Ανακαλύπτοντας την υπόλοιπη τουριστική Ελλάδα της αυθεντικότητας και της βιωματικής εμπειρίας
Του Κων/νου Μαρινάκου*
Η περίοδος της πανδημίας covid-19 αλλά και οι νέες τάσεις του ταξιδιού που προέκυψαν μετά από αυτή, έθεσαν στο τραπέζι της συζήτησης προτάσεις για έναν διαφορετικό τουρισμό ,σε διαφορετικούς από ότι μέχρι σήμερα προορισμούς που δεν έχουν καταπονηθεί από την υπερτουριστική δραστηριότητα. Μια τέτοια διαπίστωση, θα ‘’έκλεινε ευθέως το μάτι’’ σε πολλούς προορισμούς της ηπειρωτικής χώρας που διαθέτουν όλο αυτόν τον αυθεντικό πλούτο στον οποίο μπορεί να δομηθεί μια εξαίρετη βιωματική και αυθεντική εμπειρία. Πρόκειται κατά βάση για λιγότερες μεν διακοπές εκτός της χώρας μόνιμης κατοικίας, οι οποίες όμως θα έχουν πολύ πιο έντονο το στοιχείο της βιωματικής, ποιοτικής εμπειρίας. Διακοπές συνυφασμένες με διάφορες προσφιλείς δραστηριότητες, που αντικατοπτρίζουν τα ενδιαφέροντα/χόμπι του ταξιδιώτη: ιστορία, πολιτισμός, θρησκεία, ήθη και έθιμα, διάφορα σπορ, πεζοπορία, αναρρίχηση, ποδηλασία, δραστηριότητες στη θάλασσα/στην παράλια, οινογαστρονομία συμμετοχή τουριστών σε τοπικές αγροτικές ασχολίες (τρύγος, μάζεμα ελιάς, παρασκευή τοπικών ποτών). Φυσικά οι διακοπές ξεκούρασης/χαλάρωσης θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν αλλά με κυρίαρχο το στοιχείο της αυθεντικότητας, μέσω ενός πλέγματος υπηρεσιών και εμπειριών που θα αντιπροσωπεύουν ανεκτίμητη άξια για τον ταξιδιώτη.
Οι ταξιδιώτες αναζητούν πλέον συνειδητά γνήσιες, αυθεντικές εμπειρίες και ο βιωματικός τουρισμός είναι πλέον μια σταθερή πραγματικότητα στον γαλαξία των ταξιδιωτών. «Σημασία έχει η διαδρομή του ταξιδιού, όχι η άφιξη»: σε αυτή τη φράση του Τ.Σ. Έλιοτ, Αμερικανού ποιητή και λογοτέχνη μπορεί να βρει κανείς τη σαφή σύνθεση του βιωματικού τουρισμού. Στο κέντρο του ταξιδιού δεν υπάρχει πλέον ο προορισμός αλλά μια νέα εμπειρία, βιωμένη από πρώτο χέρι, ικανή να μας αλλάξει και να μας μεγαλώσει. Μια ιδέα ικανή να οδηγήσει σε μια ‘’κοπερνίκεια επανάσταση’’ στον τρόπο εμπειρίας ταξιδιών και διακοπών.
Ο τουρισμός ως εμπειρία είναι ένας ερευνητικός τουρισμός: μια εμπειρία που, έστω και άυλη, παραμένει για πάντα στην καρδιά όσων τη βιώνουν. Ένας τουρισμός που αποτελείται από συναισθήματα και όχι από μέρη, που τον βιώνεις πλήρως και επιστρέφεις από το ταξίδι σου με μια νέα αποσκευή ανακαλύψεων.
Οι λέξεις κλειδιά του νέου τρόπου ταξιδιού: η εμπειρία πρέπει να είναι αυθεντική και να μην δημιουργείται έντεχνα για τον τουρίστα, το ταξίδι και οι εμπειρίες πρέπει να περιλαμβάνουν όλες τις αισθήσεις και ο ταξιδιώτης πρέπει να μπορεί να βυθιστεί στα μέρη που ανακαλύπτει και στην κουλτούρα που τα χαρακτηρίζει.
Ο βιωματικός τουρισμός ένας εκ διαμέτρου αντίθετος όρος από τον μαζικό τουρισμό, αποτελεί ένα είδος τουρισμού που πλησιάζει περισσότερο στον αργό τουρισμό, αλλά που καταφέρνει να προχωρήσει και παραπέρα: δεν πρόκειται απλώς για επιβράδυνση του ρυθμού, αλλά για εμπειρία του ταξιδιού από διαφορετική οπτική γωνία.
