Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Η αρκαδοκυπριακή διαλεκτική ομάδα
Τα κοινά γλωσσικά στοιχεία στην αρκαδική και στην κυπριακή διάλεκτο ερμηνεύονται ως απόρροια των εξελίξεων που σημειώθηκαν στην Αρκαδία και στην Κύπρο στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ.
Βαγγέλης Στεργιόπουλος
Όπως έχουμε προαναφέρει, η αρκαδοκυπριακή αποτελεί τη μία από τις τέσσερις μεγάλες διαλεκτικές ομάδες της 1ης χιλιετίας π.Χ. (αττικοϊωνική, δωρική και αιολική οι άλλες τρεις). Σε αυτήν περιλαμβάνονται οι συγγενείς διάλεκτοι που μιλήθηκαν στην Αρκαδία και στην Κύπρο στην εν λόγω χιλιετία, μορφές δηλαδή της ελληνικής γλώσσας που εμφανίζουν σαφή κοινά χαρακτηριστικά (όπως η χρήση της δοτικής αντί της γενικής ύστερα από συγκεκριμένες προθέσεις) παρά τα διαφορετικά συστήματα γραφής τους.
Κατ’ αρχάς, η αρκαδική διάλεκτος διαμορφώθηκε σε μια ορεινή και απομονωμένη –εξαιτίας των γεωμορφολογικών χαρακτηριστικών της– περιοχή της Πελοποννήσου, γεγονός που οδήγησε στην αποστασιοποίησή της από τον περιβάλλοντα δωρικό κόσμο και, κατά συνέπεια, επέδρασε καθοριστικά στη φυσιογνωμία της. Πάντως, δε συνέβη το ίδιο με το αρκαδικό αλφάβητο, που επηρεάστηκε από το λακωνικό και το ηλειακό. Όσον αφορά το διαθέσιμο επιγραφικό υλικό από την Αρκαδία, αυτό χρονολογείται από τον 6ο έως τα τέλη του 3ου/αρχές του 2ου αιώνα π.Χ., με την επίδραση της κοινής να καθίσταται εμφανής από τον 4ο αιώνα π.Χ.
Η κυπριακή διάλεκτος, από την άλλη πλευρά, μιλήθηκε από ελληνόφωνους πληθυσμούς (ελληνικά φύλα που προέρχονταν κυρίως από την Πελοπόννησο, αλλά και από άλλες περιοχές, όπως η Αθήνα) που είχαν εγκατασταθεί σταδιακά στη μεγαλόνησο πριν από τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. λόγω της καίριας –για τις θαλάσσιες εμπορικές οδούς– γεωγραφικής θέσης της και του πλούσιου σε μεταλλεύματα υπεδάφους της. Με την τοπική αυτή διάλεκτο της ελληνικής που μιλιόταν στο νησί συνδέθηκε άρρηκτα το λεγόμενο κυπριακό συλλαβάριο, ένα συλλαβικό σύστημα γραφής, που εμφανίστηκε την 1η χιλιετία π.Χ. και χρησιμοποιήθηκε (με ποικιλόμορφες παραλλαγές, σχετιζόμενες με τοπικά και χρονικά όρια, το σχήμα και τον αριθμό των γραφημάτων) επί σειράν αιώνων.
Οι παλαιότερες επιγραφές της κυπριακής διαλέκτου στο υπό εξέταση συλλαβάριο ανάγονται στον 8ο αιώνα π.Χ. Το κυπριακό συλλαβάριο –χρησιμοποιήθηκε επιπροσθέτως για να καταγραφεί το τοπικό ιδίωμα που συμβατικά αποκαλείται ετεοκυπριακή γλώσσα– έπαυσε σε γενικές γραμμές να χρησιμοποιείται στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. (πάντως, σποραδικά δείγματα κειμένων σε συλλαβάριο απαντούν ακόμα και στο 2ο-1ο αιώνα π.Χ.), όταν πήρε τη θέση του το ελληνικό αλφάβητο. Βεβαίως, τα πρώτα δείγματα αλφαβητικής γραφής στη συντηρητικής νοοτροπίας κυπριακή κοινωνία είχαν εμφανιστεί πολύ νωρίτερα, τον 6ο αιώνα π.Χ., αλλά οι σχετικές επιγραφές έφεραν ταυτόχρονα και τη συλλαβική απόδοση του ίδιου κειμένου.
Η σταδιακή κυριαρχία της ελληνιστικής κοινής και του ελληνικού αλφαβήτου επί της κυπριακής διαλέκτου και του κυπριακού συλλαβαρίου άρχισε στη μεγαλόνησο –όπως και σε όλες σχεδόν τις ελληνόφωνες περιοχές– από το β’ μισό του 4ου αιώνα π.Χ. Στα τέλη πλέον του 3ου αιώνα π.Χ. η κυπριακή διάλεκτος και το κυπριακό συλλαβάριο είχαν περιοριστεί ουσιαστικά στο θρησκευτικό πεδίο, ήτοι σε έναν τομέα εξόχως συντηρητικό από γλωσσικής απόψεως. Βεβαίως, η μετάβαση από το παλαιό σύστημα γραφής στο νέο, από το συλλαβάριο στο αλφάβητο, συνοδεύτηκε από αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στα δύο συστήματα γραφής και επέφερε μια κατάσταση προσωρινής σύγχυσης ή, αν προτιμάτε, γλωσσικής διμορφίας.
Τα κοινά γλωσσικά στοιχεία στην αρκαδική και στην κυπριακή διάλεκτο ερμηνεύονται από τους μελετητές ως απόρροια των εξελίξεων που σημειώθηκαν στην Αρκαδία και στην Κύπρο στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. Δεδομένου ότι η αρκαδοκυπριακή διάλεκτος εμφανίζει αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με την ελληνική των Μυκηναϊκών Χρόνων, μπορούμε να υποθέσουμε βασίμως ότι οι μύθοι που αναφέρονται στην εγκατάσταση ελληνικών φύλων στην Κύπρο μετά το πέρας του Τρωικού Πολέμου έχουν ιστορικό υπόβαθρο. Πιο αναλυτικά, εικάζουμε ότι περί το 1200 π.Χ., μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών ανακτορικών κέντρων της Πελοποννήσου, ελληνόφωνα φύλα της περιοχής κατέφυγαν στην Αρκαδία, στον μοναδικό –όπως προείπαμε– μη δωρικό πελοποννησιακό θύλακα. Ένα τμήμα των πληθυσμών αυτών παρέμεινε μόνιμα εκεί, αλλά ένα άλλο μετανάστευσε σταδιακά –κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα– προς ανατολάς αναζητώντας καλύτερες βιοτικές συνθήκες. Έτσι, μυκηναίοι άποικοι έφθασαν και στην Κύπρο, μεταφέροντας τη διάλεκτό τους και προσαρμόζοντας στις ανάγκες της γλώσσας τους το επιχώριο συλλαβικό σύστημα γραφής, το λεγόμενο κυπρομινωικό (επιγραφές με τον κυπρομινωικό κλάδο γραφής είχαν εμφανιστεί στην Κύπρο από τα τέλη του 15ου αιώνα π.Χ.).
*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, η ορειχάλκινη πινακίδα του Ιδαλίου (αρχαίας πόλης της Κύπρου, που σήμερα ονομάζεται Δάλι), που χρονολογείται στο α’ τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ. και φέρει και στις δύο όψεις της εγχάρακτη επιγραφή στο κυπριακό συλλαβάριο (κείμενο στην αρκαδοκυπριακή διάλεκτο).
Δημοσίευση σχολίου