Τον κώδωνα του κινδύνου για την λειψυδρία που πλήττει όλο και περισσότερες περιοχές της Ελλάδας, κρούουν οι επιστήμονες. Η μία περιοχή μετά την άλλη κηρύσσονται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενώ ο παρατεταμένος καύσωνας και η μείωση βροχοπτώσεων δημιουργούν ένα εφιαλτικό κοκτέιλ.
Συγκεκριμένα, 14 δήμοι της χώρας έχουν κηρυχθεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Ανάμεσα σε αυτούς βρίσκονται: Πέντε δήμοι της Κρήτης, η Σέριφος, η Σίφνος, η Λέρος, ο Πόρος, οι Σπέτσες, ο δήμος Σάμης στην Κεφαλονιά καθώς και περιοχές στην Κόρινθο, την Αλεξανδρούπολη και την Ξάνθη.
«Τα περισσότερα φράγματα έχουν σχεδόν στερέψει»
Μιλώντας στο OPEN, o υδρογεωλόγος Παντελής Σαμπατάκης τόνισε μεταξύ άλλων ότι τα τελευταία χρόνια έχουν μειωθεί σχεδόν στο μισό οι χιονοπτώσεις και συμπλήρωσε ότι «Τα υδροσυστήματα και τα υπόγεια νερά βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο απόδοσης».
Από την πλευρά του ο δημάρχος Κύθνου, Σταμάτης Γαρδέρης, σημείωσε ότι «Ζητάμε από τους πολίτες να μην γίνεται σπατάλη νερού. Να μην γίνεται αλόγιστη χρήση με το λάστιχο που πλένουν οι πολίτες τις αυλές. Να μην γίνεται πλήρωση πισινών και ποτίσματα σε περιβόλια», υπογράμμισε.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η δήμαρχος Σίφνου, Μαρία Ναδάλη η οποία τόνισε ότι «Στο νησί της Σίφνου υπάρχει αγωνία και ανησυχία. Διαπιστώσαμε αυξημένη κατανάλωση στις αρχές Ιουνίου κι αυτό μας οδήγησε στο να κρούσουμε τον κώδωνα του κινδύνου. Αμέσως κινηθήκαμε να ευαισθητοποιήσουμε τους καταναλωτές».
Ο γεωλόγος Χαράλαμπος Φασούλας τόνισε ότι «τα περισσότερα φράγματα που υπάρχουν έχουν σχεδόν στερέψει».
«Πράγματι, φέτος σε πολλές περιοχές στα ανατολικά της χώρας υπάρχει για το διάστημα Οκτωβρίου 2023 με Απρίλιο 2024 μια μείωση των βροχοπτώσεων, σε σχέση με το μέσο όρο της προηγούμενης δεκαετίας, κατά 40-50%. Στην Αττική, για παράδειγμα, είχαμε μείωση 45% ενώ μείωση είχαμε και στην Κρήτη και ειδικά στην Ανατολική Κρήτη και στον Άγιο Νικόλαο, ήταν της τάξεως του 60%», υπογράμμισε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η ομότιμη καθηγήτρια στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ, Μαρία Μιμίκου. Ωστόσο διευκρίνισε ότι λειψυδρία μπορεί να υπάρξει και χωρίς την ξηρασία.
«Η λειψυδρία στην Ελλάδα είναι ένα ενδημικό φαινόμενο θα έλεγα, είναι το έλλειμμα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης νερού, του διαθέσιμου νερού. Επομένως, η λειψυδρία υπάρχει λόγω της ξηρασίας, αλλά υπάρχει περίπτωση να έχουμε λειψυδρία χωρίς να έχουμε ξηρασία. Πολλές ανατολικές χώρες έχουν έλλειμμα, απλά μας φαίνεται πιο πολύ, όσο συνεχίζονται τα ξηρά και άνομβρα χρόνια», σημείωσε.
Όπως επισημαίνει η κ. Μιμίκου, οι ξηρές χρονιές αλλά και η ανοικονόμητη κατανάλωση νερού προκαλούν λειψυδρία σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Για τον λόγο αυτό, είναι ανάγκη να υπάρξουν περιορισμοί και να ληφθούν αποφάσεις.
