Από George Karpouzos
Πλάτανος Μαγουλιάνων – Διατηρητέο Μνημείο της Φύσης
Αραιές μα στέρεες μνήμες στον πλάτανο, που απλώνει τις ρίζες του στα σημεία όπου δακρύζουν οι υπόγειες φλέβες των νερών. Σημείο αντάμωσης ο τεράστιος πλάτανος της κεντρικής πλατείας του χωριού. Από αυτόν έπαιρναν κουράγιο οι ξενιτεμένοι και, όταν έφτανε η ώρα του χωρισμού στον ίσκιο του έδιναν μια ευχή και μια υπόσχεση: Να είμαστε καλά και να ξανασυναντηθούμε σύντομα. Κι όταν έφτανε το Δεκαπενταύγουστο εδω συγκεντρώνονταν πάλι οι πανηγυριώτες στην εφέστια, τη μεγάλη του τόπου γιορτή. Με τα κλαρίνα και τα βιολιά μαζί, για ν’ ακολουθήσει ο χορός.
Στις ρίζες του πλατάνου δροσίστηκαν γενιές ανθρώπων. Ο «Κολοπανάς», στα χρόνια των γιαγιάδων μας, ήταν η μεγάλη «Βουλή» των γυναικών του χωριού. Ηταν πλησταριό, γυναικωνίτης, γραφείο συνοικεσίων… Στις πέτρινες γούρνες του γίνονταν οι μπουγάδες. Και ήθελαν τρεις σκάφες για αποτελεσματικό πλύσιμο. Μια για το πρώτο χέρι, μια για το δεύτερο πέρασμα με τη συνδρομή μάλιστα του λουλακιού για ν’ ασπρίσουν σωστά τα ασπρόρουχα και μια τρίτη για το τελικό ξέβγαλμα.
Έτσι φτάνουμε και στο 2014 όπου ο πλάτανος μας χαρακτηρίζεται Διατηρητέο Μνημείο της Φύσης με αποφαση του τμήματος Περιβάλλοντος και Χωροταξικού Σχεδιασμού της Αποκεντρωμένης Διοιηκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου.
Ακολουθεί κείμενο του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Φ. ΦΟΥΚΑ
Ο πλάτανος των Μαγουλιάνων. Πολύ σπάνια ένα δέντρο δέθηκε τόσο πολύ με τους ανθρώπους του τόπου του, όσο ο πλάτανος των Μαγουλιάνων. Για να στηθεί, έτσι μεγαλόπρεπος, δούλεψαν οι αιώνες. Οι απαρχές του χάνονται στα βάθη του χρόνου, όπως οι ρίζες του χάνονται στα βάθη της γης.
Πότε και ποιός τον φύτεψε, άγνωστο. Ρώτησα κάποτε τον πατέρας μου – πέθανε το 1968 σε ηλικία 93 ετών- αν θυμόταν τον πλάτανο κάπως μικρό- τερο.
«Ίσως!, μου απάντησε, όχι όμως πολύ· λίγο· σχεδόν έτσι τον θυμάμαι… Ακουστά έχω, πάντως, ότι τον φύτεψε κάποιος Μπούκουρας». Μαζί με την βρύση, ο πλάτανος αποτελεί σύμβολο. Είναι κάτι σαν οι- κόσημο του χωριού. Πλάτανος, βρύση, Μαγούλιανα, πάνε μαζί. Αγκαλιάζει ολόκληρη σχεδόν την πλατεία του χωριού. Τον κορμό του δεν τον αγκαλιάζουν τέσσεροι…
Κάτι «χελώνια» -εξογκώματα στον κορμό του- στα βορειοανατολικά, άραγε ν’ αποτελούν έναρξη κούφωσης; Μήνυμα; Κάποιος γεωπόνος ας κάνει τη διάγνωσή του. Οι κλώνοι του, γιγάντιοι βραχίονες κάποιου Τιτάνα, ξεπετιούνται στα ύψη. Η φυλλωσιά του, ορμητική ανάβρα δύ- ναμης και ζωής. Πλούσια, ζωηρή, βαθυπράσινη φορεσιά, του δίνει ένα κάπως σφαιρικό σχήμα. Πουλιά φω- λιάζουν στους κλώνους του. Την Άνοι- ξη ο σπίνος τραγουδάει εκεί το τραγούδι του.
