ΜΑΡΙΑ ΜΑΝΤΟΥΒΑΛΟΥ
Aν. Καθ. Φιλοσ. Σχ. του Παν. Αθηνών
Όπως προκύπτει από το πρόγραμμα της σημερινής Ημερίδας, οι επιδιωκόμενοι στόχοι είναι δύο: ο ένας είναι οι Ιερές Μονές της Αρκαδίας να αποτελέσουν προορισμό θρησκευτικού τουρισμού και ο δεύτερος, όπως εμφαντικά δηλώνεται, είναι η παρουσία της Αρκαδίας στην Αθήνα. Επιτρέψτε μου να σας αναφέρω ότι ο δεύτερος στόχος, δηλαδή, η Αρκαδία στην Αθήνα, έχει ήδη πραγματοποιηθεί, πριν από αρκετά χρόνια, από τον μεγάλο λογοτέχνη και αγιογράφο, τον κορυφαίο των Γραμμάτων και των Τεχνών στην νεότερη Ελλάδα, τον καταγόμενο από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, Φώτη Κόντογλου, που με τις πλούσιες τοιχογραφίες του που φιλοξενήθηκαν στο Δημαρχείο της Αθήνας και με τις ακόλουθες αντίστοιχες στις τοιχογραφίες επιγραφές «Οι Αρκάδες κτίζουν βωμόν και θεμελιώνουν την Λυκοσούρλη» (δηλ. τη Λυκόσουρα), «Αρκάς, ο πρώτος καλύβας ποιήσας» «Ο Δοξαπατρής αγωνίζεται εις το Αράκλοβον» και στον Καστρολόγο του εξηγεί ότι το όνομα Αράκλοβο υπήρχε ανέκαθεν και οι βυζαντινοί το λέγανε Ορόκλοβον και ότι ο φρούραρχος έλληνας Δοξαπατρής, ήτανε γίγαντας σαν Ηρακλής που αντιστάθηκε στους Φράγκους και ολοκληρώνει αυτή τη διαχρονική παρουσία της Αρκαδίας με την ιερή μορφή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του Γέρου του Μοριά, όπως ο ίδιος ο Κόντογλου γράφει. Ο Κόντογλου, ο ζωγράφος της Αρκαδίας καλλιέργησε την αγάπη προς την Αρκαδία συνδέοντάς την και προς την Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό, γενικότερα, και για το λόγο αυτό στην «Πονεμένη Ρωμιοσύνη», ξεσπάει: «Η Ορθοδοξία έγινε ένας λόγος άδειος στα στόματα των σημερινών φραγκοδασκαλεμένων δασκάλων. Μα η αληθινή ορθοδοξία, που είναι πλούτος και ρίζα αθανασίας, είναι φυτρωμένη βαθιά στην καρδιά του ορθοδοξότατου λαού μας, που όσο δεν ήθελε να τουρκέψει, άλλο τόσο δεν θέλει να φραγκέψει». Ο Κόντογλου, είπα, ότι έφερε την Αρκαδία στην Αθήνα, όχι όμως σε χώρο δικό της, αλλά δανεικό, το Δημαρχείο της Αθήνας, γιατί δεν υπήρχε τότε, όπως δεν υπάρχει δυστυχώς και σήμερα χώρος αντάξιος της παγκόσμιας φήμης και του μεγαλείου της Αρκαδίας, αυτής που θεωρήθηκε το λίκνο του ρωμαϊκού κόσμου, η πατρίδα του πρώτου ανθρώπου, του Πελασγού, η γενέτειρα της πρώτης πόλης στον κόσμο που είδε ο ήλιος, της Μεγαλόπολης και του τόπου, όπου όλοι οι λαοί θα ήθελαν να είχαν σ’ αυτή γεννηθεί. Και, σε αντίθεση με όλες τις άλλες περιοχές της Ελλάδας που διαθέτουν στην Αθήνα Μέγαρα του τόπου καταγωγής τους, όπως οι Κρήτες, οι Ρουμελιώτες, οι Ηπειρώτες, οι Λάκωνες και τόσοι άλλοι, οι Αρκάδες περιορίζονται σε ένα μικρό όροφο πολυκατοικίας των Εξαρχείων, ενώ, ανάλογα προς την Πανελλήνια και παγκόσμια απήχησή της, η Αρκαδία θα έπρεπε να έχει στην Αθήνα το μεγαλύτερο Μέγαρο και όχι να φιλοξενείται σε ξένες αίθουσες. Και ενώ κατά τον Μεγαλοπολίτη Πολύβιο, για τους Αρκάδες η μελέτη της μουσικής ήταν πραγματική ανάγκη και από παιδιά συνηθίζανε να ψάλλουν ύμνους και παιάνες μελωδικά, με τους οποίους υμνούσαν κατά τα πατροπαράδοτα τους εγχώριους ήρωες και το θείον και δεν ψυχαγωγούντο σε όλη τους τη ζωή με εισαγόμενη ξένη μουσική, αλλά μόνο με τη δική τους και η άγνοια της μουσικής εθεωρείτο στην Αρκαδία άτιμο χαρακτηριστικό, εντούτοις, παρ’ όλα αυτά, οι Αρκάδες στερήθηκαν ό,τι δικαιωματικά έπρεπε να τους ανήκει, δηλαδή το Μέγαρο Μουσικής.
