Πραγματικές, διασκεδαστικές ιστορίες από τη ζωή στην Τρίπολη Αρκαδίας







ΑΔΙΑΚΡΊΤΩΣ
ΣΤΑ ΜΟΝΟΠΆΤΙΑ ΤΗΣ ΣΆΤΙΡΑΣ
Πραγματικές, διασκεδαστικές ιστορίες από τη ζωή στην Τρίπολη Αρκαδίας

ΟΙ ΤΣΈΠΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΒΟΎΡΙΑ

Δύο τύπους ανθρώπων δεν μπόρεσα να χωνέψω ή να υποφέρω για πολύ. Τους ατομιστές και τους τσιγκούνηδες. Να είσαι φτωχός, θεόφτωχος μα,
 κουβαρντάς φτωχός. Να είσαι πλούσιος, μα απ'αυτούς που χαίρονται τα λεφτά τους και να μη ζεις μόνο για αυτά.
Ένας τέτοιος τύπος ήταν ο Αλέκος. Πάμπλουτος μα τσιφούτης . Τόσο τσιφούτης, που δεν έδινε του αγγέλου του νερό. Να φανταστείτε ότι δεν κάπνιζε από τα δικά του τσιγάρα, παρά μόνο όταν δεν μπορούσε να κάνει τράκα και για να μην του κάνουν τράκα, είχε πάντα στην τσέπη του ένα πακέτο ακριβά αμερικάνικα τσιγάρα, με σπάνιους οπαδούς. Ήθελε βλέπετε να ρίχνει στάχτη στα μάτια μας και προσπαθούσε να κρύβει την αδυναμία του ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε, μόνο που κρυβόταν πίσω από το δάκτυλο του και μόνο τον εαυτό του μπορούσε να κοροϊδέψει. Στην παρέα, μετά την πρώτη γουλιά καφέ, τον άκουγες να λέει.
- Ένα τσιγαράκι μπορώ να έχω, παρακαλώ;
Δεύτερο ούζο δεν έπινε, όχι γιατί δεν το ήθελε, πάντα με τον ισχυρισμό βέβαια ότι προσέχει την υγεία του, έμενε στο ένα. Όταν τον κερνούσε κάποιος, τον είχαμε δει να να πίνει και πέντε ούζα. Στις παρέες έλεγε κάθε φορά πως η μητέρα του τον καταπίεζε και όλα τα στραβά τα φόρτωνε σε αυτήν. Δεν παντρευόταν γιατί τη νύφη θα έπρεπε να του τη βρει η μητέρα του. Όσο για δεσμό, ούτε λόγος , αφού η κοπέλα που κάποτε είχε μαζί του σχέση τον χώρισε ύστερα από τσακωμούς και παρεμβάσεις από τη μέγαιρα που υποτίθεται τον καταδυνάστευε. 
Πέσαμε απ'τα σύννεφα βέβαια όταν μάθαμε πως ο δεσμός περί ου ο λόγος, ανήκε στο μακρινό παρελθόν των Γυμνασιακών του χρόνων. 
Δεν αργούσε τα βράδια γιατί θα έβρισκε την πόρτα κλειστή, δεν δάνειζε χρήματα στους κολλητούς φίλους του, ακόμα και αν υπήρχε σοβαρή ανάγκη γιατί του έκανε έλεγχο η μητέρα του, δεν ψώνιζε ρούχα και κυκλοφορούσε με ένα παντελόνι στενό και κοντό , το βαπτιστικό του, όπως λέγαμε εμείς γιατί δεν του το επέτρεπε η μαμά , που υπόψη ακόμα και τα εσώρουχα του τα διάλεγε και τα αγόραζε αυτή, μέχρι που μιά μέρα η μαμά μας τελείωσε. Πέθανε δηλαδή , αλλά ο Αλέκος έμεινε ίδιος και απαράλλαχτος μόνο που με το τελείωμα της μάνας, τελείωσαν και οι δικαιολογίες για τη μιζέρια του. Πάνω δηλαδή που είχαμε αρχίσει να τον λυπόμαστε και να του κερνάμε και τον καφέ του, μόνο και μόνο να τον βλέπουμε λίγο πιο χαρούμενο.
Η αποθέωση της τσιγκουνιάς του, φάνηκε κάποιο απόγευμα, όταν του έφυγε η μασέλα μέσα στην καφετέρια και εξφεντονίστηκε απέναντι, περνώντας ξυστά από το κεφάλι του ανυποψίαστου σερβιτόρου. Το μόνο που μπόρεσε να πιάσει το μάτι του, ήταν ένα ροζ, αγνώστου προελεύσεως, πράγμα να περνά ξυστά από τη μύτη του, που αν τον πετύχαινε θα τον άφηνε τέζα . Ο Αλέκος, θορυβημένος και κατακόκκινος , άρχισε να ψάχνει για τη μασέλα ανάμεσα στα τραπέζια μαζί με το σερβιτόρο, που δεν ήξερε για τί πράγμα έψαχνε, με συνοδεία τα γέλια της παρέας και τα βλέμματα απορίας των υπολοίπων. Η μασέλα βρέθηκε στη μικρή διακοσμητική λιμνούλα του Τουριστικού περιπτέρου γιατί εκεί διαδραματίζεται η όλη φάση . Στο Τουριστικό περίπτερο της πλατείας Άρεως. 
Να δώσει ξανά λεφτά σε οδοντίατρο; ξέρετε πόσο του είχε κοστίσει αυτή η μασέλα; άσχετα αν δεν του εφάρμοζε καλά και με κάθε άνοιγμα του στόματος, αυτή έπαιζε κλακέτες. 
Μετά από λίγο καιρό, πέταξε τη μασέλα ( άλλωστε τόσες φορές τον είχε κάνει ρεζίλι) και σήμερα γυρνάει φαφούτης.

Εύα Ρούνη
2/11/22
Δημοσιεύτηκε στις 2 Ιουνίου 2006 στην εφημερίδα Αρκαδικά Νέα

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη
ΒΟΛΤΑ ΣΤΗΝ ΤΡΙΠΟΛΗ NEWS
ΒΟΛΤΑ ΣΤΗΝ ΤΡΙΠΟΛΗ NEWS