ΑΔΙΑΚΡΊΤΩΣ
ΣΤΑ ΜΟΝΟΠΆΤΙΑ ΤΗΣ ΣΆΤΙΡΑΣ
Η ΕΚΔΊΚΗΣΗ
Πραγματικές, διασκεδαστικές ιστορίες από τη ζωή στην Τρίπολη Αρκαδίας
Ήταν ψηλός, με γαλανά μάτια, από καλή οικογένεια και με λεφτά. Ο πατέρας του, απ'ότι έλεγαν, μάζευε τις λίρες σε μαξιλαροθήκες τα χρόνια της κατοχής. Παραδόπιστος του χειρότερου είδους. Ο γιός όμως , έμοιαζε με σταρ του Χόλιγουντ της παλιάς καλής εποχής. Οι γυναίκες τον θαύμαζαν αλλά αυτός είχε μπλέξει με μία πανέμορφη παντρεμένη και δεν είχε μάτια για καμιά άλλη. Αυτά όταν ήταν τριάντα ετών. Τα χρόνια έφυγαν, έγινε σαράντα και τα πέρασε.
Όπως όλοι οι Τριπολιτσιώτες αυτών των προσόντων έτσι και αυτός, αποφάσισε να κάνει οικογένεια γύρω στα πενήντα. Έψαχνε λοιπόν την κατάλληλη γυναίκα για να παντρευτεί. Του έφεραν μερικές , αλλά από το πρώτο ραντεβού τις απέρριπτε. Ακούστε τους λόγους.
Βγήκε με την πρώτη και επειδή η γυναίκα παρήγγειλε ποτό ενώ αυτός πήρε πορτοκαλάδα, τη βρήκε προχωρημένη για τα γούστα του και μάλλον σπάταλη.
Τη δεύτερη, γιατί τα δόντια της ήταν χαλασμένα και σου λέει , εγώ θα της τα φτιάξω; αυτό το στόμα, σκέφτηκε, ήθελε σαράντα μάστορες κι εξήντα μαθητάδες για να γίνει της προκοπής. Ήταν αυτός για τέτοιες σπατάλες;
Όταν τον ρώτησε ένας φίλος του, πώς την ήθελε τη γυναίκα του, έβγαλε έναν περίεργο ρατσισμό. Την ήθελε ξανθιά σαν αυτόν για να βγάλει ξανθά παιδιά, ώστε να είναι σίγουρος ότι είναι δικά του ( ξέρετε τώρα, η ανασφάλεια του άντρα που έχει πάει με πολλές παντρεμένες) από τη μιά και από την άλλη, πίστευε πως τα χρώματα των ανθρώπων δεν πρέπει να αναμειγνύονται, γιατί έτσι μπασταρδεύουν.
Άκου λογική.
Στο τέλος τη βρήκε. Ήταν μία ήσυχη ( φαινομενικά) κοπέλα , είκοσι τριών ετών, ξανθιά, που πήγε να ζητήσει δουλειά στο μαγαζί του. Την παρακολούθησε για καμιά δεκαριά μέρες ( όχι που θα την έπαιρνε ατσεκάριστη) , αλλά γάτα η κυρία, δεν τον άφησε να καταλάβει ότι εκείνη την περίοδο , τα είχε με τρεις. Όταν αυτός χτυπούσε την πόρτα, τον γκόμενο τον έβγαζε από το παράθυρο. Εύκολη υπόθεση αν μένεις σε ημιυπόγειο. Ευτυχώς τα παιδιά, βγήκαν όλα ξανθά, για να δυναμώσουν τις ρατσιστικές απόψεις του πατέρα.
Όσα χρόνια έζησε ( γιατί έζησε λίγα), η γυναίκα του δεν είχε βγει ποτέ για ψώνια από το σπίτι. Ακόμα και τα καλσόν της τα αγόραζε δέκα - δέκα, αυτός. Από φίλες, δεν της έμεινε καμία. Αυτός δεν σήκωνε κουβέντα. Τις έβριζε φεμινίστριες, έλεγε ότι προσπαθούν να παρασύρουν τη γυναίκα του και αυτές για να μη διαλυθεί το ζευγάρι, απομακρύνθηκαν.
Η μικρή όμως, όπως είχε υπολογίσει, γρήγορα θα έμενε μόνη της , με μία περιουσία, διόλου ευκαταφρόνητη .
Πήρε την εκδίκηση της ( μετά το θάνατό του) , ξεκοκκαλίζοντας την περιουσία του και βάφοντας τα μαλλιά της, κατάμαυρα.
Εύα Ρούνη
4/11/22
Δημοσιεύτηκε στις 23 Ιουνίου 2006 στην εφημερίδα Αρκαδικά Νέα
Δημοσίευση σχολίου