Η επιλογή αυτού του τύπου τουρισμού σημαίνει ανάπτυξη και αλλαγή χάρη στις μη «τυποποιημένες» εμπειρίες ταξιδιού. Η προστιθέμενη αξία μιας προσαρμοσμένης προσφοράς. Ο «συνειδητοποιημένος» ταξιδιώτης θέλει να πάει σπίτι του έχοντας δοκιμάσει μία ή περισσότερες νέες και μοναδικές εμπειρίες. Η τοποθεσία έχει προφανώς τη σημασία της, αλλά είναι η υπόλοιπη προσφορά που αντιπροσωπεύει την προστιθέμενη αξία.
Ο τουρίστας, που γίνεται όλο και πιο προσεκτικός, δεν βάζει πρώτα την τιμή, αλλά αξιολογεί όλες τις άλλες πτυχές που συνδέονται με τις διακοπές του: τη δυνατότητα να γευτεί και ίσως να μάθει πώς να μαγειρεύει τυπικά πιάτα της περιοχής στην οποία μένει, να ανακαλύψει παραδόσεις που έχουν ξεχαστεί ή τελούν «εν υπνώσει», έστω και για ένα βράδυ, σε μια μοναδική και αντισυμβατική τοποθεσία, σαν την καλύβα ενός βοσκού ή το κατάστρωμα ενός καϊκιού.
Από την άλλη ο επαγγελματίας που αποφασίζει να προσφέρει αληθινά βιωματικό τουρισμό πρέπει απαραίτητα να λάβει υπόψη του όλα τα διαφορετικά αιτήματα και ανάγκες των πελατών, προκειμένου να προσφέρει μια «κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του» υπηρεσία.
Η διαρκώς αυξανόμενη επιτυχία του βιωματικού τουρισμού έχει ως αποτέλεσμα την ραγδαία αύξηση των επιχειρηματιών στην παροχή ανάλογων υπηρεσιών βιωματικού χαρακτήρα συχνά, όμως, χωρίς να έχουν ακριβή γνώση των αιτημάτων του κοινού.
Αυτό έχει οδηγήσει σε τουριστικές προσφορές που έχουν ελάχιστο ή καθόλου βιωματικό χαρακτήρα. Το να προσφέρεις αυτό το νέο είδος τουρισμού σημαίνει να συμπεριφέρεσαι σαν καλός ράφτης: να ‘’παίρνεις τα μέτρα’’ του πελάτη, δηλαδή να τον ακούς και να κατανοείς τι ψάχνει. Από αυτό μπορούμε να ξεκινήσουμε να προσφέρουμε πρωτότυπες λύσεις και ταυτόχρονα στοχευμένες υπηρεσίες με βάση τις ανάγκες του πελάτη. Χρειάζεται προσοχή στις λεπτομέρειες της διαμονής, για να μεταμορφωθεί ο «περαστικός» τουρίστας σε συνειδητοποιημένο ταξιδιώτη και πρωταγωνιστή του ταξιδιού του.
Για να επιτευχθεί αυτό το αποτέλεσμα, απαιτείται επίσης μια εις βάθος γνώση του προσφερόμενου προϊόντος: ο βιωματικός τουρισμός έχει γερές ρίζες στην περιοχή και μπορεί να γίνει σημαντικό εργαλείο για την προώθηση και την ανάπτυξη των προορισμών.
Οι δυνατότητες αυτού του νέου τύπου τουρισμού, που θα μπορούσε να αποτελέσει το κλειδί για την επανέναρξη και την ενίσχυση διαφόρων περιοχών της ηπειρωτικής Ελλάδας, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά για έναν ανάλογο είδος τουρισμού, δεν πέρασε απαρατήρητη από την κυβέρνηση: η καμπάνια του ΕΟΤ για την ηπειρωτική Ελλάδα και τους χειμερινούς προορισμούς που ξεκίνησε τον Δεκέμβρη του 2021 (δίχως όμως την επιμονή που θα έπρεπε και με αποτελέσματα χαμηλότερα των προσδοκιών) με κεντρικό μήνυμα «Greece does have a winter» και υπογραφή το motto της κεντρικής καμπάνιας «All you want is Greece», είχε ως στόχο να προβάλλει την μοναδική ομορφιά των ελληνικών ηπειρωτικών προορισμών και τις πλούσιες εμπειρίες που μπορούν να απολαύσουν οι επισκέπτες στην ενδοχώρα. Με όχημα τις αξίες της αυθεντικότητας, της ξεχωριστής ταυτότητας, της ελληνικής παράδοσης αλλά και της ασφάλειας, στόχευε στο να προβάλλει την ΄΄άλλη Ελλάδα΄΄ αυτή της ελληνικής υπαίθρου , της γαστρονομίας, αλλά και των δραστηριοτήτων στη φύση, δίνοντας την ευκαιρία στο ευρύ κοινό να γνωρίσει μια Ελλάδα έξω από τα νησιά της , την Ελλάδα των ηπειρωτικών περιοχών (mainlands).