Η Αρκαδική Ακαδημία είχε απευθυνθεί στον τότε Υφυπουργό Πολιτισμού κ. Πέτρο Τατούλη ο οποίος αμέσως και πρόθυμα υιοθέτησε την πρωτοβουλία για την ίδρυση Μεγάρου των Αρκάδων στην Αθήνα, με παρουσία της διαχρονικής πραγματικής Αρκαδίας, Αρχαίας, Βυζαντινής, Μεταβυζαντινής και Νεότερης και όχι μόνο της κατασκευασμένης από Φράγκους κολοβωμένης ουτοπικής Αρκαδίας. Το γνωστοποίησε επίσης και σε επίλεκτα μέλη της Αρκαδικής κοινωνίας, των οποίων η ανταπόκριση ήταν ιδιαίτερα συγκινητική όπως των Πανεπιστημιακών καθηγητών Νικήτα Ασημακόπουλου, Ιωάννη Παπαδημητρίου, Εμμανουήλ Μερίκα, Ανδρέα Κιντή, γνωστά σε όλους τους Αρκάδες, οι οποίοι, στις γραπτές απαντήσεις τους, επισημαίνανε τη μεγάλη σήμερα έλλειψη, αλλά και την απέραντη χαρά τους για την πραγματοποίηση, όπως ελπίζανε, τουλάχιστον, του οφειλόμενου αυτού στην Αρκαδία έργου.
Ατυχώς η απομάκρυνση του κ. Υφυπουργού άφησε την πρωτοβουλία και τα σχετικά σχέδια ανενεργά μέχρι σήμερα στο τότε Υπουργείο Πολιτισμού. Σε σας πλέον, αξιότιμοι φορείς της Αρκαδίας, λαϊκοί και ιερωμένοι, εναπόκειται να αναλάβετε να υλοποιήσετε αυτό το όραμα. Το Μέγαρο των Αρκάδων στην Αθήνα θα έπρεπε να είναι το Μέγαρο της Ελευθερίας της Ελλάδας και της διαχρονικής πορείας της Αρκαδίας μέσα στην ιστορία. Ακόμη να αποτελεί σύμβολο θαυμάσιας συνοδοιπορίας και δημιουργικής συνάντησης Ελληνισμού και Χριστιανισμού και αναλλοίωτου εθνικού χαρακτήρα. «Νυν εδοξάσθη ο υιός του ανθρώπου» ήταν ο θείος λόγος του Χριστού, όταν αναγγέλθηκε σ’ αυτόν ότι οι Έλληνες ήθελαν να τον δουν.
