Πραγματικές, διασκεδαστικές ιστορίες από τη ζωή στην Τρίπολη Αρκαδίας
ΑΔΙΑΚΡΊΤΩΣ
ΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΎ
Η Κική, ανύπαντρη κοπέλα, μιάς κάποιας ηλικίας, έψαχνε για τον άντρα της ζωής της. Γόνος καλής οικογενείας, μορφωμένη , αλλά όταν ήταν πολύ νέα, ο ένας της βρώμαγε και ο άλλος της ξίνιζε . Τώρα έπρεπε να βιαστεί να βρει σύντροφο αν ήθελε να προφτάσει να κάνει και κανένα παιδί. Έτσι αμέσως είπε το ναι ( αν και δεν τρελαινόταν κιόλας) , σε μία πρόσκληση από κάποιον ανύπαντρο συνάδελφό της, ο οποίος εδώ και καιρό, μεταξύ αστείου και σοβαρού της την έπεφτε.
Πρόσκληση για δείπνο λοιπόν και αρχίζει να στολίζεται από νωρίς γιατί ήταν σίγουρη ότι η ιστορία θα είχε και συνέχεια. Ένα πράγμα την προβλημάτισε μόνο και αυτό ήταν, πως όταν του είπε να περάσει να την πάρει από το σπίτι της ( που έμενε με τους γονείς και τον αδελφό της) , αυτός αρνήθηκε και της πρότεινε να βρεθούν, ένα στενό πιό πριν. Το συζήτησε τηλεφωνικά με τις φίλες της, αλλά αυτές άρχισαν να τη λένε περίεργη και είπε να μη δώσει σημασία , γιατί από την πολύ σημασία που έδινε στα γεγονότα, είχε μείνει χωρίς άντρα.
Η Κική λοιπόν πανέτοιμη, πήγε στο πρώτο της ραντεβού, με τις φίλες της σε αναμονή για τα αποτελέσματα.
Αποφάσισαν να δειπνήσουν σε γραφικό εστιατόριο της Βυτίνας και στη διαδρομή μίλαγαν περί ανέμων και υδάτων. Άλλος άνθρωπος ο συνάδελφος. Ούτε αστεία, ούτε πειράγματα. Πιό πολύ μιλούσε για τη δουλειά, παρά για οτιδήποτε άλλο. Αυτή εκνευρισμένη, όταν κόντευαν να φτάσουν τον ρώτησε.
" Για εμάς δεν θα πούμε τίποτα; "
" Τί να πούμε; " ήρθε η απάντηση . " Τα έχουμε πει όλα" και με κάποιο δισταγμό, συνέχισε.
" Ήθελα όμως να σε ρωτήσω κάτι " .
Η Κική, άρχισε να έχει πάλι ελπίδες και τον κοίταξε με προσμονή.
" Έχεις χρήματα επάνω σου, γιατί ξέχασα να πάρω το πορτοφόλι μου; " .
Η Κική , όπως ήταν φυσικό έμεινε εμβρόντητη, θόλωσε και του απάντησε ξερά , πως δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Η ατμόσφαιρα πάγωσε, πράγμα που αυτός ίσως και να μην κατάλαβε, γιατί έφαγε του σκασμού και κατά τη διάρκεια ( μεταξύ ορεκτικού και σαλάτας) , άρχισε να της κάνει κάτι περίεργες ερωτήσεις για μία φίλη της. Την ρωτούσε για τα περιουσιακά της στοιχεία , αν τα είχε με κάποιον κλπ. Όταν έφτασε η ώρα του γυρισμού, ήταν η Κική που μπήκε στην αντεπίθεση. Άλλωστε, τόση ώρα που αυτός άδειαζε το ένα πιάτο μετά το άλλο , αυτή σκεφτόταν και ανέλυε τα γεγονότα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως δεν γινόταν να τον αφήσει έτσι.
" Δεν μου λες συνάδελφε, γιατί μου ζήτησες να βγούμε; τί είχες στο μυαλό σου; ".
" Ήθελα πληροφορίες για τη φίλη σου και σκέφτηκα πως ήταν ευκαιρία να βγούμε κιόλας. " Η Κική πήρε ανάποδες, γιατί ήταν φανερό ότι με άλλο σκοπό είχε ξεκινήσει και βρήκε εύκολη δικαιολογία.
" Έπρεπε να φτάσουμε στα όρη και τα βουνά για να λυθούν οι απορίες σου για να πληρώσω και το λογαριασμό; στη δουλειά δεν μπορούσες να με ρωτήσεις που με βλέπεις κάθε μέρα ; "
" Με παρεξήγησες " απάντησε αυτός, αλλά η Κική συνέχισε.
" Τώρα που το καλό σκέφτομαι , μήπως θέλεις να σου πληρώσω και τη βενζίνη; καλά που είχα καταλάβει πόσο ηλίθιος είσαι και είχα φροντίσει να έχω χρήματα επάνω μου. " .
Έτσι άδοξα έληξε πριν καν αρχίσει η περιπέτεια της Κικής, που την άλλη ημέρα, το φύσαγε και δεν κρύωνε , όπως λέει και η σοφή παροιμία. Όσο το σκεφτόταν εκνευριζόταν και όσο εκνευριζόταν τόσο δεν της έφευγε από το μυαλό. Απελπίστηκαν οι φίλες της και τη συμβούλεψαν πως για να της περάσει, θα έπρεπε να του ζητήσει την άλλη ημέρα τα μισά χρήματα από αυτά που ξόδεψε στο εστιατόριο.
Ευανθία Ρούνη
22/11/22
Δημοσιεύτηκε στις 11 Αυγούστου 2006
Δημοσίευση σχολίου