Το έγγραφο της απόφασης το ανέφερε ξεκάθαρα: η ομάδα ανεύρεσης κρυμμένου θησαυρού είχε μπροστά της 5 ώρες, καθώς και το δικαίωμα να σκάψει μέχρι το βάθος των 6 μέτρων. Πράγματι, στις 8:30 το πρωί της 17ης Οκτωβρίου οι μπουλντόζες ξεκίνησαν την ανασκαφή. Μοναδικός τους σκοπός να επιβεβαιώσουν την πληροφορία ότι το 1944, στο τελευταίο δηλαδή διάστημα της γερμανικής κατοχής, στη συγκεκριμένη τοποθεσία, στη θέση Πάνιτσα – Μπάθρα του Αργους, θάφτηκαν αγγλικές χρυσές λίρες, που παραμένουν στο ίδιο μέρος μέχρι και σήμερα.
Οι ιδιώτες που πήραν τις σχετικές άδειες, μίσθωσαν τα μηχανήματα και πλήρωσαν τους εργάτες, δεν επιχειρούσαν για πρώτη φορά στην περιοχή. Το 2019 είχαν πραγματοποιήσει αντίστοιχη ανασκαφή σε παραπλήσια τοποθεσία. «Αυτή τη φορά έχουμε προσδιορίσει πλήρως τα σημεία», δήλωσαν στους δημοσιογράφους που τους προσέγγισαν, ενώ συμπλήρωσαν πως την πληροφορία τους την έχει δώσει κάτοικος της περιοχής, που «το 1944 υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων». Οι αναμνήσεις του ηλικιωμένου πλέον μάρτυρα όμως δεν επιβεβαιώθηκαν. Στις 13:30 η ανασκαφή ολοκληρώθηκε και οι επίδοξοι χρυσοθήρες έλαβαν την εντολή να αποκαταστήσουν το πεδίο.
Προσωπικά δεν έχω υπάρξει αυτόπτης ή έστω αυτήκοος μάρτυρας, εύρεσης θησαυρού αντίστοιχου με αυτόν που έψαχναν στο Αργος.
Ο Νίκος Κατσαραίος, αρχαιολόγος της Εφορείας Αργολίδας, βρέθηκε στον χώρο της ανασκαφής, ως αρμόδιο μέλος της παρακολούθησης της διαδικασίας. Οπως δήλωσε στην «Κ», για τον ίδιο δεν αποτέλεσε έκπληξη το ότι δεν βρέθηκε κάποιος θησαυρός – αντιθέτως. «Αν μιλούσαμε για αντικείμενα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος θα μπορούσα να πω πως ναι, είναι σύνηθες να εντοπίζονται τυχαία από ιδιώτες. Αυτό συμβαίνει συχνά στο πλαίσιο αγροτικών εργασιών και τα ευρήματά τους μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και σε μια σημαντική ανακάλυψη. Προσωπικά όμως δεν έχω υπάρξει αυτόπτης ή έστω αυτήκοος μάρτυρας, εύρεσης θησαυρού αντίστοιχου με αυτόν που έψαχναν στο Αργος».Σε αναζήτηση χρυσών λιρών Αγγλίας στη θέση Πάνιτσα – Μπάθρα του Αργους. Φωτογραφία: Νίκος Κατσαραίος
Στον δρόμο που χάραξε ο Ιντιάνα Τζόουνς
Ο Γιώργος Πολατίδης έρχεται καθημερινά σε επαφή με δεκάδες χρυσοθήρες, καθώς ο ίδιος εμπορεύεται ανιχνευτές μετάλλων. Οπως εξηγεί στην «Κ», οι περισσότεροι πελάτες του αγοράζουν τον πρώτο τους ανιχνευτή ορμώμενοι από οικογενειακές ιστορίες που έχουν ακούσει, σχετικά με χαμένα αντικείμενα και κρυμμένους θησαυρούς. «Πιο συστηματικά ξεκίνησε ο κόσμος να ψάχνει τη δεκαετία του ’70. Τότε άρχισαν να διαδίδονται στόμα με στόμα οι ιστορίες για τις κρυμμένες λίρες, αγγλικές και ελληνικές». Οι αγγλικές είναι αυτές που έριξαν τα βρετανικά αεροπλάνα για την υποστήριξη της εθνικής αντίστασης στα ελληνικά βουνά και πλέον δεν πωλούνται μόνο ως χρυσός, αλλά έχουν και συλλεκτική αξία. Σύμφωνα με τον κύριο Πολατίδη, αν και στο εξωτερικό υπήρχαν ήδη ανιχνευτές, στην Ελλάδα ήρθαν αρκετά αργότερα, τη δεκαετία του ’90.