Αλλά μια καμπάνια από μόνη της (και αυτή δίχως την επιμονή που θα έπρεπε και με αποτελέσματα χαμηλότερα των προσδοκιών) είναι αρκετή για να αναπτυχθεί αυτό το ΄δύσκολο είδος τουρισμού? Και από την άλλη πόσο έτοιμη είναι η ηπειρωτική Ελλάδα να δεχτεί αυτό το είδος του τουρισμού?
Καλές πρακτικές έχουμε σε πολλές χώρες του Ευρωπαϊκού νότου (Ιταλία , Γαλλία , Ισπανία κ.λπ.) που μπορούν να μας δώσουν τις κατάλληλες κατευθύνσεις για ένα καλό αποτέλεσμα. Ωστόσο είναι αναμφισβήτητο ότι η προοπτική ανάπτυξης βιωματικού και εναλλακτικού τουρισμού στην ενδοχώρα, προσκρούει σε γενικό επίπεδο σε αρκετά οργανωτικά και
διαχειριστικά κενά, συνέπεια της έλλειψης επαρκών πολιτικών και της αδυναμίας των θεσμικών παραγόντων να ξεκινήσουν μια αναπτυξιακή διαδικασία με αυτή την έννοια. Σε τοπικό επίπεδο, οι καταστάσεις φαίνονται κάπως άνισες: υπάρχουν προορισμοί με ανέκφραστη ακόμη αναπτυξιακή ταυτότητα και δυνατότητα, και άλλοι που, χάρη στην πρωτοβουλία κάποιων τοπικών παραγόντων και την υποστήριξη των τοπικών κοινωνιών μοιράστηκαν ένα όραμα ανάπτυξης και κατάφεραν να σκιαγραφήσουν μια σαφώς καθορισμένη εναλλακτική τουριστική κουλτούρα (ήπιας αγροτουριστικής ταυτότητας), στην οποία όμως είναι σκόπιμο να παρέμβουν με άφθονα περιθώρια ελιγμών. Αναφερόμαστε σε εκείνες τις αγροτουριστικές περιοχές, οι οποίες, αν και δεν μπορούν να καθοριστούν αμιγώς τουριστικοί-αγροτικοί προορισμοί, είναι περιοχές που την τελευταία δεκαετία έχουν σημειώσει αύξηση των εκδρομών και των τουριστικών ροών χάρη στη νέα ζήτηση για δραστηριότητες υπαίθρου και φύσης.
Συνεπώς τα παραδείγματα καλών πρακτικών, δεν επαρκούν για να ενεργοποιήσουν αυτοκινούμενες διαδικασίες ανάπτυξης ενός εναλλακτικού τουρισμού με έντονο το στοιχείο της βιωματικής εμπειρίας. Και φυσικά θα συνεχίσει να είναι δύσκολο για δύο βασικούς λόγους: πρώτον γιατί απουσιάζει ένα σύστημα δημόσιας διακυβέρνησης για το τουριστικό φαινόμενο και ειδικότερα του αγροτουριστικού τομέα, σε περιφερειακό επίπεδο με την τουριστική ανάπτυξη από πλευράς εδαφικής οργάνωσης να εμφανίζεται αδύναμη και με κατακερματισμένες αρμοδιότητες. Δεύτερον διότι παρουσιάζεται ένα σημαντικό έλλειμα συνεργατικής δράσης μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων των μεμονωμένων περιοχών που ενδιαφέρονται για αυτή τη μορφή τουρισμού στις διάφορες εκφάνσεις της. Είναι σαφές, λοιπόν, ότι σε αυτές τις περιοχές, δεδομένης αυτής της κατάστασης, είναι απαραίτητο, να αναληφθεί δράση για μια στρατηγική διακυβέρνηση του τουρισμού και για μια κοινή στρατηγική πρόταση.
Όσο πιο σύντομα το αντιληφθούμε τόσο πιο άμεσα θα στρέψουμε την τουριστική ανάπτυξη προς νέους προορισμούς της ηπειρωτικής χώρας, ικανούς να μας οδηγήσουν να ανακαλύψουμε, μέσα από βιωματικές εμπειρίες, τα πολλά θαύματα της Ελλάδας, όπως αυτά που υπάρχουν σε μικρές εδαφικές πραγματικότητες με μεγάλες αξίες, εκτός των κλασικών τουριστικών διαδρομών.
*Κων/νος Μαρινάκος , Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Διοίκησης Τουρισμού Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, Πρόεδρος Τουριστικού Οργανισμού Πελοποννήσου
Δημοσίευση σχολίου