Συγγνώμη για την παρέμβαση και τώρα έρχομαι στο θέμα του θρησκευτικού τουρισμού και την ένταξη σ’ αυτή τη μορφή τουρισμού των Ιερών Μονών της Αρκαδίας. Χωρίς να θέλω στο ελάχιστο να υποτιμήσω τις άλλες Ιερές Μονές της Ελλάδας, θα πρέπει να υπογραμμίσω ότι οι Μονές Αρκαδίας διαφέρουν ριζικά από όλες τις άλλες, γιατί η ίδια η Αρκαδία διαφέρει από την υπόλοιπη Ελλάδα, αφού έχει το προνόμιο των ευρωπαϊκών εγκωμίων από τότε που ο εθνικός ποιητής των Ρωμαίων, ο Βιργίλιος, την ανακάλυψε το 42 π.Χ. και παρουσίασε το Αρκαδικό τοπίο στα έργα του με τα πιο έντονα χρώματα, καθιστώντας το διεθνώς γνωστό, επαναφέροντας παράλληλα στην επιφάνεια τους υμνητικούς για την Αρκαδία λόγους ενός από τους σπουδαιότερους ιστορικούς της μετακλασικής περιόδου, του μεγαλύτερου ιστορικού των Ελληνιστικών χρόνων, του Μεγαλοπολίτη Πολύβιου.
Ακόμη, προνόμια ιδιαίτερα είχαν οι Ιερές Μονές Αρκαδίας, αφού απολάμβαναν την κατ’ ευθείαν προστασία τα περισσότερα, από την Κωνσταντινούπολη και τον εκάστοτε Οικουμενικό Πατριάρχη. Εκείνο όμως που ριζικά διαφοροποιεί το ονομαζόμενο «Άγιο Όρος της Πελοποννήσου», δηλαδή τις πολυάριθμες Μονές Αρκαδίας, δεν είναι μόνο ο μεγάλος αριθμός τους, αλλά κυρίως το γεγονός ότι οι Αρκάδες είναι οι ιδρυτές του Αγίου Όρους, αφού σύμφωνα με έγκυρες ιστορικές πηγές βυζαντινές και μεταγενέστερες, ο μόνος λαός που έμενε στον Άθω από την εποχή του Φιλίππου ήταν οι Τσάκωνες, οι οποίοι είναι ιδρυτές των Καρυών του Αγίου Όρους, τις οποίες και έκαναν πρωτεύουσα του Όρους. Είναι γνωστό ότι στη συνέχεια ο Πάρνωνας ονομάστηκε «δεύτερο Άγιο Όρος». Πάντως από το χειρόγραφο της Μονής Φιλοθέου, το οποίο μελέτησαν τόσο ο Ρώσος βυζαντινολόγος ακαδημαϊκός, επίσκοπος, Πορφύριος Ουσπένσκυ, που αναφέρει την μετοικεσία των Τσακώνων από τον Άθω στην Πελοπόννησο στο έργο του «Ιστορία του Άθω» και όπου τη σχετική αναφορά μετέφρασε από τα ρωσικά ο ιερομόναχος Φιλάρετος, προηγούμενος στα Καυσοκαλύβια, αντιπρόσωπος της Μονής Βατοπεδίου στη Ρωσία χάριν ελεών, όσο και ο καθηγητής Φρεαρίτης, που επίσης μελέτησε το χειρόγραφο της Φιλοθέου, ο οποίος και γράφει ότι «επί Μεγάλου Κωνσταντίνου, τον 4ο αι. μ..Χ, οι κάτοικοι της Χερσονήσου του Άθω εδιώχθησαν υπό του αυτοκράτορος μετοικισθέντες εις Πελοπόννησον, όπου σήμερα κατοικούν οι Τσάκωνες» Και οι αγιορείτες συγγραφείς βιβλίων για το Άγιον Όρος, όπως π.χ. ο ιερομόναχος Γεράσιμος Σμυρνάκης στο σπουδαίο έργο του «Το Άγιον Όρος, Καρυές Αγίου Όρους» αναφέρει ότι «Πολλοί των Αγιορειτών πιστεύουσι και ετέρους πείθουσι εκ χειρογράφων παραδόσεων, ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος, μετοίκησε πάντας τους κατοίκους του Άθω, Τσάκωνας όντας, εις Πελοπόννησον και απέδωκε το Όρος εις τους μοναχούς». Να προσθέσω εγώ ότι είναι γνωστή η Αρκαδιούπολις στη Θράκη, την οποία αναφέρει ο χρονογράφος Κεδρηνός και ότι στη Θράκη επίσης υπάρχει το χωριό Καρυαί.
