ΑΔΙΑΚΡΊΤΩΣ
ΟΙ ΣΥΜΠΕΘΕΡΕΣ
Η Θάλεια ποτέ δεν χώνεψε τη νύφη της, μα πιο πολύ την οικογένειά της. Δεν μπόρεσε ποτέ να χωνέψει ότι ο γιός της πήρε νύφη από χωριό. Εκτιμούσε ότι ήταν καλή και μία κούκλα, μα Καψέα την ανέβαζε, Καψέα την κατέβαζε. Όταν έβλεπε τη μάνα της, έφευγε από το δωμάτιο σε ένδειξη περιφρόνησης. Σε κάποια γιορτή και αφού είχαν φύγει οι συγγενείς της νύφης της, έκατσε και έπλυνε ξανά τα πιάτα που είχε πλύνει η συμπεθέρα της.
" Λες και ξέρουν οι Καψέοι να πλένουν πιάτα" , μουρμούριζε μέσα από τα δόντια της , όσο τα καθάριζε.
Μην φανταστείτε ότι η Θάλεια ήταν από μεγάλο τζάκι, αλλά χρόνια υπηρέτρια ( από παιδούλα) , σε μία αριστοκρατική οικογένεια της Τρίπολης, ήξερε από τρόπους και την καλή κοινωνία. Θα προτιμούσε η νύφη της η Δώρα να ήταν από τζάκι, αλλά φτωχή όπως ήταν , το μόνο τζάκι που είχε, ήταν στου Κάψια και κάπνιζε. Η Δώρα πάλι την ανεχόταν από τη στιγμή που λάτρευε τα παιδιά της και η βοήθειά της ( υλική και ηθική) ήταν σημαντική για όλους. Πέρασαν τα χρόνια και η Θάλεια γέρασε, τα παιδιά μεγάλωσαν και έπαθε άνοια. Δεν γνώριζε κανέναν και το γιό της, πολλές φορές τον περνούσε για τον πεθαμένο άντρα της και τον εγγονό της τον πίστευε για γιό της. Για τη Δώρα, πίστευε ότι ήταν η δούλα της, η νοσοκόμα της, αφού αυτή φρόντιζε για το φαγητό, το μπάνιο, τα χάπια της και τη μάλωνε να μη βγάζει το οξυγόνο της. Στο γιό της έλεγε κρυφά πως έπρεπε να τη διώξουν γιατί τον γλυκοκοίταζε.
" Τί μας την έστειλε ο Ζαχαριάς, δεν μπορώ να καταλάβω. Αυτή σε γλυκοκοιτάζει. " , του έλεγε συνέχεια. Είχε τρομερή αδυναμία στον πνευμονολόγο της, γι'αυτό μάλλον δεν τον μπέρδευε και δεν τον ξεχνούσε ποτέ.
" Βρε μητέρα, δεν με γνωρίζεις; " τη ρωτούσε η Δώρα που το διασκέδαζε.
" Πώς δε σε γνωρίζω.
Η νοσοκόμα από το Νοσοκομείο δεν είσαι;
Να φέρεσαι καλά, γιατί θα πω στο Ζαχαριά να στείλουν άλλη και να πάψεις να καλοβλέπεις τον άντρα μου. "
Η αποθέωση της πλάκας ήταν όταν η μητέρα της Δώρας πήγε να τη δει, όπως συνηθίζεται. Η Θάλεια την κοίταζε στραβά και μάταια έκανε προσπάθειες η συμπεθέρα να ανοίξει κουβέντα μαζί της. Όταν έφυγε, η γριά φώναξε τη νύφη της και της είπε εμπιστευτικά.
" Αυτήν τη γυναίκα μην την αφήσεις πάλι να με δει. Καψέα πρέπει να είναι και θέλει να με ξεκάνει. "
Η Δώρα έμεινε με το στόμα ανοιχτό και έπεσε σε σκέψεις.
" Λες η γριά να μας δουλεύει όλους;"
Άνοια ξε άνοια, το μίσος για τη συμπεθέρα της άσβεστο και αναλλοίωτο.
Εύα Ρούνη
9/11/22
Δημοσιεύτηκε στις 25 Μαρτίου 2007
στην εφημερίδα Αρκαδικά Νέα
Δημοσίευση σχολίου