«Καθοριστικό ρόλο στην εξάπλωση της χρυσοθηρίας έπαιξε φυσικά ένας κινηματογραφικός χαρακτήρας που ταυτίστηκε με το κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού. Αυτός δεν είναι άλλος από τον Ιντιάνα Τζόουνς που πολλοί θέλησαν, και το θέλουν μέχρι και σήμερα, να τον μιμηθούν. Η τιμή ενός καλού ανιχνευτή είναι γύρω στα 1.300 ευρώ, ξεκινάνε όμως και από πολύ πιο χαμηλά. Πλέον ορισμένοι αναζητούν όχι λίρες, αλλά φυσικό χρυσό». Με την αγορά του ανιχνευτή ο ιδιοκτήτης πρέπει να αποστείλει στη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς τα στοιχεία της συσκευής, καθώς και να δηλώσει ότι δεν πρόκειται να κάνει χρήση της χωρίς την προηγούμενη εξασφάλιση άδειας χρήσης από την αρμόδια Διεύθυνση του υπουργείου Πολιτισμού.
Στην επιστολή για τη χορήγηση άδειας χρήσης του ανιχνευτή ο αιτών πρέπει να επισυνάψει και χάρτη με την περιοχή στην οποία θέλει να κινηθεί «με σκοπό την έρευνα χαμένων αντικειμένων, νομισμάτων – τιμαλφών». Ο χρόνος ισχύος της άδειας συνήθως είναι για ένα έτος.
«Πηγαίνω όπου υπάρχει ιστορία και καλή παρέα»Ο Παναγιώτης Ασιθιανάκης κάθε Παρασκευή ταξιδεύει σε όποιο μέρος της Ελλάδας θεωρεί πως μπορεί να κρύβει κάποιον πολυπόθητο θησαυρό.
«Η οικογένειά μου κατάγεται από την περιοχή Μεσαρά, στο Ηράκλειο Κρήτης, και υπάρχει μια ιστορία που κυκλοφορεί από γενιά σε γενιά, πως οι πρόγονοί μας, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βοήθησαν στη μάχη του Ψηλορείτη και πως έκαναν διακίνηση όπλων και αγγλικών λιρών. Αυτές οι λίρες σύμφωνα με τον μύθο είναι ακόμα κρυμμένες κάπου κοντά στα δικά μας τα οικόπεδα. Αυτή η ιστορία ήταν και η αφορμή για να ξεκινήσω το κυνήγι της αναζήτησης».
Ο Παναγιώτης Ασιθιανάκης αγόρασε τον πρώτο του ανιχνευτή πριν από 10 χρόνια, όταν ήταν 27 ετών. Οπως εξιστορεί στην «Κ» μεγάλωσε στην Αττική και πάντα αγαπούσε τις εκδρομές στην Πάρνηθα και την Πεντέλη. «Ιδιαιτέρως με γοήτευε η σπηλιά του λήσταρχου Νταβέλη. Στα βουνά έκανα και τις πρώτες μου εξορμήσεις. Γρήγορα κατάλαβα πως το χόμπι της χρυσοθηρίας είναι κατά κάποιον τρόπο ταμπού. Μπορεί να μην μου δημιούργησε θέμα στις προσωπικές μου σχέσεις, υπήρξαν όμως άνθρωποι που απομακρύνθηκαν από κοντά μου για αυτόν τον λόγο».
Ο Παναγιώτης δεν περιορίζεται στην περιοχή της Αττικής, αλλά κάθε Παρασκευή ταξιδεύει σε όποιο μέρος της Ελλάδας θεωρεί πως μπορεί να κρύβει κάποιον πολυπόθητο θησαυρό.
Λίγο πριν εγκαταλείψουμε τις προσπάθειες βρήκαμε θαμμένο στα 50 εκατοστά ένα μικρό κιούπι που είχε μέσα 100 χρυσές αγγλικές λίρες. Εκείνο το βράδυ το γιορτάσαμε και ευχηθήκαμε να έχουμε ακόμα πιο μεγάλες ανακαλύψεις.
«Τις καθημερινές εργάζομαι κανονικά, αφιερώνω όμως όλο το Σαββατοκύριακο στη χρυσοθηρία. Δεν είναι καθόλου εύκολο να βρει κανείς χρυσές λίρες. Πρέπει να έχεις τη σωστή πληροφορία και το κατάλληλο μηχάνημα. Προσωπικά, η πρώτη φορά που βρήκα έναν θησαυρό ήταν πριν πέντε χρόνια». Ο Παναγιώτης αντιμετωπίζει τη χρυσοθηρία ως ομαδική δραστηριότητα και για αυτόν τον λόγο έχει ιδρύσει μια σχετική ομάδα, ώστε να ταξιδεύουν και να κάνουν αναζητήσεις ως παρέα.