Πάντως οι Αθωνίτες ιδρυτές του νέου Αγίου Όρους της Πελοποννήσου, του Πάρνωνα δηλαδή, επέστρεφαν κατά διαστήματα εκεί απ’ όπου εκτοπίσθηκαν οι πρόγονοί τους, τόπο πιθανής προέλευσής τους, και μεταξύ αυτών αναφέρω ενδεικτικά τον Άγιο Νείλο τον Μυροβλήτη, αρχές του 17ου αι., κατά κόσμο Νικόλαο Τερζάκη, από τον Άγιο Πέτρο Κυνουρίας και τον θείο του ιερομόναχο Μακάριο που άφησαν τη βυζαντινή Ιερά Μονή Μαλεβής και πήγαν στο Άγιον Όρος, στο σπήλαιο που είχε κατοικήσει ο Άγιος Πέτρος ο Αθωνίτης, τον έβδομο αι. και μετέτρεψαν ακατοίκητο τόπο σε διαμονή τους, που ονόμασαν Αγία Πέτρα, σε ανάμνηση της καταγωγής από τον Άγιο Πέτρο Κυνουρίας.
Άλλος που επανέκαμψε από την Κυνουρία στο Άγιον Όρος είναι ο Εμμανουήλ Τροχάνης, μαθητής στην Αθωνιάδα και ο Αλέξιος από το Άγιο Πέτρο Κυνουρίας, ιδρυτής το 1776 ναού των Αγίων Πάντων και κελιών κοντά στη Μονή Εσφιγμένου. Τέλος να αναφέρω και τον γέροντα Ναθαναήλ, εμπειρικό γιατρό από την Κυνουρία, στη Μονή Εσφιγμένου.
Αν τα ανέφερα όλα αυτά είναι για να δείξω ότι ο αγιοτόκος χώρος της Αρκαδίας, Μαντινεία, Κυνουρία, Γορτυνία, Μεγαλόπολη, κατάσπαρτος από Ιερές Μονές, μπορεί να έχει τα προνόμια επισκεψιμότητας που απολαμβάνει το Άγιον Όρος, αλλά και να ρίξει γέφυρες στενότερης επικοινωνίας με αυτό, αφού άλλωστε μεγάλο μέρος των επισκεπτών του Όρους είναι Ρώσοι επίσημοι και θρησκευόμενος ρωσικός λαός και οι Ναοί της Κυνουρίας διαθέτουν ρωσικές εικόνες, δώρα της Αυτοκράτειρας Αικατερίνης και η Ρωσία συνδέεται επίσης στενά ιστορικά με την Πελοπόννησο, έστω και κάτω από τις δυσμενείς συνθήκες των Ορλωφικών. Και ας μην ξεχνάμε ότι η Ρωσία δέχτηκε με ύψιστες τιμές το άγιο σώμα του Πρωτομάρτυρα Δημητσανίτη Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου του Ε΄.
Έλληνες και ξένοι επισκέπτες καλούνται να έρθουν προσκυνητές των Μονών της Αρκαδίας, γιατί αυτές, εκτός των άλλων, υπήρξαν το λίκνο της απελευθέρωσης και τα χώματά τους διατηρούν και τα σημάδια από τα προσκυνήματα του Κολοκοτρώνη και των άλλων αγωνιστών και τη δροσερότητα από τα καυτά δάκρυά τους. Ακόμη γιατί αυτά τα Μοναστήρια βρίσκονται στον ίδιο τόπο που υμνήθηκε από την Αρχαιότητα και μένει αναλλοίωτος στους αιώνες, παρά τις τόσες βαρβαρότητες και κτηνωδίες που διαπράχθηκαν πάνω στο σώμα του από διάφορους απολίτιστους εισβολείς.
Διατηρούνται αναλλοίωτα η υπέροχη φύση με τα ελατοσκέπαστα βουνά του Μαινάλου, του Πάρνωνα, του Αρκαδικού Ταΰγέτου, και με τα ποτάμια της, τον Αλφειό, το Λούσιο, τον Ερύμανθο, το Λάδωνα και μέσα στα βουνά και στα φαράγγια και δίπλα στα ποτάμια, προβάλλουν ανυπέρβλητης ωραιότητας Μοναστήρια, άλλα με βυζαντινή σφραγίδα κι άλλα μεταγενέστερα, αλλά εξίσου υπέροχης ομορφιάς με τα πρώτα.
