ΣΤΑ ΜΟΝΟΠΆΤΙΑ ΤΗΣ ΣΆΤΙΡΑΣ
ΑΔΙΑΚΡΊΤΩΣ
ΤΟΥ ΤΕΜΠΈΛΗ ΤΟ ΆΛΟΓΟ
Ο ΘΕΌΣ ΤΟ ΘΡΈΦΕΙ
Πραγματικές, διασκεδαστικές ιστορίες από τη ζωή στην Τρίπολη Αρκαδίας
Ένα ελάττωμα που χαρακτηρίζει συνήθως τους ανθρώπους, είναι να είσαι ατομιστής. Άλλοι το έχουν κληρονομικό, άλλοι επίκτητο. Πάνω από όλα και από όλους ο εαυτός σου.
Η Άρτεμης το είχε αυτό ακριβώς, αλλά σε όλο του το μεγαλείο. Ήταν μοναχοπαίδι με πατέρα αρχιτέκτονα και με μία μάνα χαμηλών τόνων και άβουλη. Δεν δούλεψε ποτέ στη ζωή της, δεν κόπιασε για τίποτα, αφού δεν υπήρχε λόγος να κοπιάσει άλλωστε. Άριστη μαθήτρια, μα δεν την άφησαν ποτέ να δώσει για ανώτερες σπουδές, από φόβο μην τους φύγει μακριά. Μόνη της δεν έβγαινε ποτέ από το σπίτι, παρά μόνο με τους γονείς της. Όμως όπως πάντα συμβαίνει, η φύση βρίσκει τον τρόπο. Στα τραπεζάκια της πλατείας Άρεως, ένα καλοκαίρι, κατάφερε ένας νέος να της δώσει το τηλέφωνο του. Μηχανικός, μορφωμένος, δεν άργησαν να παντρευτούν. Αυτή όμως καλομαθημένη δεν έκανε καμία δουλειά στο σπίτι ( δεν ήξερε κιόλας) και όταν έμεινε έγκυος, δύο φορές, τα παιδιά δεν τα κράτησε για να μη χάσει την ελευθερία της. Την ελευθερία που οι γονείς της είχαν στερήσει τόσο καιρό, τη βρήκε όταν παντρεύτηκε. Ελευθερία χωρίς έλεγχο όμως, φέρνει καταστροφή. Την έπιασε ο άντρας της στα πράσα με κάποιον άλλο και φυσικά τη χώρισε . Τα χρόνια πέρασαν, έμεινε μόνο με τον πατέρα της , ο οποίος ευγενής γεράκος πιά , της ψώνιζε τα πάντα, την φρόντιζε με τη σύνταξή του και κοιμόταν νωρίς ή έφευγε σε ταξίδι όταν αυτή έφερνε διάφορους κυρίους στο σπίτι για " επίσκεψη" . Το μόνο που σκεφτόταν ήταν, αν πεθάνει ο πατέρας της, ποιός θα της έκανε τα ψώνια και ποιός θα της έφερνε κάθε μέρα φρέσκο ψωμί ή τα καθαρισμένα ψάρια το Σάββατο. Την είχε προβληματίσει το θέμα πολύ και αφού οι φίλες της, που έσπαγαν πλάκα μαζί της, της έλυσαν το πρόβλημα, λέγοντας πως μπορούσε να τα παραγγέλνει τηλεφωνικά, κόλλησε στον φρεσκοαλεσμένο καφέ, που υπόψη της έφερνε ο μπαμπάς, από το καφεκοπτείο.
Για να παντρευτεί πάλι ούτε λόγος. Εδώ δεν ανεχόταν που φρόντιζε τον εαυτό της, θα φρόντιζε και άντρα ;
Στα σαράντα πέντε της χρόνια, την έπιασε μία μανία να κάνει παιδί , αλλά ευτυχώς οι γιατροί της είπαν ότι ήταν αδύνατο μετά τις εκτρώσεις και γλύτωσαν οι φίλες της, που στο τέλος , αν έκανε παιδί , αυτές θα το μεγάλωναν.
Όταν ο πατέρας της αρρώστησε βαριά και τον πήγε στο Παναρκαδικό νοσοκομείο ( λίγο πριν το τέλος του) , δεν πήγαινε να τον φροντίσει γιατί αφ'ενός ο γέρος δεν την αναγνώριζε, την έδιωχνε και δεν έτρωγε από τα χέρια της και αφ'ετέρου, κουραζόταν να πηγαινοέρχεται. Οι νοσοκόμες είχαν βρει το μπελά τους. Τέτοια περίπτωση δεν τους είχε ξανατύχει , μέχρι που παρακάλεσαν το γιατρό να του βγάλει εξιτήριο. Ο κακομοίρης ο γέροντας, πριν πεθάνει, της είχε αγοράσει ένα αμάξι και της είχε αφήσει τρία σπίτια και εκεί που ανησυχούσαμε για το πώς θα ζήσει χωρίς πόρους ( χωρίς σύνταξη και εργασία) , πούλησε το σπίτι στην Αθήνα, πούλησε το σπίτι στη θάλασσα και ζει ζωή και κότα.
Πιό καλά όμως ζει ο μπακάλης της γειτονιάς της ο κυρ Κώστας που κάθε μέρα της κουβαλάει τα ψώνια στο σπίτι, με το αζημίωτο βέβαια, ακόμα και τον περιβόητο φρεσκοκομμένο καφέ.
Εύα Ρούνη
13/11/22
Δημοσιεύτηκε στις 16 Ιουνίου 2006
Δημοσίευση σχολίου