Τη χαρά της ανακάλυψης του πρώτου του θησαυρού τη μοιράστηκε μαζί με τρεις συνοδοιπόρους του, όπως άλλωστε και τα σχετικά κέρδη. «Είχαμε ακούσει πως σ’ ένα χωριό στη Θράκη υπάρχουν κρυμμένα 3.500 πεντόλιρα. Ψάξαμε ενδελεχώς, αλλά δεν μπορέσαμε να τα εντοπίσουμε. Ηταν ψέμα; Μας πρόλαβαν και τα πήραν άλλοι; Δεν γνωρίζω. Λίγο πριν εγκαταλείψουμε τις προσπάθειες βρήκαμε θαμμένο στα 50 εκατοστά ένα μικρό κιούπι που είχε μέσα 100 χρυσές αγγλικές λίρες. Δεν θα τον έλεγα μεγάλο θησαυρό, αλλά μέτριο. Σε κάθε περίπτωση όμως ήταν ο πρώτος μου. Μέχρι τότε το μόνο που είχα βρει ήταν κάποια κοσμήματα. Εκείνο το βράδυ το γιορτάσαμε και ευχηθήκαμε να έχουμε ακόμα πιο μεγάλες ανακαλύψεις». Αγόρασε τον πρώτο του ανιχνευτή πριν από 10 χρόνια, όταν ήταν 27 ετών.
Ενα ακριβό χόμπι
Το κόστος των αναζητήσεων καθιστά τη χρυσοθηρία ως ένα ακριβό χόμπι. Οπως αναφέρει ο Παναγιώτης, μόνο για τον εξοπλισμό του έχει πληρώσει 30.000–40.000 ευρώ, προκειμένου να καταλήξει στα μηχανήματα που του ταίριαξαν. Αντίστοιχα, το κόστος για μια μέρα ανασκαφής σαν αυτή που πραγματοποιήθηκε στο Αργος μπορεί να ξεπεράσει τις 20.000 ευρώ. Πέρα όμως από το οικονομικό σκέλος υπάρχει και το κομμάτι της σωματικής ασφάλειας που όπως τονίζουν οι εμπλεκόμενοι χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή.
Εχω κινδυνέψει από κατολίσθηση. Βρέθηκα αντιμέτωπος με αρκούδα. Το αίσθημα της αναζήτησης όμως τα υπερνικά όλα. Είναι μια περιπέτεια με πολλή αδρεναλίνη.
Ο Γιώργος Πολατίδης τονίζει πως ιδίως οι αναζητήσεις σε σπηλιές μπορούν να αποβούν μοιραίες καθώς πρόκειται για «λαβύρινθο προς το άγνωστο. Εχουν χαθεί χρυσοθήρες στην Καβάλα μέσα σε σπηλιά». Ο Παναγιώτης Ασιθιανάκης έχει επίσης βιώσει το αίσθημα του κινδύνου. «Εχω κινδυνέψει μέσα σε σπηλιά στο όρος Μαίναλο στην Αρκαδία, από κατολίσθηση. Επίσης σε βουνό στη Θράκη, όπου βρέθηκα αντιμέτωπος με μια αρκούδα στα 70 μέτρα. Το αίσθημα όμως της αναζήτησης τα υπερνικά όλα. Είναι μια περιπέτεια με πολλή αδρεναλίνη».
Το ζήτημα της εύρεσης δεν δείχνει να αγχώνει τον Παναγιώτη, καθώς ο κόσμος της χρυσοθηρίας μοιάζει να έχει ένα σλόγκαν που είναι κοινό για όλους: όποιος ψάχνει βρίσκει. Ο κύριος Πολατίδης συμπληρώνει «…και συνήθως όποιος βρίσκει δεν μιλάει». Στην περίπτωση των ιδιωτών του Αργους, που έχουν ακολουθήσει όλες τις νόμιμες διαδικασίες και έχουν εξασφαλίσει παράταση ακόμα δύο ημερών για τις εκσκαφές τους δεν υπάρχει αυτή η επιλογή. Το 50% των τυχόν ευρημάτων τους θα αποδοθεί στο ελληνικό δημόσιο, ενώ το άλλο 50% βάσει νομοθεσίας θα αποδοθεί στους ίδιους τους καταδείκτες, όχι όμως σε χρυσό, αλλά σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου.
πηγη
Δημοσίευση σχολίου