Είναι πλουσιότατη η βιβλιογραφία γύρω από τις Ιερές Μονές Αρκαδίας και μπορεί ο καθένας εύκολα να μελετήσει και γνωρίσει την ιστορική τους διαδρομή, το αρχιτεκτονικό και ζωγραφικό μεγαλείο τους, καθώς και τη σημερινή παρουσία τους.
Είναι, πάντως, παράξενη σύμπτωση το γεγονός, ότι σε περιόδους κρίσεων ανακαλύπτεται η Αρκαδία, όπως στη σημερινή ημερίδα, ως ο πιο ιδεώδης τόπος να εμπνεύσει την ελπίδα και τις προσδοκίες, για τη διέξοδο από την κρίση. Η Αρκαδία, όπως αποδεικνύεται ιστορικά, διαθέτει αυτές τις δυνατότητες διαφυγής των ανθρώπων από τα αδιέξοδα, όχι μόνο των Ελλήνων, αλλά και όλων των λαών της Ευρώπης, αφού έχει τη μοναδικότητα της ευρωπαϊκής προβολής ως χώρας των ονείρων και της ευδαιμονίας. Ο θεωρούμενος, κατά τον Μεσαίωνα, ως πρόδρομος του Χριστιανισμού, εθνικός ποιητής των Ρωμαίων, Βιργίλιος, σε περίοδο κρίσης, ανακάλυψε την Αρκαδία, δημιουργώντας με τα έργα του εσχατολογικές προσδοκίες στους συμπατριώτες του, μετά από την καταστρεπτική αναρχία των εμφυλίων πολέμων, σε μια περίοδο στην οποία όλα όσα η Ρώμη είχε επιτύχει κατά την μακραίωνα ιστορία της φαίνονταν πολύ πιθανό να εξαφανιστούν μέσα στην πολιτική σύγχυση και όπου, όπως γράφει ο Βιργίλιος «το όσιο και το ανόσιο εναλλάσσονται: τόσες πολλές μορφές εγκλήματος, η έλλειψη σεβασμού για το άροτρο, οι εγκαταλειμμένοι αγροί με τους αγρότες διωγμένους». Και ο Βιργίλιος διασαλπίζει: «επιστροφή στον τρόπο ζωής των προγόνων (των Αρκάδων του Εύανδρου) με τις αρετές της ευσέβειας, της πίστης, της αξιοπρέπειας, της δικαιοσύνης, της εθνικής υπερηφάνειας». Η νέα τάξη, λοιπόν, που ευαγγελιζόταν ο Βιργίλιος ήταν μια επαναδιατύπωση της παλαιάς. Δηλαδή, η Αρκαδία του Βιργιλίου στα Γεωργικά, την Αινειάδα, τις Εκλογές, προβάλλει ως διέξοδος από τα φοβερά σύγχρονά του πολιτικά γεγονότα. Η θλίψη του για την ταραγμένη εποχή του με τη σκληρότητα, την κακία, την αποκτήνωση, τον οδηγεί στην προβολή της Αρκαδίας, ως επίγειου παραδείσου, όπου εκμηδενίζονται η αδικία, η ωμότητα, η ασέβεια και εξαφανίζονται όλες οι αντιθέσεις με αποκατάσταση του κράτους δικαίου, της ειδυλλιακής γαλήνης, όπου όλα τα πλάσματα συζούν σε οικογενειακή ατμόσφαιρα και όπου λιοντάρι και πρόβατο συνυπάρχουν ειρηνικά. Όλα αυτά θα γίνουν με θεία πρόνοια και θεϊκή παρέμβαση, όπως γράφει και στα Γεωργικά και στην Αινειάδα. Σημειώνω εδώ ότι την Αινειάδα, που είναι ένα θρησκευτικό ποίημα και βασίζεται στην αναμφισβήτητη υπόθεση ότι υπάρχουν δυνάμεις έξω από τον κόσμο των θνητών, οι οποίες και καθορίζουν τη ζωή του, τη μετέφρασε ο μεγάλος Κερκυραίος σοφός, επίσκοπος Χερσώνος στη Ρωσία, Ευγένιος Βούλγαρης και τη χρησιμοποιούσε στην Αθωνιάδα Ακαδημία, που ήταν διευθυντής και καθηγητής και στην «Περί Μουσικής» πραγματεία του, ο Ευγένιος Βούλγαρης γράφει, αναφερόμενος στους Αρκάδες: «Μας πληροφορεί ο Μεγαλοπολίτης Πολύβιος με εκείνο που συνετώς επαρατήρησε περί του των Αρκάδων έθνους, [εκτός της Μουσικής], ότι οι Αρκάδες εγνωρίζοντο παρά πάσι τοις Έλλησιν ερασταί της αρετής, επιεικείς και κόσμιοι εις τα ήθη, δίκαιοι, φιλάνθρωποι, φιλόξενοι, θεοσεβείς». Ο Βιργίλιος γνωρίζει τον Πολύβιο και αντιπροβάλλει απέναντι στον ωμό και ασεβή ρωμαϊκό κόσμο την ενάρετη Αρκαδία.