Ασφαλώς, πίνει το μισό νερό της πλούσιας νερομάνας που ρέει στις ρίζες του. Το δικαιούται. Χαλάλι του… Νερό κρυστάλλινο, Μαγουλιανίτικο· σε πείσμα των θαμώνων του ίσκιου του, που τώρα πίνουνε κόκα – κόλες…
Πάλεψε μ’ ανεμοστρόβιλους, ανεμοθύελλες κι ανεμοζάλες· με μπόρες και με καταιγίδες. Τον χτύπησαν αστραπές, κεραυνοί. Λαβώθηκε από βόλια. Βόλια τούρκικα· βόλια κλέφτικα βόλια αντάρτικα. Του γλεντιού και του κεφιού· της ξεφάντωσης βόλια… Άντεξε! Του φτιάξανε ποιήματα και τραγούδια. Είδε το χωριό πολυάνθρωπο· στις δόξες του. Τώρα -αλίμονο- το ατενίζει σχεδόν έρημο. Δίπλα του, το άγαλμα του Φωτάκου τον παραστέκει. Στον ίσκιο του κάθισαν πολλοί: Απλοί άνθρωποι, διασημότητες, εργάτες, ξωμάχοι, τουρίστες, βιομήχανοι, εφοπλιστές, υπουργοί, κλέφτες, ληστές, αρματολοί, καπετάνιοι… Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο λεβέντης και απροσκύνητος αδελφός του, ο θρυλικός και ηρωικός Γιάννης «Ζορμπάς». Ο τούρκος Μπέης και η λαγωνίκα του Μπέη. Η λαϊκή παράδοση θέλει ακόμα: της βρύσης φαντάσματα, λάμιες, αγερικά, ξωτικά, νύμφες, νεράϊδες, στοιχειά…
Το Φθινόπωρο, τα κίτρινα, παλα- μόσχημα φύλλα του –λεπτεπίλεπτες πλάκες χρυσού- στροβιλίζονται ανά- λαφρα στον αέρα· μ’ έναν τελευταίο λικνιστικό χορό αποχαιρετισμού πέφτουν στη γη, αποχαιρετώντας τη ζωή και τις ομορφιές της.
***
Θα μαρτυρήσει ο πλάτανος
θα μαρτυρήσει η βρύση’
θα μαρτυρήσ’ η κοπελιά
που πάει για να γεμίσει… τραγουδάει το γνωστό τραγουδάκι της «Μαγουλιανίτισσας».
Αλήθεια! μαζί με τη βρύση, ο πλάτανος πόσες ιστορίες δε θα μπορούσε να πει. Και τι δεν έχει δει! Και τι δεν έχει ακούσει!
Γέλια, κλάματα, χαρές, λύπες, μοιρολόγια, αποχαιρετισμούς, δάκρυα, χορούς, πολέμους, τραγούδια της νύφης, τραγούδια κλέφτικα, τραγούδια της Λευτεριάς, κρυφούς καημούς, βουβούς πόνους, ξεφαντώματα, πανηγύρια, αγωνίες, αγάπες, χτυποκάρδια, ντέρτια, σεκλέτια. Ολόκληρο το ανθρώπινο δράμα, γνήσιο κι αυθόρμητο. Χωρίς ψιμύθια της τέχνης, απλό, απελέκητο, χιλιοπαιγμένο κάτω απ’ τους κλώνους του. Οι απέριττοι στίχοι τού «γερό Κώστα Κολόσακα» απηχούν ένα κομμάτι της ιστορίας του πλατάνου.
***
Με χιόνια, με κρύα, με βροχές και μ’ αγριοκαίρια. Με βοριάδες και με νοτιάδες, ο πλάτανος των Μαγουλιάνων μένει εκεί, θεόρατος, γαντζωμένος στη βίγλα του. Στοιχειό ανθρώπινο, με ψυχή· με βουβή μιλιά. Πάνω ακριβώς απ ́ την πεντάκρουνη βρύση και τις καμάρες της, αναδεύει παλιούς καιρούς, δόξες και θύμησες. Οικόσημο του χωριού. Βιγλάτορας και φύλακας της ιστορίας του τόπου. Άγρυπνος φρουρός και μάρτυρας των παραδό- σεων, αϊτός σκαρφαλωμένος στα ύψη, στο πιο ψηλό κατοικήσιμο χωριό της Πελοποννήσου, σε υψόμετρο 1.365 μέτρων.
Δημοσίευση σχολίου