο καρπός κάτω, ενώ τα σκύβαλα τα συγκρατούσε αυτό το κοσκίνισμα. Από εκείνη την ώρα μπορούσαν να φορτώνουν τον καθαρό καρπό και να τον μεταφέρουν με τα μουλάρια στο σπίτι τους, αποθηκεύοντάς τον σε ένα μεγάλο ξύλινο κασόνι έτοιμο να μεταφερθεί στο μύλο για άλεσμα. Και τα άχυρα επίσης που ήταν η απαραίτητη τροφή για τα γαϊδουρομούλαρα, μεταφέρονταν και αποθηκεύονταν στο χωριό στα υπόγεια και στα κατώγια , και το αλώνι καθάριζε. Αλωνίζανε λοιπόν σιτάρι, κριθάρι σίκαλη και βρώμη, αλλά οι δουλειές δεν τελείωναν εκεί. Στο αλώνι μεταφέρονταν τα φασόλια και τα ρεβύθια που σπέρνανε στα χωράφια τους, οι φακές, και τα αραποσίτια. Τα απλώνανε για να ξεραθούν και να μπορέσουν να τα καθαρίσουν, να τα αποφλοιώσουν.
Είναι ευνόητο ότι από την ώρα που αρχίζανε να καταφτάνουν τα δεμάτια στο αλώνι, δεν το αφήνανε ούτε στιγμή μόνο του οι νοικοκυραίοι, πολλοί κοιμούνταν εκεί. Για να φυλάνε τα γεννήματα από τα ζωντανά, που από την ώρα που θερίζονταν τα χωράφια βόσκιζαν ελεύθερα και κατά τη διάρκεια της νύχτας, αλλά και από πιθανές κλοπές. Τα αραποσίτια τα θερίζανε τον Αύγουστο. Μαζεύανε τα τρουμπούκια σε Κόφες (μεγάλα κοφίνια) ή σε (μεγάλα) τσουβάλια της Ρίγας όπως τα λέγανε, και με τα μουλάρια τα κουβαλούσαν στο αλώνι.
Το ξεφλούδισμα (ξεφλίτσιαμα) γινόταν συνήθως βραδινές ώρες με ξέλαση, και ήταν ένα μικρό πανηγύρι, μια γιορτή που όλοι ήθελαν να συμμετέχουν.Κάθονταν κατάχαμα στο αλώνι, από δω οι γυναίκες από ‘κει οι άντρες και πιάνανε δουλειά, ανοίγανε στα δυο τη φλούδα και έμενε το τρουμπούκι (στέλεχος) με τον καρπό. Απλώνανε την άλλη μέρα τα αραποσίτια στο αλώνι να ξεραθούν, και μετά τα ξεσπυρίζανε, διαχωρίζανε δηλαδή τον καρπό από το τρουμπούκι, είτε στουμπίζοντάς τα με δυο κοντά ξύλα δεμένα σε σχετική απόσταση το ένα με το άλλο με σκοινί, είτε τρίβοντάς τα πάνω σε κάποιο ξύλο που του είχαν σκαλίσει δόντια για αυτήν ακριβώς τη δουλειά, είτε τρίβοντάς τα και με τα χέρια.
(Σημ.: Το Δρυμόνι είναι από το αλώνι της Ρούγας, τις άλλες φωτογραφίες τις δανείστηκα από το διαδίκτυο)
πηγη
Παν-Οικός: Τότε που θερίζαμε και αλωνίζαμε τα γεννήματα στο Ψάρι. (pan-oikos.blogspot.com)
Τέλεια, σπουδαία και ρεαλιστική περιγραφή! Συγχαρητήρια! Τα είχα ζήσει στα παιδικά μου χρόνια μόλις λίγα χιλιόμετρα Βορειοανατολικά......(ΒΙΓΛΑΤΩΡ)
ΑπάντησηΔιαγραφήΔημοσίευση σχολίου