Σήμερα, λοιπόν και πάλι, που γενικά, ο άνθρωπος, όχι μόνον ο Έλληνας, διέρχεται κρίσιμες στιγμές και απειλείται η ύπαρξή του και που αναζητεί τη δύναμη να συνεχίσει, επιβάλλεται να επαναφέρουμε την Αρκαδία στο προσκήνιο για πρόσκληση εκδρομέων – ταξιδιωτών, προσκυνητών, επισκεπτών στις Ιερές Μονές της για ασκητικό τουρισμό, που είναι λιμάνι ψυχικής γαλήνης για το σύγχρονο ταλαίπωρο άνθρωπο της τεχνολογίας με τις έμμονες ιδέες του για λήθη του παρελθόντος και της ιστορίας, τον άνθρωπο της κατάθλιψης από τις διαμάχες και συγκρούσεις, τον εγωκεντρικό και συμφεροντολόγο.
Οι λόγοι του Χριστού είναι εναντίον της διαφθοράς, της αδικίας, της υποκρισίας, της εκμετάλλευσης των αδυνάτων, της άπληστης πλεονεξίας, της σκληρότητας, του εγωισμού, της ηδονολατρείας, της αχαλίνωτης επιθυμίας του κέρδους, του πάθους της κυριαρχίας και της επιβολής, της χωρίς όρια φιλοχρηματίας.
Η Αρκαδία και οι Ιερές Μονές της προσφέρουν στον άνθρωπο την ελπίδα που δίνει νόημα στη ζωή και η διασύνδεση με το παρελθόν απαλλάσσει από το αδυσώπητο παρόν. Είναι αξιέπαινη η σημερινή σας προσπάθεια να προτείνετε με το θρησκευτικό και πολιτιστικό τουρισμό, έναν άλλο τρόπο ζωής, πιο ηθικό, πιο πνευματικό, μέσα από τα θρησκευτικά μνημεία της Αρκαδίας, που είναι ζωντανά, λειτουργικά, δεν είναι μουσειακά είδη, δεν είναι «τουριστικά προϊόντα», αλλά στοχεύουν στις αξίες του ανθρώπου και στην παράδοσή του.
Τελειώνοντας θα κάνω κάποιες ελάχιστες αναφορές στις Ιερές Μονές, που αφήνουν αξέχαστες εμπειρίες στους επισκέπτες, όπως η Μονή Αγίου Νικολάου των Βαρσών, στη Μαντινεία, όπου το σώμα του Νεομάρτυρα Δημητρίου και τα άγια λείψανα του Νεομάρτυρα Παύλου, των δύο πολιούχων της Τρίπολης, η Παναγία Έλωνα στην Κυνουρία, με την εικόνα της Παναγίας, έργο του Ευαγγελιστή Λουκά, κατά την παράδοση. Εδώ πρέπει να αδελφοποιηθεί η Μονή με Υδραίους και Σπετσιώτες, αφού σ’ αυτούς γίνεται στη Μονή ειδική αναφορά.