«Υπάρχει ένα έντονο καμπανάκι στην Ελλάδα. Πρέπει σε κάθε χρήση νερού -είτε είναι υδρευτική είτε αρδευτική- κυρίως στην αρδευτική- να βελτιωθούν οι μέθοδοι άντλησης να μεγαλώσει ο λόγος παραγωγικότητας του αγροτικού νερού», εξηγεί η κ. Μιμικού και προσθέτει ότι χρειάζεται να μπει σε σωστές βάσεις το θέμα της διαχείρισης των υδατικών πόρων.
«Θα πρέπει να υπάρχει ένας κεντρικός φορέας διαχείρισης υδατικών πόρων που θα λειτουργεί αποκεντρωμένα και κεντρικά κάτω από ένα εθνικό στρατηγικό σχέδιο εκτίμησης, αξιοποίησης και διαχείρισης των υδατικών πόρων και από εκεί και πέρα θα πρέπει να ακολουθήσουν τα μοντέλα διακυβέρνησης όπως υπάρχουν», λέει η κ. Μιμίκου.
Συναγερμός και στην Αττική
Παράλληλα, μεγάλο κίνδυνο αντιμετωπίζει και η Αττική.
«Ο Μόρνος έχει φτάσει στο όριο των 700 εκατομμυρίων κυβικών, που σημαίνει ότι τα καμπανάκια έχουν βαρέσει. Αν συνεχιστεί η ίδια κατάσταση, θα μπορεί να αντέξει με την ίδια κατανάλωση και χωρίς μέτρα, άλλα 2 χρόνια, δεν ξέρω. Είναι ήδη οριακά. Δεν υπάρχει περίπτωση να ζήσουμε άλλο ένα τέτοιο έτος χωρίς να σκεφτούμε μέτρα εξοικονόμησης νερού, και κυρίως για το αγροτικό νερό, καθώς το 80% διατίθεται για αγροτική παραγωγή», σημειώνει η κ. Μιμίκου.
Την ίδια ώρα, σημαντική μείωση παρατηρείται το τελευταίο διάστημα και στην έκταση της τεχνητής λίμνης του Πηνειού στην Ηλεία λόγω της απουσίας βροχών, των υψηλών θερμοκρασιών αλλά και ως αποτέλεσμα του πολύ ήπιου χειμώνα με τις περιορισμένες χιονοπτώσεις.
Όπως εξηγεί ο φυσικός – μετεωρολόγος και επιστημονικός συνεργάτης του meteo.gr και του climatebook, Σταύρος Ντάφης, από τον Ιούλιο του 2023 οι βροχοπτώσεις που έχουν σημειωθεί σχεδόν κάθε μήνα, είναι κάτω από τον μέσο όρο των τελευταίων 30 ετών. «Αυτό συμβαίνει κυρίως στην ανατολική ηπειρωτική Ελλάδα, στα νησιά του Αιγαίου, Κρήτη και Δωδεκάνησα, και στην Πελοπόννησο. Εξαιρείται η Κυπαρισσία αλλά το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου βρίσκεται κι αυτό σε πορτοκαλί συναγερμό, στο θέμα έλλειψης βροχοπτώσεων αλλά και ξηρασίας του εδάφους», τονίζει ο κ. Ντάφης και προσθέτει ότι οι δύο καύσωνες του Ιουνίου και του Ιουλίου επιδείνωσαν αυτή την κατάσταση της ξηρασίας.
«Το έδαφος μέχρι τον Μάιο, μέχρι τον Απρίλιο δεν ήταν και τόσο ξηρό σε αυτές τις περιοχές. Συνέβη όμως ξαφνική ξηρασία. Η ξαφνική ξηρασία ξεκινάει όταν έχουμε μία ξαφνική άνοδο της θερμοκρασίας φυσικά, ισχυρότερους από το κανονικό ανέμους και περισσότερες ώρες από το κανονικό ηλιοφάνεια, που ενισχύουν την εξάτμιση. Έτσι καταπονούνται και τα δέντρα μέσω της εξατμισοδιαπνοής, αλλά και το έδαφος χάνει στα πρώτα του εκατοστά αρκετό νερό», υπογραμμίζει.
Δημοσίευση σχολίου