Η Μονή του Αγίου Νικολάου Καρυάς στον Πραστό Κυνουρίας με άμεση ιδρυτική σύνδεση με το Άγιον Όρος και την Αγιορείτικη αρχιτεκτονική. Εδώ θα έπρεπε κάποτε να αποκατασταθεί η ασφαλής πρόσβαση, αίτημα που επανειλημμένα υποβάλαμε στους αρμόδιους, χωρίς όμως μέχρι σήμερα κάποια ανταπόκριση.
Γνωστή η Μονή της Αρτοκωστάς, από τις αρχαιότερες, στην Κυνουρία που οι Βενετοί τη στέρησαν από τη βυζαντινή εικόνα της Παναγίας μεταφέροντάς την στη Βενετία.
Η Βυζαντινή Μονή Παλαιοπαναγιάς στην Κυνουρία με πολλά κειμήλια και βυζαντινά χειρόγραφα, όπως αναφέρεται στην περιγραφή της Μονής.
Η περίφημη Βυζαντινή Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Μπούρα, που τελευταία μας κατέπληξε με την πολύτιμη έκδοση της Φιλοκαλίας των Ιερών Νηπτικών σε τρεις καλαίσθητους τόμους, με πρωτότυπο κείμενο και μετάφραση.
Η Βυζαντινή Μονή Λουκούς στο Άστρος που κατέχει τμήμα του Τιμίου Ξύλου.
Η Μονή Μαλεβής στην Κυνουρία, μίλησα πριν γι αυτήν τη Μονή στα σχετικά με το Άγιον Όρος και προσθέτω εδώ τη θαυματουργή εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που ζωγράφισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς και την έφεραν οι κάτοικοι του Άθω που μετοίκησαν στην Κυνουρία.
Στο Μαίναλο, το υψηλότερο βυζαντινό μοναστήρι του Μοριά, η Επάνω Χρέπα και το παλαιότερο μοναστήρι της Πελοποννήσου, η Παλαιά Μονή Φιλοσόφου, ίσως ένα από τα παλαιότερα της Ελλάδος.
Το Μοναστήρι της Κλειβωκάς, κοντά στην Κοντοβάζαινα, με τα 120 ή 130 σκαλιά στο βράχο σκαλισμένα, που είναι απίστευτο πώς χτίστηκε σ’ αυτές τις βουνοκορφές. Σωστή αετοφωλιά, σπάνια φυσική αγριότητα. Από την Ινδία, στην Καλκούτα που διέμενε ο Κοντοβαζενίτης Ιωάννης Σοφιανόπουλος τη φρόντισε. Καλέστε και από την Ινδία επισκέπτες, θα έρθουν σίγουρα.
Σ’ αυτά τα Μοναστήρια μπορείς ευκολότερα να επικοινωνήσεις με το Θεό. Η Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Στεμνίτσας, αετοφωλιά κι αυτή.
Η Ιστορική Μονή Καλτεζών αποτελεί σπάνια εμπειρία για τον επισκέπτη.
Οι Μονές Φιλοσόφου, Προδρόμου, Αιμυαλών στο Μαίναλο, προικισμένες με σπάνια θεϊκά χαρακτηριστικά.
Η πρόσβαση σε πολλά βιβλία αναφερόμενα στις Μονές Αρκαδίας είναι ευχερέστατη. Ο επισκέπτης πρέπει να έχει ενημερωθεί, αν και συχνά και μόνο η επίσκεψη, χωρίς καμμία γνώση, καθηλώνει τον ταξιδιώτη και η ίδια η Μονή, οι εικόνες της, ο τόπος, τα πρόσωπα των Μοναχών είναι αρκετά για να νιώσει ο προσκυνητής ότι πέρα από τη λογική και τις στατιστικές υπάρχει κάτι άλλο υψηλότερο και τότε ανεπαίσθητα έρχεται η υπέρβαση και το πλησίασμα το θεϊκό. Τότε είναι που θα καθαρίσει ο νους, και η καρδιά θα ενωθεί με το άπειρο και τότε εκτοπίζεται ο φόβος του θανάτου.
Ευχαριστώ,
Επιλογή υλικού
Αικατερίνη Διαμαντοπούλου
Θεολόγος ΜΑ - Φιλόλογος PhD Φιλοσοφίας
www.romiosini.org.gr
Δημοσίευση σχολίου